8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο κατ’ εξακολούθηση έγκλημα: Παρέκκλιση από το σύστημα της συνολικής ποινής

Το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα: Παρέκκλιση από το σύστημα της συνολικής ποινής


Του Γιώργου Ποτουρίδη,

Ο νομοθέτης, εισάγοντας εξαίρεση από τον κανόνα της συνολικής ποινής στο φαινόμενο της συρροής εγκλημάτων κατά το άρθρο 94 ΠΚ, υιοθετεί υπό προϋποθέσεις το σύστημα της ενιαίας ποινής, καθιερώνοντας το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα στο άρθρο 98 ΠΚ. Κατά το προαναφερθέν σύστημα, τα συρρέοντα εγκλήματα αντιμετωπίζονται ως ένα ενιαίο και τιμωρούνται με μία ποινή.

Σύμφωνα με ένα γενικώς παραδεδεγμένο ορισμό από νομολογία και θεωρία, κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι εκείνο που τελείται σε αληθινή και πραγματική ομοειδή (επί των προσωπικών εγκλημάτων) συρροή από το ίδιο πρόσωπο με ενότητα δόλου σε βάρος του ίδιου θύματος όταν το έγκλημα αφορά προσωποπαγή έννομα αγαθά. Ιστορικά ο θεσμός γεννάται τον μεσαίωνα στην Ιταλία για να αμβλύνει την αυστηρότητα του αθροιστικού συστήματος. Ωστόσο, επιβιώνει και με την εμφάνιση του συστήματος της συνολικής ποινής για λόγους επιείκειας.

Αμφισβητείται σθεναρά η δικαιολογητική του βάση, αν δηλαδή επελέγη αμιγώς για λόγους επιεικείας ή στοχεύοντας στην επιβάρυνση του δράστη. Στο ελληνικό ποινικό σύστημα εξυπηρετούνται αμφότεροι οι σκοποί, καθώς η παρ.1 του 98 ΠΚ πρόδηλα τίθεται υπέρ της επιείκειας, ενώ η παρ. 2 ακριβώς για λόγους επιβάρυνσης. Το άρθρο 98ΠΚ αφορά αποκλειστικά την περίπτωση της αληθινής και πραγματικής (και ομοειδούς επί προσωπικών εννόμων αγαθών) συρροής με ουσιώδεις διαφοροποιήσεις στις επιμέρους δύο παραγράφους του ως προς τις έννομες συνέπειες. Για τον λόγο αυτό, ορθότερο συστηματικά είναι να αναλυθεί αυτοτελώς η πρώτη και η δεύτερη παράγραφος της διάταξης.

Σύμφωνα με την παρ. 1 του 98 ΠΚ, «αν περισσότερες από μία πράξεις του ίδιου προσώπου συνιστούν εξακολούθηση του ίδιου εγκλήματος, το δικαστήριο μπορεί, αντί να εφαρμόσει τις διατάξεις των άρθρων 94 παρ.1, 96 παρ.1 και 96 Α παρ.1, να επιβάλλει μία και μόνο ποινή, για την επιμέτρηση της οποίας λαμβάνει υπόψη το όλο περιεχόμενο των μερικότερων πράξεων». Όπως συνάγεται από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης, η εφαρμογή της παρ. 1 του 98 ΠΚ είναι κατ’ αρχήν δυνητική. Εναπόκειται με άλλα λόγια στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου η προσφυγή στη ρύθμιση του 98 παρ. 1 ΠΚ ή στον κανόνα της συνολικής ποινής κατά το 94 παρ. 1 ΠΚ, αφού πρόκειται πάντα για αληθινή και πραγματική συρροή. Μάλιστα, κατά πάγια νομολογία του Αρείου Πάγου, η εν λόγω δυνατότητα του δικαστηρίου της ουσίας εντάσσεται στη λειτουργία της επιμέτρησης της ποινής και θεωρείται ανέλεγκτη αναιρετικά. Τονίζεται ρητά ότι η αυτοτέλεια των επιμέρους πράξεων παραμένει αναλλοίωτη με όλες τις συνέπειες του ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου (παραγραφή, έγκληση…).

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιωματα χρήσης: dimitrisvetsikas1969

Τα στοιχεία που συγκροτούν το κατ’ εξακολούθηση έγκλημα είναι τα εξής:

Α. Η επανάληψη του ίδιου εγκλήματος από το ίδιο πρόσωπο. Θα πρέπει δηλαδή οι επιμέρους πράξεις να συνιστούν αναπαραγωγή του ίδιου εγκληματικού τύπου, όπως αυτός περιγράφεται στις νομοτυπικές μορφές των εγκλημάτων. Τονίζεται ότι δεν ενδιαφέρει η μορφή τέλεσης του εγκλήματος (αν δηλαδή τη μία φορά πραγματώνεται με φυσική αυτουργία και τις επόμενες με συμμετοχική δράση), ούτε το εξελικτικό στάδιο κάθε πράξης (αν η πρώτη πράξη παραμένει στην απόπειρα και οι επόμενες σε ολοκληρωμένη μορφή). Ακόμα, αδιάφορο παρουσιάζεται το γεγονός της πραγμάτωσης του αδικήματος σε όλες του τις παραλλαγές (βασικό, διακεκριμένο, προνομιούχο). Αρκεί να είναι ο ίδιος εγκληματικός τύπος.

