Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία της Eurostat (2024) για το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (Α.Ε.Π.) εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, το 2023 το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία βρίσκονται στην κορυφή για το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π., με το Λουξεμβούργο να βρίσκεται 140% και την Ιρλανδία 112% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Υψηλές επιδόσεις σημείωσαν η Ολλανδία, η Δανία και η Αυστρία, η καθεμία με κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. άνω του 20% πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. Το Βέλγιο, η Σουηδία, η Γερμανία, η Φινλανδία, η Μάλτα και η Γαλλία ξεπέρασαν, επίσης, τον μέσο όρο της Ε.Ε. Η Ιταλία, η Κύπρος, η Σλοβενία και η Τσεχία ήταν 10% κάτω από τον μέσο όρο. Η Ισπανία, η Λιθουανία, η Πορτογαλία η Πολωνία και η Εσθονία κυμαίνονταν 10%-20% κάτω από το μέσο. Η Ρουμανία, η Ουγγαρία, η Κροατία, η Σλοβακία και η Λετονία ήταν κάτω από 20%, με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία να είναι κάτω από 30%, και συγκεκριμένα η Βουλγαρία 36% κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και η Ελλάδα 33% (Διάγραμμα 1).
Η Eurostat αναγνωρίζει ότι η σημαντική διαφορά μεταξύ του κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. του Λουξεμβούργου και της Ιρλανδίας σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ε.Ε. οφείλεται, εν μέρει, στο καθεστώς τους ως φορολογικών παραδείσων. Το Α.Ε.Π. του Λουξεμβούργου επωφελείται από τις υψηλές αποδοχές πολλών μη κατοίκων εργαζομένων, ιδίως υψηλόβαθμων στελεχών πολυεθνικών εταιρειών, οι οποίοι δεν υπολογίζονται στον πληθυσμό. Ομοίως, το Α.Ε.Π. της Ιρλανδίας περιλαμβάνει έσοδα από πολυεθνικούς κολοσσούς της πληροφορικής, αν και τα περισσότερα από τα κέρδη επιστρέφουν σε ιδιοκτήτες εκτός Ευρώπης.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην 26η θέση στην Ε.Ε., δηλαδή δεύτερη από το τέλος, με την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων να είναι πλέον πολύ κοντά σε εκείνη των Βαλκάνιων γειτόνων μας (Τζιαντζή, 2024). Η έκταση της πτώσης της αγοραστικής δύναμης είναι εξόφθαλμη όταν συγκρίνουμε τη θέση της χώρας μας στην ευρωπαϊκή κατάταξη πριν και μετά τα μνημόνια. Κοιτάζοντας τον Πίνακα 1, το 2009 το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. της Ελλάδας ήταν 14ο μεταξύ των 27 χωρών της Ε.Ε., μόλις 4,7% κάτω από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27 και υπερδιπλάσιο από εκείνο της Βουλγαρίας (Δρεττάκης, 2022). Με άλλα λόγια, η ανάλυση των διαχρονικών δεδομένων για το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. και τα επίπεδα τιμών αποκαλύπτουν ένα σημαντικό χάσμα στην Ελλάδα, ιδίως κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας. Το χάσμα αυτό επιδείνωσε τη φτωχοποίηση σημαντικού μέρους της ελληνικής κοινωνίας (Καθημερινή, 2024).
Παράλληλα, ένας/μία μισθωτός/ή στην Αθήνα χρειάζεται 11 χρόνια για να αποκτήσει ένα διαμέρισμα 60 τετραγωνικών μέτρων που χτίστηκε πριν από 20-30 χρόνια. Αυτό αναδεικνύει τη σημαντική αύξηση των τιμών των κατοικιών, ιδιαίτερα τα τελευταία δύο χρόνια, χωρίς αντίστοιχη αύξηση των εισοδημάτων των νοικοκυριών. Μόλις πριν από τρία χρόνια, χρειάζονταν 8,5 χρόνια μισθού για να αποκτήσει κάποιος/α το ίδιο ακίνητο, ευθυγραμμιζόμενο περισσότερο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (Ρουσάνογλου, 2024). Σύμφωνα με τη μελέτη της Deloitte, αναφορικά με τον Δείκτη Ακινήτων 2023, σε εθνικό επίπεδο θα χρειαστούν κατά μέσο όρο 6,6 χρόνια εργασιακών αποταμιεύσεων για την απόκτηση ενός διαμερίσματος 70 τετραγωνικών μέτρων. Η μελέτη αυτή αναλύει την αγορά κατοικιών σε 27 ευρωπαϊκές χώρες και 76 πόλεις το 2022 (Γούναρη, 2023).
