14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αναγωγή στην επιταγή: Προς πληρωμή και προς απόδοση των καταβληθέντων

Η αναγωγή στην επιταγή: Προς πληρωμή και προς απόδοση των καταβληθέντων


Της Αλίκης Κωστή, 

Στο αξιόγραφο της επιταγής πληρώτρια είναι πάντοτε μία τράπεζα, σύμφωνα με το αρ. 3 παρ. 1 του νόμου 5960/1933 για την επιταγή. Ο κομιστής της επιταγής σε αυτή θα εμφανίσει την επιταγή προς πληρωμή. Υπάρχει, όμως, η πιθανότητα η τράπεζα να μην πληρώσει τον κομιστή, ιδίως διότι ο λογαριασμός του εκδότη της επιταγής στην εν λόγω τράπεζα δεν έχει τα κεφάλαια που απαιτούνται για την πληρωμή της (οπότε θα πρόκειται για ακάλυπτη επιταγή, εφόσον έγινε εμπρόθεσμη εμφάνιση προς πληρωμή). Σε αυτή την περίπτωση, αποκτά ιδιαίτερη πρακτική σημασία το δικαίωμα της αναγωγής του κομιστή που δεν πληρώθηκε κατά των υπόλοιπων υπογραφέων από την επιταγή, με σκοπό την πληρωμή του ποσού της επιταγής. Το δικαίωμα αυτό ονομάζεται δικαίωμα αναγωγής προς πληρωμή και διαφοροποιείται από το δικαίωμα αναγωγής προς απόδοση των καταβληθέντων, για το οποίο θα γίνει επίσης αναφορά παρακάτω.

Το δικαίωμα αναγωγής προς πληρωμή στην επιταγή, σε αντίθεση με τη συναλλαγματική, υπάρχει μόνο σε περίπτωση μη πληρωμής από την πληρώτρια τράπεζα (κι όχι και σε περίπτωση μη αποδοχής, διότι στην επιταγή δεν νοείται αποδοχή). Υπόχρεοι είναι όλοι οι υπογραφείς της επιταγής, ήτοι ο εκδότης, τυχόν οπισθογράφοι και τριτεγγυητές (αρ. 40 του νόμου για την επιταγή). Αυτοί είναι εις ολόκληρον υπόχρεοι, δηλαδή ο κομιστής της επιταγής μπορεί να αξιώσει όλο το ποσό από όλα τα πρόσωπα (μάλιστα μπορεί να τους εναγάγει ατομικά ή ομαδικά), αλλά εν τελεί θα ικανοποιηθεί μία μόνο φορά. Χαρακτηριστικό της αναγωγής προς πληρωμή είναι ότι αυτή είναι άρρυθμη ή αλματική, δηλαδή ο κομιστής δύναται να στραφεί κατά οποιουδήποτε ευθυνόμενου προσώπου, χωρίς να τηρήσει κάποια σειρά. Μπορεί, δηλαδή, να στραφεί όχι μόνο κατά του τελευταίου οπισθογράφου και σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί, κατά των υπολοίπων, αλλά και εξαρχής, κατά προγενέστερων οπισθογράφων. Εάν δε ο κομιστής ενήγαγε ένα από τα πρόσωπα αυτά και δεν ικανοποιήθηκε, δεν εμποδίζεται αργότερα να εναγάγει άλλο ή άλλα, έστω και αν στη σειρά προηγούνται από αυτόν που ενήχθη αρχικά.

Προϋποθέσεις της αναγωγής προς πληρωμή είναι, πέραν της αυτονόητης και ήδη αναφερθείσης μη πληρωμής της επιταγής από την τράπεζα, το πρόσωπο κατά του οποίου στρέφεται η αναγωγή να μην έχει αποκλείσει ή περιορίσει την ευθύνη του. Δικαίωμα περιορισμού ή αποκλεισμού της ευθύνης πρακτικά έχει μόνο ο οπισθογράφος (βλ. αρ. 12 εδάφιο β’, κατά το οποίο ο εκδότης δεν μπορεί να αποκλείσει ή περιορίσει την ευθύνη του). Περαιτέρω (τυπική) προϋπόθεση, είναι να υπάρχει βεβαίωση της άρνησης πληρωμής της επιταγής κατά τη λήξη της, η οποία (βεβαίωση) πρέπει να γίνει εντός των 8 ημερών που ορίζονται ως προθεσμία εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή (ή της επόμενης εργάσιμης μέρας, όταν η επιταγή εμφανίστηκε την όγδοη ημέρα), δυνάμει του άρθρου 41.

Πηγή εικόνας: pexels.com / Δικαιώματα χρήσης: Karolina Grabowska

Η βεβαίωση της άρνησης πληρωμής λαμβάνει τις μορφές που ορίζει το άρθρο 40 του ν. για την επιταγή, ήτοι γίνεται με:

  • Σύνταξη διαμαρτυρικού από συμβολαιογράφο,
  • Χρονολογημένη δήλωση της πληρώτριας τράπεζας, πάνω στην επιταγή, ότι η επιταγή δεν πληρώθηκε, και με σημείωση της ημερομηνίας εμφάνισης (η λεγόμενη στην πράξη «σφράγιση» της επιταγής),
  • Χρονολογημένη δήλωση γραφείου συμψηφισμού.

Σύμφωνα με το άρθρο 43, δεν απαιτείται η ως άνω βεβαίωση όταν υπάρχει ρήτρα του εκδότη «ανέξοδος επιστροφή» ή «άνευ διαμαρτυρικού», οπότε ο κομιστής μπορεί να στραφεί κατά όλων των υπόχρεων χωρίς να χρειάζεται βεβαίωση. Αν δε τη ρήτρα αυτή την έχει θέσει κάποιος άλλος υπογραφέας, η μη αναγκαιότητα της βεβαίωσης άρνησης πληρωμής αφορά μόνο την αναγωγή που ασκείται κατά του ιδίου.

