Της Πετρούλας Λεοναρδοπούλου,
Με αφορμή την ψήφιση τον περασμένο Μάρτιο του Ν. 5094/2024 από τη Βουλή με τον τίτλο «Για την ενίσχυση του Δημοσίου Πανεπιστημίου-Πλαίσιο λειτουργίας μη κερδοσκοπικών παραρτημάτων ξένων Πανεπιστημίων», δράττομαι της ευκαιρίας να αναφερθώ στο κυριότερο ζήτημα που αναφύεται από τον συγκεκριμένο νόμο. Είναι άραγε η ίδρυση Ιδιωτικών Πανεπιστήμιών συνταγματικά θεμιτή; Με βάση τον νόμο, Πανεπιστήμια του εξωτερικού θα μπορούν να ιδρύουν στην Ελλάδα παραρτήματα. Πρόκειται για νομικά πρόσωπα πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Οι τίτλοι σπουδών που θα χορηγούν τα συγκεκριμένα νομικά πρόσωπα θα αναγνωρίζονται αυτόματα χωρίς να χρειάζεται αίτηση αναγνώρισης των πιστοποιητικών από τον αρμόδιο φορέα, εκείνο του Δ.Ο.Α.Τ.ΑΠ. Βέβαια, για να καταλαμβάνονται τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στο πεδίο εφαρμογής του παραπάνω νόμου πρέπει να είναι μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, δηλαδή να μην έχουν ως αυτοσκοπό το κέρδος.
Στο άρθρο 16 παράγραφος 5 εδάφιο α’ του θεμελιώδους και ανώτατου νόμου της Πολιτείας, προβλέπεται ρητά ότι «η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση». Από το εδάφιο α’ της παραγράφου 5 σε συνδυασμό με το εδάφιο β’ της παραγράφου 8 του ίδιου άρθρου, στο οποίο αναφέρεται πως η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται, προκύπτει με σαφήνεια εκ της γραμματικής διατύπωσης ότι η Ανώτατη Εκπαίδευση, όχι μόνο συνιστά δημόσια υπηρεσία, αλλά και αποκλείεται η ανάθεσή της είτε ολική είτε μερική σε ιδιωτικούς φορείς. Η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων κλήθηκε να πάρει θέση σχετικά με το ζήτημα των Ιδιωτικών Πανεπιστημίων ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 και έκτοτε ερμηνεύει τις παραπάνω διατάξεις με αυστηρότητα. Αναλυτικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η λειτουργία από αστική εταιρία εντός της ελληνικής επικρατείας (Κολλέγιο Αθηνών) πανεπιστημιακών προγραμμάτων σε συνεργασία με παράρτημα ευρωπαϊκού πανεπιστημίου (Πανεπιστήμιο Σορβόννης) αντίκειται ευθέως στους κανόνες του ίδιου του Συντάγματος (Επιτροπή Αναστολών ΣτΕ 31/1988).
Η πρώτη απόφαση του ανώτατου διοικητικού δικαστηρίου σχετικά με την αναγνώριση διπλωμάτων από το εξωτερικό ήταν η ΣτΕ 2274/1990 της Ολομέλειας. Με την απόφασή του το Συμβούλιο της Επικρατείας τάχθηκε υπέρ της αρμόδιας διοικητικής αρχής για την αναγνώριση των διπλωμάτων της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, η οποία αρνήθηκε να κάνει δεκτό μεταπτυχιακό τίτλο πανεπιστημίου της Αμερικής, καθώς η αιτούσα έλαβε το βασικό πτυχίο της από ιδιωτικό κολλέγιο της Αθήνας. Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι απαγορεύεται η αναγνώριση μεταπτυχιακού διπλώματος από αλλοδαπό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, εφόσον προϋποθέτει πτυχίο ιδιωτικής σχολής που λειτουργεί στην Ελλάδα για κύκλο σπουδών ανώτατης εκπαίδευσης.
Γενικότερα, με βάση το άρθρο 16, τίτλοι σπουδών που έχουν αποκτηθεί από ιδιωτικές σχολές στην Ελλάδα είναι αδύνατο να θεωρούνται και να αναγνωρίζονται ως ισότιμοι με τίτλους σπουδών που λαμβάνονται από συνεστημένα με νόμιμο τρόπο Α.Ε.Ι. Μια τέτοια αναγνώριση θα ισοδυναμούσε με ευθεία καταστρατήγηση του Συντάγματος και αναγνώριση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Επιπλέον, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με τις αποφάσεις ΣτΕ 1412/2011 και ΣτΕ 3457/1998 έκρινε ότι δεν είναι επιτρεπτή η αναγνώριση ως χρόνου διανυθέντος σε ομοταγές προς ημεδαπό ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα του χρόνου σπουδών που διανύθηκε σε παράρτημα ή τμήμα αλλοδαπού Α.Ε.Ι., το οποίο λειτουργεί στην Ελλάδα με τη μορφή ιδιωτικού φροντιστηρίου ή κέντρου ελεύθερων σπουδών.
