Του Χρήστου Ζησιάδη,
Βρισκόμαστε στην πρώτη περίοδο του πελοποννησιακού πολέμου. Είναι άνοιξη του 425 π.Χ. και με εντολή της Εκκλησίας του Δήμου της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ένας στόλος 40 πλοίων με ακαθόριστη αποστολή πλέει προς τα νότια της Πελοποννήσου. Ο προορισμός του στόλου είναι η Σικελία, όπου πρέπει να βοηθήσουν τη πόλη του Ρήγιου, η οποία πολιορκείται από τους Συρακούσιους και τους Λοκρίους. Υπάρχουν, όμως, άλλα δύο προβλήματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπιστούν. Πρώτον, η Κέρκυρα, η οποία έχει συνάψει συμμαχία με τους Αθηναίους, πολιορκείται από τον στόλο των Πελοποννήσιων και ταυτόχρονα οι εξόριστοι ολιγαρχικοί σχεδιάζουν την επαναφορά τους στο νησί με τη βοήθεια των συμμάχων τους. Δεύτερον, η Αθήνα πρέπει να συνεχίσει τις επιδρομές στις ακτές τις Πελοποννήσου. Οι στρατηγοί της αποστολής (Δημοσθένης, Σοφοκλής και Ευρυμέδων) έχουν την ελευθερία να κρίνουν τη σειρά πραγμάτωσης των στόχων αυτών και αν θα χρειαστεί να διαιρέσουν τις δυνάμεις τους.
Ο Δημοσθένης προτείνει στους υπόλοιπους στρατηγούς να στρατοπεδεύσουν πρώτα στην Πύλο και αφού την οχυρώσουν να την χρησιμοποιούν ως ορμητήριο για τη συνέχεια των αποστολών τους. Οι δεύτεροι αν και ήταν αρνητικοί προς την πρόταση αυτή, υποχρεώθηκαν να σταθμεύσουν εκεί λόγω κακοκαιρίας και να προετοιμάσουν τα αμυντικά έργα προτού συνεχίσουν. Η Πύλος είχε το πλεονέκτημα να είναι αρκετά κοντά στη Σπάρτη ώστε να αποτελεί απειλή αλλά ταυτόχρονα και αρκετά μακριά ώστε να προλάβουν την διεκπεραίωση των απαραιτήτων αμυντικών ενεργειών προτού φτάσουν τα εχθρικά στρατεύματα. Επίσης, ήταν ένα καλά προστατευμένο λιμάνι αλλά βρισκόταν και κοντά στους υπόδουλους είλωτες για τους οποίους πίστευε ο Δημοσθένης πως θα συνεργάζονταν μαζί τους εναντίων των Σπαρτιατών.
Εκείνη την περίοδο οι Σπαρτιάτες ήταν απασχολημένη με κάποια εορτή και δεν θεώρησαν την αποβίβαση των Αθηναίων ως απειλή, επιτρέποντας τους να ολοκληρώσουν τις οχυρώσεις τους σε μόλις 6 ημέρες. Ο Δημοσθένης δεν κατάφερε να πείσει τους συστράτηγούς του να παραμείνουν στην Πύλο και έτσι αυτοί έπλευσαν προς την Κέρκυρα, αφήνοντας πίσω μόνο τον Δημοσθένη με 5 πλοία. Καθώς όμως ο καιρός της παραμονής των Αθηναίων διήρκησε ασυνήθιστα πολύ, ο βασιλιάς της Σπάρτης Άγις Β’ διέκοψε πρόωρα την ετήσια επιδρομή στην Αττική προκειμένου να επιστρέψει και να απομακρύνει τους εισβολείς. Αρχικά, στάλθηκε ένα σώμα περίοικων και οπλιτών, ενώ αυτοί που θα επέστρεφαν από την Αττική θα αναχωρούσαν αργότερα. Το ίδιο έκανε και ο ναύαρχος Θρασυμελίδας ο οποίος απέσπασε ένα μέρος του στόλου του από τη Κέρκυρα και κατευθύνθηκε προς την Πύλο. Μαθαίνοντας όλα αυτά ο Δημοσθένης, έστειλε αμέσως δύο πλοία ως αγγελιοφόρους προκειμένου να ειδοποιήσουν τους εν πλω συστράτηγους για τις εξελίξεις.