Β. Ειδικά στα προσωπικά έννομα αγαθά απαιτείται να θίγεται και ο ίδιος φορέας με την κάθε επιμέρους πράξη, με αυτονόητη την προϋπόθεση της ειρήνευσης του εννόμου αγαθού, καθώς διαφορετικά θα πρόκειται για φαινομενική συρροή και κατά συνέπεια για ένα φύσει έγκλημα. Έτσι, αν ο Α συστηματικά γρονθοκοπεί τη γυναίκα του, τότε τυγχάνει εφαρμογής το 98 παρ. 1 ΠΚ , ενώ, αν βιάζει σε εβδομαδιαία βάση όποια κοπέλα συναντά, τότε αντιμετωπίζεται αμιγώς με το σύστημα της συνολικής ποινής επί αληθούς και πραγματικής συρροής κατά το 94 παρ. 1ΠΚ. Αντιθέτως, στα περιουσιακά εγκλήματα υπερέχει ο περιουσιακός χαρακτήρας με αποτέλεσμα να μην είναι κρίσιμος ο φορέας των προσβαλλόμενων αγαθών. Αν, λοιπόν,  ο Α κλέβει πορτοφόλια διαφορετικών ανθρώπων, τελεί κατ’ εξακολούθηση κλοπή.

Γ. Απαιτείται επίσης η ύπαρξη ενότητας δόλου. Πρέπει να υπάρχει ενιαίος δόλος επανάληψης της ίδιας εγκληματικής πράξης εξ αρχής. Αν, αντίθετα, οι επιμέρους αξιόποινες συμπεριφορές τελούνται ευκαιριακά, δεν εφαρμόζεται το σύστημα της ενιαίας ποινής. Το Ανώτατο Ακυρωτικό δέχεται παγίως ότι η χρονική απόσταση των μερικότερων πράξεων μπορεί να είναι και σχετικά μεγάλη, αλλά όχι τόσο πολύ που να αποδομείται η έννοια της ενότητας δόλου (ΑΠ 756/2022).

Σύμφωνα με την παρ. 2 του 98 ΠΚ, «η αξία του αντικειμένου της πράξης και η περιουσιακή βλάβη ή το περιουσιακό όφελος που προκύπτουν από την κατ’ εξακολούθηση τέλεση του εγκλήματος λαμβάνονται συνολικά υπόψη αν ο δράστης απέβλεπε με τις μερικότερες πράξεις του στο αποτέλεσμα αυτό. Στις περιπτώσεις αυτές ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης προσδιορίζεται με βάση τη συνολική αξία του αντικειμένου και την συνολική περιουσιακή βλάβη ή το συνολικό περιουσιακό όφελος που ανάλογα με το έγκλημα επήλθε ή σκοπήθηκε». Η διάταξη αυτή, σε αντιδιαστολή με την παρ. 1, αποβλέπει στην επιβάρυνση του δράστη. Αφορά αποκλειστικά τα περιουσιακά εγκλήματα και καθιστά υποχρεωτική την εφαρμογή με την πλήρωση των προϋποθέσεών της.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: knipsling

Κρίσιμο μέγεθος για την εφαρμογή της παρ. 2 του 98 ΠΚ είναι ο υπαίτιος να απέβλεψε στη συνολική αξία του αντικειμένου της πράξης. Απαιτείται δηλαδή να υπάρχει ένα εγκληματικό σχέδιο, βάσει του οποίου να ενεργεί ο δράστης ώστε να αποκομίσει συνολικά το όφελος που επιδιώκει. Αυτό το στοιχείο είναι που δικαιολογεί την επιβάρυνση σε βάρος του τελευταίου. Αν, αντιθέτως, δε διαπιστωθεί η ύπαρξη εγκληματικού σχεδιασμού, η συνδρομή δηλαδή εξ αρχής επιδιωκόμενου οφέλους, τότε μόνο με την παρ. 1 αντιμετωπίζεται η απαξία της συμπεριφοράς. Η απλή επανάληψη, λοιπόν, δεν είναι αρκετή, αλλά πρέπει να εξυπηρετείται ένα προμελετημένο σχέδιο με επιμέρους πράξεις για τη σταδιακή επίτευξή του. Έστω ότι ο Α αντί να υπεξαιρέσει με μία πράξη 120.000 ευρώ για να μην προκαλέσει υποψίες το κάνει με δώδεκα πράξεις των 10.000 ευρώ. Θα εφαρμοσθεί η παρ. 2 του 98 ΠΚ, εφόσον απέβλεπε εξ αρχής στη συνολική αξία των 120.000 ευρώ. Αν, αντίθετα δεν είχε τέτοιο σκοπό, μόνο με την παρ. 1 μπορούσε να αντιμετωπισθεί.