Επιπλέον, στην παράγραφο 6 του άρθρου 16 του Συντάγματος αναφέρεται με σαφήνεια ότι «οι καθηγητές των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων είναι δημόσιοι λειτουργοί». Το υπόλοιπο διδακτικό προσωπικό τους επιτελεί επίσης δημόσιο λειτούργημα. Εάν η συγκεκριμένη παράγραφος συνδυαστεί με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου, που μνημονεύθηκε παραπάνω, προκύπτει κατά τη γραμματική ερμηνεία του ότι απαγορεύεται κάθε ονομασίας, είδους και μορφής πανεπιστημίου που δεν αποτελεί πλήρες αυτοδιοικούμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου μετέχουν στην άσκηση της δημόσιας εξουσίας. Απαγορεύεται η ύπαρξη οποιασδήποτε άλλης μορφής οργάνωσης και σύστασης των πανεπιστημίων, εκτός από εκείνη που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει.
Η ανώτατη εκπαίδευση δεν μπορεί να αποτελεί αντικείμενο συναλλαγών είτε δημοσίων είτε ιδιωτικών. Δεν είναι αποδεκτή η ύπαρξη πανεπιστημίων όπου παρέχονται εκπαιδευτικές υπηρεσίες έναντι αμοιβής σε αντισυμβαλλόμενα μέρη που κατά αυτόν τον τρόπο θα αποκτούν την ιδιότητα του «πελάτη». Το Σύνταγμα αποκλείει την εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης. Ταυτόχρονα, το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό του Πανεπιστημίου ασκεί δημόσιο λειτούργημα, καθώς μόνο κατά αυτόν τον τρόπο θωρακίζεται και προάγεται η ακαδημαϊκή ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 16 παράγραφος 1. Δεν είναι δυνατή η σύσταση Πανεπιστημίων όπου δε θα υπάρχει η ελευθερία επιλογής του περιεχομένου της διδασκαλίας, έρευνας και ανταλλαγής απόψεων. Αποκλείεται εκ του Συντάγματος η ίδρυση Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, όπου οι ιδιοκτήτες επιχειρηματίες θα υποδεικνύουν στους διδάσκοντες τις μεθόδους διδασκαλίας, τους τρόπους έρευνας και συγκεκριμένες ιδεολογίες που θα εξυπηρετούν τα εκάστοτε συμφέροντα. Τα πανεπιστήμια αποτελούν χώρους ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και δεν είναι νοητή η οποιαδήποτε ψευδοερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 16.
Βέβαια, αξίζει να σημειωθεί πως οι παραπάνω συνταγματικές απαγορεύσεις και η εφαρμογή τους θέτουν προβλήματα εναρμόνισης προς το ενωσιακό δίκαιο. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι το άρθρο 43 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ένωσης απαγορεύει την πρακτική εκείνη σύμφωνα με την οποία πανεπιστημιακά διπλώματα που δίνονται από πανεπιστήμιο κράτους μέλους της Ε.Ε. δεν μπορούν να αναγνωριστούν σε άλλο κράτος-μέλος εάν τα προπαρασκευαστικά μαθήματα για τα διπλώματα έχουν δοθεί στο τελευταίο κράτος-μέλος από εκπαιδευτικό ίδρυμα κατόπιν συμφωνίας μεταξύ του ιδρύματος αυτού και του αλλοδαπού πανεπιστημίου. Όμως, έχει καθιερωθεί ο «κανόνας» ενός γενικού συστήματος αναγνώρισης των διπλωμάτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που πιστοποιούν επαγγελματική εκπαίδευση ελάχιστης διάρκειας τριών ετών, ο οποίος δεν αφορά την αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών, αλλά μόνο τα επαγγελματικά προσόντα που δίνουν πρόσβαση σε κατοχυρωμένα νομοθετικά επαγγέλματα. Ο κανόνας αυτός προκύπτει από την οδηγία 89/48 και έγινε δεκτός από το ΔΕΚ (Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Κώστας Χρυσόγονος – Σπύρος Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 4η έκδοση, 2017.
- Η συνταγματική απαγόρευση ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων υπό το πρίσμα του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Μιχάλης Ιωαννίδης, Μελέτη δημοσιευμένη στο περιοδικό «Το Σύνταγμα», ΤΕΥΧΟΣ 4/2009.
- Ψευδοερμηνευτική κατάργηση του άρθρου 16 , www.constitutionalism.gr. Διαθέσιμο εδώ.