Πρόσφατη έρευνα της Metron Analysis αποκαλύπτει την εκτεταμένη απαισιοδοξία του ελληνικού κοινού όσον αφορά την αγορά κατοικίας και την οικονομία (Ρουσάνογλου, 2024). Μόνο το ένα τρίτο των ερωτηθέντων κατάφερε να αποταμιεύσει χρήματα τα τελευταία δύο χρόνια, με τις νεότερες ηλικίες να αισθάνονται περισσότερο την οικονομική στενότητα. Τα δύο τρίτα πιστεύουν ότι τα πράγματα κινούνται προς τη λάθος κατεύθυνση και το 38% αισθάνεται χειρότερα από ό,τι πριν από ένα χρόνο. Οι ανησυχίες επεκτείνονται στην οικονομική κατάσταση, με το 58% να έχει αρνητικές απόψεις και το 51% να εκφράζει απαισιοδοξία για το μέλλον. Τόσο οι ιδιοκτήτες σπιτιών όσο και οι ενοικιαστές επιθυμούν μεγαλύτερα σπίτια, με την αύξηση κατά 25 τετραγωνικά μέτρα να είναι ιδανική. Οι τιμές των ενοικίων έχουν εκτοξευθεί, με το 34% των ενοικιαστών να βιώνει σημαντικές αυξήσεις και το 73% να αναμένει περαιτέρω αυξήσεις. Οκτώ στους δέκα ερωτηθέντες διαπιστώνει επιβάρυνση στο κόστος ζωής τους λόγω των αυξημένων ενοικίων και υπάρχει σημαντικό χάσμα μεταξύ του τρέχοντος και του ιδανικού μεγέθους κατοικίας, γεγονός που υποδηλώνει δυσαρέσκεια με τις συνθήκες διαβίωσης. Το 70% αναμένει αύξηση των τιμών των κατοικιών, αντανακλώντας τις προσδοκίες για αυξήσεις των ενοικίων. Παρά το γεγονός ότι η κατοικία θεωρείται καλή επένδυση από το 66%, μόνο το 10% βλέπει τον εαυτό του να αγοράζει σπίτι μέσα στα επόμενα πέντε χρόνια.
Η έρευνα του Ινστιτούτου ENA στοχεύει στη συλλογή πρωτογενών δεδομένων που αντικατοπτρίζουν τις τρέχουσες τάσεις, ρίχνοντας φως στα κυρίαρχα φαινόμενα που διαμορφώνουν τις συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα (Νews247, 2024). Τα ευρήματα αποκαλύπτουν την επικράτηση αρνητικών συναισθημάτων, με την απογοήτευση (50%) και τον θυμό (38%) να υπερτερούν της αισιοδοξίας (15%) και της ελπίδας (13%). Η ποιότητα ζωής θεωρείται υποβαθμισμένη (43%) και ασφυκτική (30%). Μια ανησυχητική τάση εξακολουθεί να υφίσταται όσον αφορά το κόστος ζωής και την επάρκεια εισοδήματος, με το 73% να δηλώνει αδυναμία αποταμίευσης, παρόμοια με την προηγούμενη χρονιά. Μεταξύ των ενοικιαστών, το 80% θεωρεί το ενοίκιο υπερβολικά υψηλό σε σχέση με το εισόδημα, γεγονός που υποδηλώνει την ανάγκη παρέμβασης. Το ενεργειακό κόστος αναδεικνύεται σε σημαντική επιβάρυνση, με το 92% να το θεωρεί ακριβό σε σχέση με το μηνιαίο εισόδημα. Επιπλέον, το 75% θεωρεί ότι οι κυβερνητικές πολιτικές, όπως τα χρωματιστά τιμολόγια, δεν επαρκούν για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης. Το 64% αναμένει μελλοντικές αυξήσεις του ενεργειακού κόστους λόγω της ενεργειακής μετάβασης. Τέλος, σχεδόν οι μισοί (48%) δεν κατάφεραν να πάνε διακοπές το καλοκαίρι του 2023.
Κλείνοντας, τα στοιχεία και οι αναλύσεις που παρουσιάστηκαν αποτυπώνουν γλαφυρά τη σκληρή πραγματικότητα του κόστους ζωής στην Ελλάδα. Είναι προφανές ότι μόνο μέσω της συλλογικής δράσης και της επιδίωξης μιας πιο δίκαιης κοινωνικοοικονομικής ανακατανομής των πόρων μπορούν οι εργαζόμενοι/ες στην Ελλάδα να αποβλέπουν ότι θα ξεπεράσουν τις προκλήσεις που θέτει το καταπιεστικό κόστος διαβίωσης και να ανοίξουν το δρόμο για ένα μέλλον που θα χαρακτηρίζεται από αξιοπρέπεια και ευημερία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ακίνητα: Πάνω από 12 χρόνια δουλειάς για την αγορά σπιτιού 70 τ.μ. στην Αθήνα., Τα Νέα, διαθέσιμο εδώ
- Μόλις 17% υψηλότερο της Βουλγαρίας το κατά κεφαλήν αεπ σε μαδ της Ελλάδας το 2021, efsyn, διαθέσιμο εδώ
- Purchasing power parities and GDP per capita – flash estimate, Eurostat, διαθέσιμο εδώ
- Ευρωπαϊκές τιμές με βαλκανική αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, διαθέσιμο εδώ
- Η ποιότητα ζωής στην Ελλάδα: Διευρύνονται η απογοήτευση και ο θυμός, Νews247, διαθέσιμο εδώ
- Μακρινό όνειρο η αγορά σπιτιού – Μισθοί 11 ετών για 60 τ.μ. στην Αθήνα, Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, διαθέσιμο εδώ
- What are the Purchasing Power Parities (PPPs), Statistics.gr, διαθέσιμο εδώ
- Δεύτεροι από το τέλος σε αγοραστική δύναμη, efsyn, διαθέσιμο εδώ