Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Παρά τον φόβο που έχει καλλιεργηθεί εδώ και αρκετούς μήνες ανάμεσα στο επενδυτικό κοινό και τους επενδυτές, σχετικά με το αν οι αγορές μετοχών βρίσκονται σε υπερθέρμανση, δηλαδή αν υπάρχει πιθανή «φούσκα» στις χρηματιστηριακές τους αποτιμήσεις (όπως αναφέρεται και στα μέσα “irrational exuberance”, που αποτελεί φράση του Alan Greenspan, πρώην επικεφαλής της Fed), αναφερόμενοι στις αγορές, κυρίως, της Ευρώπης και των Η.Π.Α., οι αξίες των τίτλων των εισηγμένων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού συνεχίζουν αρκετά δυναμικά την ανοδική τους τάση. Μόνο κατά τον Μάιο τα (κεφαλαιακά) κέρδη περιορίστηκαν, λόγω, αρχικά, των υπεραγορασμένων επιπέδων που διαπραγματεύονται μετοχές και δείκτες (καθώς καταγράφουν συνεχώς πολυετή ή ιστορικά υψηλά από την αρχή του έτους) και της ανησυχίας για καθυστέρηση των περικοπών των επιτοκίων και χρονικής επέκτασης του κύκλο περιοριστική νομισματικής πολιτικής από τη Fed.
Για πολλούς, το “bull market” των τελευταίων μηνών θυμίζει τη «φούσκα» dotcom της δεκαετίας του ’90, δεδομένου ότι και σήμερα το χρηματιστηριακό «ράλι» έχει βασιστεί σημαντικά σε τεχνολογικές μετοχές, αν και κατά κύριο λόγω των blue chips του κλάδου. Meta, Microsoft και Nvidia έχουν σημειώσει, περίπου, τα μισά κέρδη του ευρύτερου δείκτη S&P 500 του NYSE και μαζί με τις υπόλοιπες Magnificent Seven (Apple, Alphabet, Amazon και Tesla) συγκεντρώνουν το 25% περίπου της συνολικής κεφαλαιοποίηση του προαναφερόμενου δείκτη, σύμφωνα με στοιχεία της Deutsche Bank. Παραδόξως, πιο ακραία περίπτωση αποτελεί η ευρωπαϊκή αγορά, όπου οι αντίστοιχες τεχνολογικές εταιρείες είναι μόνο τρεις (ASML, Novo Nordisk και SAP) και χωρίς αυτές, ο πανευρωπαϊκός δείκτης Stoxx 600 είχε σημειώσει οριακή μεταβολή από την αρχή της χρονιάς.
Γιατί, όμως, να συνδέουν κάποιοι το «άλμα» μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών των Η.Π.Α. και της Ευρώπης με τη «φούσκα» που είχαν στις τιμές των μετοχών τους κάποιες αναδυόμενες τεχνολογικές εταιρείες της δεκαετίας του ’90. Το επιχείρημα έγκειται στο πρώιμο και επαναστατικό στάδιο της τεχνητής νοημοσύνης, στις προοπτικές της οποίας έχουν βασιστεί οι επενδύσεις σε αυτές τις εταιρείες. Ναι μεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πως η τεχνητή νοημοσύνης αργά ή γρήγορα θα αλλάξει τη ζωή μας, αλλά υπάρχει μεγάλη αμφιβολία ως προς τις προσεχείς μελλοντικές αποδόσεις που θα προσφέρουν στην κερδοφορία των εταιρειών αυτών και, κατ’ επέκταση, στις χρηματιστηριακές τους αποτιμήσεις. Υψηλές προοπτικές υπήρχαν και τη δεκαετία του ’90, ωστόσο η πρόβλεψη η ποοσοτικοποίηση των μελλοντικών ταμειακών ροών –τώρα όπως και τότε– είναι σε μεγάλο βαθμό αβέβαιη, όσο αβέβαιη. Αυτό, ωστόσο, είναι και το ρίσκο που λαμβάνουν οι επενδυτές, με την προοπτική για αντίστοιχα υψηλές αποδόσεις. Επίσης, είναι σημαντικό να επισημανθεί και το υπόβαθρο των εταιρειών τότε με τώρα. Όπως αναφέρει και η Katie Martin σε άρθρο της στους Financial Times, «η Microsoft σήμερα δεν είναι το pets.com του 1999». Πιο λογικός, βέβαια, είναι ο φόβος για την Nvidia, μιας και μιλάμε για μια εταιρεία που μπήκε πρόσφατα στην τεχνολογική ελίτ των Η.Π.Α. και, μάλιστα, σε χρόνο ντε-τέ, δεδομένου πως είναι αδύνατο να προβλεφθούν οι θεμελιώδεις επιδόσεις της εταιρείες σε βάθος 5ετίας και έπειτα (μπορεί και λιγότερο).
Εκτός, λοιπόν, από τη διαφαινόμενη υπεραντίδραση των επενδυτών σχετικά με τα προσεχή οφέλη της τεχνητής νοημοσύνης, εν μέσω, μάλιστα, γεωπολιτικών αναταραχών και νομισματικής «σύσφιξης», το Μάιο σημειώθηκε, σε πιο έντονο βαθμό, κορεσμός του επενδυτικού ενδιαφέροντος απέναντι σε blue chips μετοχές, αλλά και στης μεσαίας κεφαλαιοποίησης.