Τα ποσά που μπορούν να ζητηθούν με την αναγωγή προς πληρωμή ορίζονται στο αρ. 45 του νόμου για την επιταγή, και είναι τα εξής:

  • Το ποσό της επιταγής,
  • Ο νόμιμος τόκος επί του ποσού, ο υπολογισμός του οποίου εκκινεί από την ημέρα της εμφάνισης της επιταγής προς πληρωμή στην τράπεζα, μέχρι την ημέρα της πλήρους εξόφλησης, και
  • Τα έξοδα που απαιτήθηκαν για τη βεβαίωση ή το διαμαρτυρικό, τα έξοδα ειδοποίησης των υπογραφέων του άρ. 42, καθώς και τα υπόλοιπα έξοδα.

Τέλος, μπορεί να επέλθει έκπτωση από την αναγωγή προς πληρωμή αν ο κομιστής δεν εμφανίσει την επιταγή εμπρόθεσμα προς πληρωμή (δηλαδή εντός των 8 ημερών, σύμφωνα με το άρθρο 29), καθώς και αν, εντός της ίδιας προθεσμίας (ή πάντως εντός της επόμενης εργάσιμης μέρας, όταν η εμφάνιση έγινε την τελευταία ημέρα της προθεσμίας) δεν υπάρξει η βεβαίωση άρνησης πληρωμής.

Διαφορετική από την αναγωγή προς πληρωμή είναι η αναγωγή προς απόδοση των καταβληθέντων. Η τελευταία βρίσκει εφαρμογή στην περίπτωση που κάποιος υποχρεώθηκε να πληρώσει, και πλήρωσε, το ποσό της επιταγής, μετά από αναγωγή άλλου προσώπου (ανεξαρτήτως του αν ήταν αναγωγή προς πληρωμή ή προς απόδοση των καταβληθέντων). Υπόχρεοι σε αυτή την περίπτωση είναι ο εκδότης και τυχόν οπισθογράφοι και τριτεγγυητές, εφόσον όμως είναι προγενέστεροι στη σειρά εμφάνισης στην επιταγή αυτού που πλήρωσε. Αυτοί είναι οφειλέτες εις ολόκληρον και ο δικαιούχος μπορεί να στραφεί εναντίον τους χωρίς να χρειάζεται να τηρήσει οποιαδήποτε σειρά (δηλαδή, όπως και η αναγωγή προς πληρωμή, είναι άρρυθμη ή αλματική, αρ. 44 παρ 1). Μάλιστα, χαρακτηριστικό της αναγωγής προς απόδοση των καταβληθέντων, που διαμορφώνεται χάριν των παραπάνω, είναι ότι με αυτή επιτυγχάνεται η ανάστροφη πορεία της επιταγή, με σίγουρο τελικό υπόχρεο (και κομιστή της επιταγής, εφόσον κατέβαλε το ποσό) τον εκδότη της επιταγής.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: Gadini

Το ποσό που ζητείται με την αναγωγή προς απόδοση των καταβληθέντων ορίζεται στο άρθρο 46, και είναι:

  • Το ποσό που κατέβαλε ο δικαιούχος/πληρώσας (που αν η καταβολή του έγινε στο πλαίσιο αναγωγής προς απόδοση των καταβληθέντων που του είχε ασκήσει άλλο πρόσωπο, ήταν το ποσό της επιταγής προσαυξημένο),
  • Ο νόμιμος τόκος, ο οποίος υπολογίζεται από την πληρωμή μέχρι και την πλήρη εξόφληση του ποσού που ζητείται με την αναγωγή προς απόδοση των καταβληθέντων, και
  • Τα λοιπά έξοδα.

Σε αντίθεση με την επιταγή προς πληρωμή, δεν μπορεί να υπάρξει έκπτωση στην αναγωγή προς απόδοση των καταβληθέντων. Κοινά σημεία των δύο ειδών αναγωγής είναι, όπως αναφέρθηκε, ότι και οι δύο είναι αλματικές, και ότι τα υπόχρεα πρόσωπα ευθύνονται εις ολόκληρον. Επιπλέον, και στις δύο περιπτώσεις, ο πληρώσας έχει απαίτηση να του αποδοθεί η επιταγή με την τυχόν βεβαίωση άρνησης πληρωμής και εξοφλημένο λογαριασμό, σύμφωνα με το αρ. 47, ενώ γίνεται και κύριος του τίτλου και της ενσωματωμένης αξίωσης (αυτόματα, κατά την κρατούσα άποψη). Τέλος, προθεσμία παραγραφής και στις δύο περιπτώσεις είναι το εξάμηνο, με διαφορετική βέβαια ημερομηνία εκκίνησης (η λήξη της προθεσμίας εμφάνισης στην αναγωγή προς πληρωμή, και η ημέρα που ο δικαιούχος πλήρωσε ή ενήχθη στη αναγωγή προς απόδοση των καταβληθέντων).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Αχιλλέας Μπελιβάνης – Έφη Τζίβα, Δίκαιο εμπορικών δικαιοπραξιών, 2022, Εκδόσεις Σάκκουλα.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αλίκη Κωστή
Αλίκη Κωστή
Είμαι τεταρτοετής φοιτήτρια της Νομικής σχολής του Α.Π.Θ. με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο Δημόσιο και Αστικό Δίκαιο. Γνωρίζω αγγλικά και γαλλικά. Στον ελεύθερό μου χρόνο ασχολούμαι με την ψυχολογία και την ανάγνωση λογοτεχνίας.