Της Αμαλίας Θεοχαρίδου,
Το όνειρό της ήταν να γίνει γιατρός. Διάβασε πολύ γι’ αυτό και ήταν πάντοτε ενημερωμένη. Δεν έχανε κανένα συνέδριο και πρόσεχε ιδιαίτερα τους βαθμούς της στο πανεπιστήμιο. Όμως, προς έκπληξή της, στη διαδικασία για την απόφαση τέλεσης της σημαντικότερης επέμβασης του νοσοκομείου, το όνομά της δε τέθηκε καν ως υποψηφιότητα. Ανέκαθεν οδηγούσε. Ξεκίνησε τα μαθήματα από μικρή και η αντίληψή της ήταν τόσο υψηλή, που μπόρεσε απευθείας να πιάσει τιμόνι. Παρ’ όλα αυτά, σε ένα ατύχημα στο δρόμο της, παρά την υπαιτιότητα του άλλου, κατηγορήθηκε εκείνη. Ήταν αφοσιωμένη μητέρα και πάντα φρόντιζε να περνάει χρόνο με τα παιδιά της. Αλλά ήθελε ένα βράδυ για τον εαυτό της. Παρά το δικαιολογημένο της ανάγκης, κατηγορήθηκε ότι δεν είναι καλή μητέρα, ανεύθυνη και εγωίστρια. Τι παιδιά θα φέρει στην κοινωνία;
Η καθημερινότητα αυτή θα μπορούσε να ανήκει σε μια, αλλά και σε εκατό γυναίκες. Καταστάσεις που ίσως να μοιάζουν ασύνδετες, όμως εντάσσονται όλες σε μια κατηγορία. Στον «γυάλινο» κόσμο. Τι είναι, όμως, αυτό; Ο «γυάλινος» κόσμος είναι γυναικοκρατούμενος. «Προοδευτικός», θα σκεφτόταν κανείς. Αλλά δεν είναι έτσι… Μέσα σε αυτόν, η γυναίκα μπορεί να δρα περιορισμένα. Αυτά που επιτρέπονται και απαγορεύονται είναι ξεκάθαρα. Μπορεί να εργάζεται και να διασκεδάζει έως κάποιο σημείο. Ε, ας μη το παρακάνουμε κιόλας… Έχει μια ξεκάθαρη ρουτίνα, που καθορίζεται από κάποιους άλλους, κάποιους «εξωγήινους», οι οποίοι μπορούν άνετα να αναπαραστήσουν καταστάσεις “Big Brother”, «κάνε αυτό, μη κάνεις το άλλο».
Το καθετί είναι ξεκάθαρο. Αλλά όλα έχουν ένα τέλος. Μπορείς να είσαι καλή γιατρός, αλλά δε θα μπορέσεις ποτέ να είσαι η καλύτερη του νοσοκομείου. Μπορείς να οδηγείς καλά όλη σου τη ζωή, αλλά στο πρώτο λάθος θα κατηγορηθείς, σαν να διεγράφει ξαφνικά όλο σου το αλώβιτο παρελθόν. Μπορείς να είσαι η καλύτερη μητέρα, αλλά με το να ζητήσεις προσωπικό χρόνο, να γίνεις η χειρότερη. Είσαι πάντοτε καλή. Αλλά ποτέ η καλύτερη.
Οι κοινωνικοί επιστήμονες απέδωσαν ένα καλλιτεχνικό όρο, το «γυάλινο ταβάνι», για να εξηγήσουν το φαινόμενο του κοινωνικού περιορισμού, που απαγορεύει στις γυναίκες να ανέλθουν εργασιακά και να έχουν μια διοικητική θέση στη δουλειά τους. Κατ’ εμέ, το φαινόμενο αυτό δεν είναι εργασιακό, αλλά καθολικό. Δεν είναι ένα γυάλινο ταβάνι, αλλά ένας γυάλινος κόσμος, κλειστός απ’ όλες τις πλευρές, που περιορίζει τις γυναίκες απ’ όλες τις απόψεις. Τι είναι σεμνό και τι όχι. Τι «γυναικείο» και τι όχι.
Αναρωτήσου –ας μου επιτραπεί να απευθυνθώ στο γυναικείο κοινό– κατά τα παιδικά σου χρόνια, πόσες συμμαθήτριές σου έθεταν συμμετοχή για το σχολικό δεκαπενταμελές. Μήπως λίγες, γιατί ήξεραν πως θα μαζέψουν λίγες ψήφους; Με πόση ευκολία οι μητέρες μας κανόνιζαν μια έξοδο με τις άλλες φίλες τους; Ίσως λίγες, όχι γιατί δεν έχουν κοινωνική ζωή, αλλά κοινωνική απαγόρευση, που βαραίνει άνισα τα δύο φύλα. Δε θέλω να πω ότι η κοινωνία δεν πρόκειται να αλλάξει, απλώς πρόκειται να αλλάξει πολύ δύσκολα. Όμως δεν απογοητευόμαστε. Είναι σημαντικό να συνεχίζουμε να προσπαθούμε για να πετύχουμε την παραμικρή αλλαγή. Το ένα φέρνει το άλλο. Ας στοχεύσουμε σε αυτό το ένα.
Θες να γίνεις αστροναύτης, φυσικός, η καλύτερη μητέρα, η πιο ικανή επιχειρηματίας; Να γίνεις. Αλλά να γίνεις για σένα. Όχι για τους άλλους. Μόνο εσύ ξέρεις τι αξίζεις σε αυτή τη ζωή.