Συγκεκριμένα, παρουσιάστηκε στις Η.Π.Α. μεγάλη άνοδος της συναλλακτικής δραστηριότητας στα λεγόμενα “penny stocks”, που αποτελούν μετοχές εισηγμένων μικρής κεφαλαιοποίησης (microcap) που συνήθως η τιμή τους (ανά μετοχή) διαπραγματεύεται κάτω από το $ 1. Οι επτά από τις δέκα κορυφαίες μετοχές των Η.Π.Α. με τις περισσότερες διαπραγματεύσεις τον Μάιο (τζίρο) ήταν αξίας μικρότερης από $ 1, σύμφωνα με την Cboe Global Markets, και καμιά από τις εταιρείες δεν είναι κερδοφόρα. Ενδεικτικά, η εταιρεία εμπορίας παλαιών μετάλλων Greenwave Technology Solutions βρέθηκε στην κορυφή της κατάταξης των μετοχών με τα υψηλότερα επίπεδα συναλλακτικής δραστηριότητας για τον Μάιο. Έχει 588 εκατ. μετοχές σε κυκλοφορία (free float) και κατά μέσο όρο διαπραγματεύτηκαν 510 εκατ. μετοχές κατά τη διάρκεια του μήνα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Cboe Global Markets. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η κεφαλαιοποίησή της κυμάνθηκε μεταξύ $ 4 και 159 εκατ. και η αξία των μετοχών της από $0,4 σε $ 0,16. Από την υψηλή κεφαλαιοποίηση μόνο η Tesla συμπεριλήφθηκε τον Μάιο στο top 10.
Οι τεράστιοι όγκοι σε τόσες πολλές ελάχιστα γνωστές μετοχές υποδηλώνουν μια τάση μεταξύ των λιανικών επενδυτών για κερδοσκοπία σε φθηνούς τίτλους, δεδομένου ότι στα penny stocks παρατηρείται έντονη διακύμανση. Θεσμικοί επενδυτές αποφεύγουν να τοποθετηθούν σε τέτοιες εταιρείες, λόγω του υψηλού κινδύνου που ενέχουν, αλλά και εξαιτίας του κινδύνου διαγραφής τους από το χρηματιστήριο, αφού διαπραγματεύονται κάτω από το $ 1 και μπορεί να καταλήξουν να μην τηρούν, πλέον, τα κριτήρια της δημόσιας αγοράς. Εν γένει, αυτό αποτελεί ένα φαινόμενο που συμβαίνει σε περιόδους «φούσκας» στο σύνολο της αγοράς, καθώς οι δημοφιλείς και χαμηλού κινδύνου μετοχές διαπραγματεύονται σε υπερτιμημένα επίπεδα, με συνέπεια να μην υπάρχουν, ουσιαστικά, περιθώρια θετικών αποδόσεων για πολύ ακόμη.
Η άνοδος του όγκου συναλλαγών στα penny stocks έχει προκαλέσει ανησυχίες σχετικά με τον αντίκτυπο των μεθόδων χρηματοδότησής τους στους μετόχους, καθώς και για τους κανόνες που τους επιτρέπουν να παραμείνουν εισηγμένοι. Βέβαια, σύμφωνα με στοιχεία της Wall Street Horizon, το ενδιαφέρον των επενδυτών τράβηξε και ο μεγάλος αριθμός από reverse stock split (συγχωνεύσεις μετοχών), καθώς αποτελεί μια ενέργεια που προκαλεί διακύμανση στις μετοχές της εταιρείες (συνολικά από την αρχή του έτους έχουν πραγματοποιηθεί περίπου 70). Τα reverse splits αποτελούν μία συχνή και πάγια τακτική των εταιρειών που η μετοχή τους διαπραγματεύεται κάτω από το $ 1 το κομμάτι, για να ενισχυθεί η τιμή τους (μένοντας, εννοείται, σταθερή η κεφαλαιοποίησή τους στην αγορά) και να ξεφύγουν από τον κίνδυνο διαγραφής από το χρηματιστήριο. Παράλληλα, τα penny stocks έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με πέρυσι, γεγονός που δηλώνει αυξανόμενες επενδυτικές ευκαιρίες σε microcap εταιρείες (πέρυσι στις Η.Π.Α. υπήρχαν 125 εταιρείες που η μετοχής τους στο χρηματιστήριο άξιζε κάτω από $ 1 και σήμερα, αυτός ο αριθμός έχει αυξηθεί στο 471).
Κλείνοντας, αξίζει να υπογραμμιστεί πως διανύουμε μια περίοδο που υπάρχει γεωπολιτική αστάθεια, το χρέος των κρατών αλλά και κατηγοριών του ιδιωτικού τομέα βρίσκεται στα ύψη, με ελάχιστα περιθώρια σημαντικής «χαλάρωσης» της νομισματικής πολιτικής στο άμεσο μέλλον, ενώ, παράλληλα, εξαιτίας των παραπάνω, βιώνουμε μεγάλες αλλαγές στο παγκόσμιο εμπόριο, καθώς οι ρυθμοί παγκοσμιοποίησης έχουν επιβραδύνει σημαντικά και ο κόσμος χωρίζεται όλο και πιο έντονα σε περιφερειακά και γεωπολιτiκά blocks. Όλα αυτά δημιουργούν σημαντικές ευκαιρίες, αλλά ενέχουν και υψηλούς κινδύνους.