Θεμελιώδες στοιχείο για την εφαρμογή της δεύτερης παραγράφου επίσης είναι η μετατροπή του ποινικού χαρακτηρισμού της πράξης. Πρόκειται για οιονεί ενιαίο έγκλημα, σαν μία ενιαία προσβολή που πραγματώνεται με μερικότερες πράξεις, γι’ αυτό και ο ποινικός χαρακτηρισμός εξαρτάται από τη συνολική αξία του αντικειμένου κατά το 98 παρ. 2 εδάφιο β’ ΠΚ. Τα επιμέρους εγκλήματα χάνουν την κυρωτική τους αυτοτέλεια, αλλά όχι και την αντίστοιχη δογματική (λόγοι άρσης αδίκου, υπαναχώρηση…). Ορθά στη θεωρία υποστηρίζεται ότι μόνο όταν οι επιμέρους πλημμεληματικές πράξεις συνολικά δημιουργούν κακούργημα θέτουν σε εφαρμογή την παρ.2, καθώς αν το σύνολο των πράξεων παραμένει πλημμέλημα δε θα είχε νόημα η προσφυγή στη διάταξη, μιας και το ανώτατο όριο θα ήταν ίδιο (πέντε έτη), ενώ η εφαρμογή του 94 παρ. 1 ΠΚ μπορεί να οδηγήσει σε δέκα έτη. Έτσι, αν ο Α με δέκα πράξεις κλέψει από 20.000 ευρώ και συνολικά φτάσει τις 200.000 ευρώ, θα εφαρμοσθεί η παρ. 2 λόγω της μετατροπής των επιμέρους πλημμελημάτων σε κακούργημα. Αν, αντίθετα, συνολικά αποκομίσει 100.000 ευρώ, μόνο με την παρ. 1 του 98 ΠΚ ή το 94 παρ. 1 ΠΚ μπορεί να αντιμετωπισθεί.

Τέλος, ζήτημα γεννάται ως προς την παραγραφή των εγκλημάτων που υπάγονται στη ρύθμιση της παρ. 2 λόγω της μετατροπής του ποινικού τους χαρακτηρισμού (στην παρ.1 δε συναντάται παρόμοιο πρόβλημα χάριν της αρχής της αυτοτέλειας των επιμέρους πράξεων). Κατά μία άποψη, ο χρόνος έναρξης της παραγραφής θα πρέπει να τοποθετηθεί στην τελευταία πράξη. Η θέση αυτή που υποστηρίζεται και από τη νομολογία δεν μπορεί να θεωρηθεί ορθή, λόγω του ότι, χωρίς έρεισμα στο νόμο, οδηγεί σε υπέρμετρη επιβάρυνση του δράστη. Σύμφωνα με την ορθή γνώμη, ο χρόνος παραγραφής πρέπει να αρχίζει σε εκείνο το σημείο που αλλάζει ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης, όταν δηλαδή οι επιμέρους πλημμεληματικές πράξεις καταστούν κακούργημα. Έστω ότι ο Α έκλεψε συνολικά 200.000 ευρώ. Η παραγραφή αρχίζει, κατά την ορθή γνώμη, από την κλοπή με την οποία συμπληρώθηκε το ποσό των 120.000 ευρώ, οπότε και κατέστη κακούργημα το έγκλημα (374 ΠΚ).

Πηγή εικόνας : pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Daniel_B_photos

Συμπερασματικά, ο θεσμός του κατ’ εξακολούθηση εγκλήματος λειτουργεί τόσο ευνοϊκά όσο και επιβαρυντικά για τον δράστη, χωρίς να λείπουν οι έριδες των όποιων ερμηνευτικών προσεγγίσεων. Σε κάθε περίπτωση, εφαρμόζεται συχνά στην πράξη και απασχολεί την επιστημονική κοινότητα κατ’ επανάληψη.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Μ. Καϊάφα-Γκμπάντι – Ν. Μπιτζιλέκης -Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων, Εκδόσεις Νομική βιβλιοθήκη, 3η έκδοση, 2020.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Ποτουρίδης
Γιώργος Ποτουρίδης
Γεννήθηκε στους Πύργους Πτολεμαΐδας. Είναι φοιτητής της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Του αρέσει η εξειδίκευση στον τομέα του Ουσιαστικού Ποινικού Δίκαιου και της ποινικής δικονομίας. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση επιστημονικών βιβλίων, την πολιτική και τον αθλητισμό. Παρακολουθεί επιστημονικά σεμινάρια και μελετά αντίστοιχα περιοδικά σε μηνιαία βάση. Επίσης, είναι ψάλτης στην εκκλησία.