Του Ανδρέα Πετρόπουλου,
Το Μπέρμιγχαμ είναι η μεγαλύτερη βιομηχανική περιοχή της Αγγλίας και, δυστυχώς, μία από τις πιο βίαιες πόλεις της Ευρώπης. Σε αυτό το περιβάλλον, οι σχολικοί φίλοι K.K. Downing και Ian “Skull” Hill, αφού έπαιζαν μαζί για αρκετό καιρό, αποφάσισαν να δημιουργήσουν μια μπάντα, καθοδηγούμενοι από την αγάπη τους για το βρετανικό μπλουζ και τον Jimi Hendrix.
Αρχικά, έπαιζαν με τον ντράμερ John Ellis, κάνοντας πρόβες σε αρχικές συνθέσεις και διασκευές σε νεανικά κέντρα του Μπέρμιγχαμ. Μια μέρα, ενώ έπαιζαν έξω από τον χώρο των προβών τους, τους άκουσε ο γνωστός τοπικός τραγουδιστής Al Atkins. Εντυπωσιασμένος από την ενέργειά τους, αποφάσισε αμέσως να ενταχθεί στο, μέχρι τότε, ανώνυμο σχήμα, φέρνοντας μαζί του το όνομα της προηγούμενης μπάντας του, Judas Priest.
Ο Atkins είχε συναντήσει παλαιότερα τον νεαρό Downing, όταν έψαχνε για μέλη για τις μπάντες του, αλλά τον είχε απορρίψει λόγω της απειρίας του. Με αυτή τη σύνθεση, η μπάντα έδωσε την πρώτη της συναυλία στο St. John’s Hall του Essington στις 6 Μαρτίου 1971. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, ο Alan ‘Skip’ Moore ανέλαβε τη θέση του ντράμερ, αλλά αντικαταστάθηκε στο τέλος του έτους από τον Chris “Congo” Campbell.
Με αυτή τη σύνθεση, η μπάντα έκανε πολλές ζωντανές εμφανίσεις στην περιοχή τους και τις γύρω περιοχές, ενώ μέχρι το φθινόπωρο του 1972 είχαν παίξει και στο Μάντσεστερ και το Λονδίνο. Στο τέλος του 1972, ο Al Atkins, απογοητευμένος από την οικονομική του κατάσταση και βλέποντας ότι δεν μπορούσε να ζήσει όπως ήθελε με την μπάντα, αποφάσισε να την αφήσει και να βρει κανονική δουλειά.
Αυτό ήταν μεγάλο πλήγμα για την μπάντα και οι Downing και Hill σκέφτονταν σοβαρά να τη διαλύσουν. Ο Ian Hill εκείνη την περίοδο είχε σχέση με την Sue Halford, η οποία είχε έναν αδερφό, τον Rob Halford, που φημολογούνταν ότι ήταν πολύ ικανός τραγουδιστής, θυμίζοντας τον Robert Plant των Led Zeppelin αλλά με δική του μοναδική προσωπικότητα. Μετά από μια πρόβα μαζί του, οι Judas Priest τον ενσωμάτωσαν στην μπάντα, προσλαμβάνοντας επίσης και τον ντράμερ John Hinch. Το 1973 κύλησε με πολλές πρόβες και ζωντανές εμφανίσεις, όπου έπαιζαν τόσο δικό τους υλικό όσο και διασκευές, δημιουργώντας σταδιακά έναν πιο βαρύ ήχο.
Το 1974, οι Judas Priest συνέχισαν να παίζουν ζωντανά όσο πιο συχνά μπορούσαν, πραγματοποιώντας εμφανίσεις στην Ολλανδία, τη Γερμανία και τη Νορβηγία. Σε μία από αυτές τις εμφανίσεις, τους πρόσεξαν οι άνθρωποι της μικρής ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας Gull και τους πρότειναν συνεργασία. Στις 6 Απριλίου 1974, οι Judas Priest υπέγραψαν συμβόλαιο με την Gull και, ύστερα από την παρότρυνση της εταιρείας, προσέλαβαν τον Glenn Tipton ως δεύτερο κιθαρίστα. Με τη νέα τους πενταμελή σύνθεση, οι Priest ηχογράφησαν το ντεμπούτο άλμπουμ τους “Rocka Rolla” μέσα σε τρεις εβδομάδες, με παραγωγό τον Roger Bain. Η κυκλοφορία του άλμπουμ δεν είχε μεγάλη απήχηση, και οι ίδιοι οι Priest εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για την παραγωγή του. Παρ’όλα αυτά, συνέχισαν να δίνουν ζωντανές εμφανίσεις μέχρι το τέλος του έτους.
