11.7 C
Athens
Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΕνός λεπτού νοσταλγία…

Ενός λεπτού νοσταλγία…


Της Βασιλικής Ησύχου,

Ο δείκτης και ο λεπτοδείκτης αρχίζουν να μετράνε αντίστροφα τα λεπτά. Τα στιγμιότυπα αρχίζουν να γίνονται μαυρόασπρα, σαν εικόνες από παλιά φωτογραφική με φιλμ. Ταξιδεύοντας πίσω το χρόνο, μεταφερόμαστε στην εποχή της παιδικής μας ηλικίας. Καιροί που η τεχνολογία δεν είχε εμποτίσει την καθημερινότητα με την «αδράνεια του έτοιμου». Αντιθέτως, επρόκειτο για τότε που για να ψυχαγωγηθούμε έπρεπε να ενεργοποιήσουμε την παραγωγικότητα και να ανακαλύψουμε κάθε πλευρά και γωνία της χαράς.

Μία φορά και έναν καιρό, λοιπόν, που ζούσαμε την πραγματικότητα μέσα από το παραμύθι: διότι η ζωή είχε ροή και ‘μεις είχαμε περιεχόμενο με νόημα για να εξιστορήσουμε…

Ας κάνουμε ένα διάλειμμα από το σήμερα και ας αφιερώσουμε ενός λεπτού νοσταλγία, διαβάζοντας μερικά παλιά, χαρακτηριστικά, ελληνικά παραμύθια και ας αναβιώσουμε αισθήματα σκονισμένα και ξεχασμένα στο χρόνο…

Είναι Κυριακή βράδυ και εμείς «Δημοτικάκια» δεν μπορούμε να κοιμηθούμε από την υπερένταση του σαββατοκύριακου, αλλά ούτε θέλουμε να ξημερώσει η Δευτέρα για να πάμε ακόμα μια φορά στο σχολείο. Τότε, η μαμά μας αγανακτισμένη, φωνάζει τις «μεγάλες δυνάμεις»: τη γιαγιά, την παραμυθού. Κάθεται δίπλα μας στο κρεβάτι, με υπομονή, στοργή και με φωνή που απαλύνει κάθε εσώψυχη τρικυμία, ξεκινάει την αφήγηση:

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: Sulthan Auliya

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια γριά και δεν είχε παιδιά. Είχε λοιπόν ένα αρνάκι και το είχε σαν παιδάκι της.

Το τάιζε, το πότιζε, το έλουζε κάθε μέρα, και το έστελνε στο σχολείο να μάθει γράμματα.

Πήγαινε κάθε μέρα η γριά στο βουνό και μάζευε χορταράκι για να φάει τ’ αρνάκι της.

Σαν έφτανε έξω από το σπίτι της, έλεγε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,

χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,

να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,

και το πρωί να σηκωθείς,

να πάρεις το καλάθι σου,

να πας στο σχολείο σου!»

Της άνοιγε τ’ αρνάκι κι έμπαινε η γριά μέσα.

Έμαθε ο κυρ Νικόλας ο λύκος πως είχε η γριά ένα αρνίτσι-μπίτσι και το λιμπίστηκε να το φάει. Μια μέρα λοιπόν, όταν την είδε που βγήκε να μαζέψει χορταράκι, την παραμόνεψε ώσπου να γεμίσει το καλαθάκι της. Ύστερα την πήρε από πίσω, και όταν έφτασε η γριά στο σπιτάκι της, κρύφτηκε ο λύκος κοντά στην πόρτα. Άκουσε τη γριά που φώναζε τ’ αρνάκι της κι έμαθε τα λόγια που του έλεγε:

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: Ekaterina Shakharova

«Α, είπε μέσα του ο λύκος. Αυτά τα λόγια του λέει και της ανοίγει.»

Την άλλη μέρα παραμόνεψε ο λύκος τη γριά που έφευγε να μαζέψει χόρτα και προτού να φύγει, είπε στ’ αρνάκι της:

-Κοίταξε, αρνάκι μου, μην ανοίξεις σε καθένα παρά σε μένα μονάχα!

-Καλά, μανούλα μου, είπε τ’ αρνάκι.

«Τώρα, σκέφτηκε ο λύκος, θα του πω κι εγώ το τραγουδάκι να μ’ ανοίξει το αρνίτσι-μπίτσι.»

Σε λίγο, λοιπόν, πάει και χτυπάει την πόρτα και λέει με τη χοντρή φωνή του, κάνοντάς της όσο πιο γλυκιά-γλυκιά μπορούσε:

«Αρνίτσι-μπίτσι, ελ’ άνοιξε,

χλωρή βοσκίτσα σου ’φερα,

να φας, να πιεις, να κοιμηθείς,

και το πρωί να σηκωθείς,

να πάρεις το καλάθι σου,

να πας στο σχολειό σου!»

Στη συνέχεια, ο λύκος σκαρφίζεται και άλλον τρόπο για να πείσει το αρνάκι να του ανοίξει την πόρτα: κάνει την φωνή του πιο απαλή και γλυκιά. Ως αποτέλεσμα, το δύσμοιρο αρνάκι του ανοίγει την πόρτα και καταλήγει να γίνεται το γεύμα του.

Μέσα στο κείμενο, η ηλικιωμένη γυναίκα φαίνεται να δίνει στο μικρό της αρνάκι όλη τη φροντίδα και την αγάπη που θα έδινε σε ένα παιδί. Αυτό το αρνάκι, λοιπόν, είναι εμμέσως το δικό της παιδί. Πέρα από τη φροντίδα, τη στοργή και την αγάπη, του προσφέρει προστασία και ασφάλεια. Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν και κακόβουλοι δρώντες, που ενσαρκώνονται στο πρόσωπο του «κακού λύκου». Αυτό θα μπορούσε να είναι ένας συμβολισμός για τις μητέρες και πόσο πολύ αγαπάνε και προσπαθούν να προστατέψουν τα παιδιά τους. Ειδικότερα στο τέλος, που ο λύκος τρώει το αρνάκι, η ηλικιωμένη γυναίκα φαίνεται να τον τιμωρεί με έντονο το συναισθηματικό στοιχείο, ως εκδίκηση για αυτό που έκανε στο «παιδί» της.

Και κάπως έτσι, το παραμύθι τελείωσε και η γιαγιά με μάτια γεμάτα φως και καρδιά γεμάτη αγάπη, μας σκεπάζει, ενώ έχουμε ήδη αποκοιμηθεί… Και η νύχτα παγώνει… Και ο δείκτης με το λεπτοδείκτη βαίνουν με κανονικούς ρυθμούς ξανά στο τώρα… Και η ανάμνηση σβήνει… Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς… (ζούμε);


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Παραμύθι, paramithakia.gr, διαθέσιμο εδώ. 

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Βασιλική Ήσυχου
Βασιλική Ήσυχου
Γεννήθηκε στη Λέρο το 2003. Προπτυχιακή φοιτήτρια του Τμήματος Νοσηλευτικής, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος αιμοδοτικής ομάδας. Ασχολείται ερασιτεχνικά με το χορό και τη ζωγραφική. Μερικά πρότυπα έμπνευσης για εκείνη αποτελούν: ο Νίκος Καζαντζάκης, ο Stephen Hawking, και ο Vincent van Gogh