Στόχος των Σπαρτιατών είναι η εκδίωξη των εισβολών προτού προλάβει να φτάσει ο στόλος των Αθηναίων. Εάν πάλι αυτό αποτύγχανε, θα εμπόδιζαν την είσοδό τους στην Πύλο με τον στόλο τους και τα στρατεύματα που εγκατέστησαν στο νησί της Σφακτηρίας, το οποίο είχε ιδιαίτερη στρατηγική σημασία για τον έλεγχο των κινήσεων της περιοχής. Ο Δημοσθένης από τη πλευρά του, έχοντας μόνο 700 άτομα περίπου, εκ των οποίων οι 600 ήταν ελαφρά οπλισμένοι από τα πληρώματα των πλοίων, κατάφερε να αμυνθεί στις επιθέσεις των Σπαρτιατών για δύο ημέρες. Την τρίτη μέρα καταφτάνει ο Αθηναϊκός στόλος και στη ναυμαχία που δόθηκε κατάφεραν να υπερισχύσουν και εν τέλει να αποκλείσουν τη φρουρά των Λακεδαιμονίων στη Σφακτηρία. Τα 420 άτομα της φρουράς αυτής υπό την ηγεσία του Επιτάδα, εκ των οποίων οι 180 ήταν Σπαρτιάτες όμοιοι, αποτελούσαν το 1/10 της συνολικής στρατιωτικής δύναμης της Σπάρτης. Η απώλεια τους θα είχε ολέθριες συνέπειες για την πόλη. Ως αποτέλεσμα, αναγκάστηκαν να ζητήσουν από τους Αθηναίους ανακωχή, παραδίδοντας τα πλοία τους και στέλνοντας στην Αθήνα πρέσβεις για πρόταση ειρήνης. Στο μεσοδιάστημα, η Αθηναϊκή πλευρά δεν θα έπρεπε να επιτεθεί στη Σφακτηρία και θα επέτρεπαν τον ανεφοδιασμό των αποκλεισμένων.
Οι όροι που πρότειναν οι Σπαρτιάτες ήταν να κρατήσουν και οι δύο πλευρές τα εδάφη που ήδη κατέχουν, με εξαίρεση την Πύλο, και την επιστροφή των οπλιτών της Σφακτηρίας στη Σπάρτη. Αν και η ολιγαρχική μερίδα της πόλης ήταν θετική, η δημοκρατική ήταν αντίθετη διότι γνώριζαν πως πλέον είχαν πλεονέκτημα έναντι των Λακεδαιμονίων και ότι με μία τέτοιου είδους συνθήκη η Σπάρτη θα μπορούσε να αρχίσει ξανά τον πόλεμο οποιαδήποτε στιγμή έκρινε πως αδικούταν. Οι δημοκρατικοί και ιδιαίτερα ο Κλέων αντιπρότειναν μία άλλη εδαφική κατανομή, λιγότερη συμφέρουσα για τους Λακεδαιμόνιους. Οι Σπαρτιάτες θα έπρεπε να αποχωρήσουν από τα Μέγαρα, την Αχαΐα και την Τροιζήνα, πράγμα που αρνήθηκαν και έτσι η ανακωχή έπαψε να ισχύει. Με τη λήξη της ανακωχής, η εκκλησία του δήμου εκλέγει τον Κλέωνα ως αρχηγό μίας νέας εκστρατείας εναντίων της Σφακτηρίας. Ο ίδιος, μάλιστα, υπόσχεται πως εντός είκοσι ημερών θα έχει επιστρέψει με τους Οπλίτες της Σφακτηρίας αιχμαλώτους ή νεκρούς.