Το 1975, οι Priest περιόδευαν με ένα μικρό βαν, για να προωθήσουν τη δουλειά τους, ενώ η οικονομική τους κατάσταση ήταν τόσο δύσκολη που το πιο ακριβό φαγητό που μπορούσαν να αγοράσουν ήταν κονσέρβες φασόλια με ψωμί. Παρά τις δυσκολίες, έδωσαν πολλές συναυλίες και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς εμφανίστηκαν στο φεστιβάλ του Reading, όπου εντυπωσίασαν με την ενέργειά τους. Στη συνέχεια, άρχισαν να δουλεύουν στις συνθέσεις του επόμενου άλμπουμ τους. Ο ντράμερ John Hinch αποχώρησε και αντικαταστάθηκε από τον παλιό τους γνώριμο Alan Moore.
Στους πρώτους μήνες του 1976, οι Judas Priest πέρασαν πολύ χρόνο στο στούντιο και τον Μάρτιο κυκλοφόρησαν το “Sad Wings Of Destiny”, ένα άλμπουμ καθαρού heavy metal που τους παρουσίασε πιο δυνατούς και ενεργητικούς, με τον Rob Halford να ξεχωρίζει για την ερμηνεία του. Ωστόσο, η εταιρεία τους δεν είχε τα μέσα να τους στείλει σε περιοδεία, οπότε τα μέλη της μπάντας εργάζονταν σε πρωινές δουλειές, για να μαζέψουν τα απαραίτητα χρήματα για την περιοδεία. Στο τέλος της χρονιάς, η σκληρή δουλειά τους απέδωσε καρπούς, καθώς υπέγραψαν συμβόλαιο με την CBS/Columbia. Παρ’όλα αυτά, αντιμετώπισαν διάφορα προβλήματα με την Gull, η οποία προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κρατούσε τα δικαιώματα στις πρώτες τους δισκογραφικές δουλειές.
Το 1977, οι Judas Priest μπήκαν στο Ramport Studio στο Λονδίνο με μεγάλο προϋπολογισμό για την εποχή και με παραγωγό τον Roger Glover, μπασίστα των Deep Purple. Εκεί ηχογράφησαν το άλμπουμ “Sin After Sin”, το οποίο κυκλοφόρησε τον Απρίλιο. Ο δίσκος ηχογραφήθηκε με τον session drummer Simon Philips και έλαβε θετικές κριτικές, φτάνοντας στην 23η θέση των βρετανικών charts σε μια εποχή που το punk κυριαρχούσε, ενώ είχε επιτυχία και στην Αμερική.
Το 1978 ήταν η πιο δημιουργική χρονιά για τους Priest. Με νέο ντράμερ τον Les Binks, κυκλοφόρησαν τον Φεβρουάριο το “Stained Class”, ένα κλασικό άλμπουμ με εξαιρετικούς στίχους και τραγούδια, που είχε πιο βαρύ και σκοτεινό ύφος. Η περιοδεία τους περιλάμβανε συναυλίες στην Αμερική και την Ιαπωνία, ενώ οι Judas Priest υιοθέτησαν το χαρακτηριστικό στυλ με τα δερμάτινα ρούχα, που θα γινόταν σήμα κατατεθέν του metal. Τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, κυκλοφόρησαν το “Killing Machine”, ένα άλμπουμ με πιο groovy και χαρούμενο ύφος.
Το 1979, το “Killing Machine” κυκλοφόρησε στην Αμερική με τον τίτλο “Hell Bent For Leather” και περιλάμβανε το bonus κομμάτι “The Green Manalishi (With The Two Pronged Crown)”, διασκευή των Fleetwood Mac. Οι ζωντανές εμφανίσεις της περιοδείας τους μιξαρίστηκαν στο στούντιο του Ringo Starr και κυκλοφόρησαν ως live album με τίτλο “Unleashed In The East”. Τα φωνητικά του Halford και η κιθαριστική δουλειά των Tipton και Downing τους καθιέρωσαν ως underground φαινόμενο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αφιέρωμα στους Judas Priest, rocking.gr, διαθέσιμο εδώ.