Όταν ο Κλέων έφτασε στο νησί της Σφακτηρίας, μελέτησε τις θέσεις των Σπαρτιατών και ξεκίνησε την αποβίβαση 800 οπλιτών σε δύο μέρη του νησιού. Η Σπαρτιατική δύναμη βρισκόταν κυρίως στο κέντρο, φρουρώντας τη μοναδική πηγή νερού, ενώ στο νότιο σημείο υπήρχε μια φρουρά 30 ατόμων και στο βόρειο ένα παλαιό οχυρό με μερικούς οπλίτες ακόμα. Με μια αιφνιδιαστική κίνηση από τους Αθηναίους, ξεκινά η αποβίβαση άλλων 2.000 ψιλών, 200 τοξοτών και 8.000 ελαφρά οπλισμένων από τα πληρώματα των πλοίων με στόχο την κατάληψη υψωμάτων γύρω από τις Σπαρτιατικές θέσεις. Οι αψιμαχίες δεν άργησαν να ξεκινήσουν, με τους Αθηναίους να βάλλουν έναντι των σπαρτιατών οπλιτών φθείροντας έτσι τις δυνάμεις τους και αναγκάζοντας τους σε υποχώρηση στο βόρειο τμήμα του νησιού. Τότε οι Μεσσήνιοι σύμμαχοι ζήτησαν μερικούς από τους ψιλούς των Αθηναίων προκειμένου να περικυκλώσουν τους σπαρτιάτες. Πράγματι, μέσω ενός δύσβατου παράκτιου μονοπατιού, οι Μεσσήνιοι βρέθηκαν στα νώτα τον σπαρτιατών, ενώ παράλληλα το υπόλοιπο τμήμα του στρατού παρέλαυνε από την αντίθετη πλευρά, περικυκλώνοντας έτσι τους ήδη εξαντλημένους και τραυματισμένους οπλίτες. Τότε ένας κήρυκας τους πλησίασε ζητώντας την παράδοση τους, πράγμα που μετά από άδεια της Σπάρτης, δέχτηκαν.
Οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στην Αθήνα και ο Κλέων κατάφερε να κρατήσει την υπόσχεσή του. Ο Δημοσθένης παρέμεινε στην Πύλο και συνέχιζε να πλήττει τους εχθρούς του. Το γόητρο της Σπάρτης κατέρρευσε εν μία νυκτί. Όχι μόνο έχασαν τη μάχη, αλλά παραδόθηκαν κιόλας στον εχθρό καταρρίπτοντας τον μύθο που υπήρχε πως οι Σπαρτιάτες πολεμάνε μέχρι νίκης ή θανάτου. Από την άλλη, η Αθήνα κατάφερε να ενισχύσει ακόμα περισσότερο την εξουσία της ανάμεσα στους συμμάχους της και να έχει στα χέρια της ένα ισχυρότατο διπλωματικό χαρτί: 292 αιχμαλώτους που βρίσκονταν στο έλεος τους, δίνοντας στους Αθηναίους το πλεονέκτημα σε όλα τα μέτωπα. Η Σπάρτη θα προτείνει μία σειρά συνθηκών ειρήνης οι οποίες θα αποτύχουν και όταν τελικά μετά κάποια γεγονότα στα μέτωπα της Μακεδονίας και της Βοιωτίας θα οδηγηθούνε στην Νίκειος Ειρήνη του 421 π.Χ., οι αιχμάλωτοι της Πύλου θα αποτελέσουν στοιχειώδη διαπραγματευτικό όρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Θουκυδίδης, Άπαντα (μτφρ. Αναστάσιος Γεωργοπαπαδάκος) (1992), Αθήνα: Εκδόσεις Κάκτος