Της Μαρίας Κουλούρη,
Οι γονείς αποτελούν σχεδόν για κάθε άνθρωπο τις «σταθερές» του. Μάς επηρεάζουν ως προσωπικότητες καθορίζοντας σε πολλές περιπτώσεις την εξέλιξη της ίδιας μας της ζωής, βάσει των αξιών και της γαλούχησης που λάβαμε από εκείνους. Οι σχέσεις μας μαζί τους αντικατοπτρίζονται, πολλές φορές, και στις μετέπειτα σχέσεις μας, αφού η υπερπροστατευτικότητα ή η παραμέληση έχει μεγάλο αντίκτυπο σε ένα παιδί. Την πολύπλοκη σχέση μητέρας και κόρης πραγματεύεται η Hila Blum στο βιβλίο της Πώς να αγαπάς την κόρη σου, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Gutenberg.
Η συγγραφέας του βιβλίου, Hila Blum, γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 1969, όπου και μεγάλωσε. Επίσης, έχει ζήσει στο Παρίσι, τη Χαβάη και τη Νέα Υόρκη. Είναι συγγραφέας και δημοσιογράφος, ενώ τα τελευταία περίπου δεκαπέντε χρόνια συνεργάζεται με έναν από τους μεγαλύτερους εκδοτικούς οίκους του Ισραήλ, τον Kinneret Zmora-Bitan. Το πρώτο της μυθιστόρημα, The Visit (2011), ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Sapir το 2012, καθώς το δεύτερό της μυθιστόρημα, Πώς να αγαπάς την κόρη σου (2021), κατέκτησε το βραβείο αυτό το 2022. Τη μετάφρασή του στα ελληνικά επιμελείται η Μάγκυ Κοέν.
Το βιβλίο είναι χωρισμένο σε 57 μικρά σχετικά κεφάλαια, στα οποία περιγράφεται η ιστορία της Γιοέλα. Η κεντρική μας ηρωίδα, λοιπόν, είναι μια γυναίκα που ζει στο Ισραήλ και είναι παντρεμένη με τον Μεΐρ, έχοντας αποκτήσει μαζί μια κόρη, τη Λέα. Από τη στιγμή που γεννήθηκε η Λέα, η αγάπη που έλαβε από τους γονείς της ήταν υπέρμετρη, γεγονός στο οποίο οδήγησε και το ότι την απέκτησαν σε μεγάλη ηλικία ύστερα από πολλές προσπάθειες. Αυτή η υπερβολική αγάπη, κυρίως από την πλευρά της Γιοέλα, άγγιξε την υπερπροστατευτικότητα και είχε ως αποτέλεσμα η Λέα να προσκολληθεί στη μητέρα της. Όμως, απότοκο αυτής της συνθήκης ήταν, όταν η Λέα ενηλικιώθηκε, να φύγει από το σπίτι και τη χώρα της και να ζήσει μια νομαδική ζωή για λίγο στο Νεπάλ και να καταλήξει στην Ολλανδία.
Το έργο ξεκινά με τη Γιοέλα να βρίσκεται απέναντι από το σπίτι της Λέα σε προάστιο του Χρόνινγκεν της Ολλανδίας και να παρατηρεί την κόρη της με τις δύο εγγονές της. Ωστόσο, στο σημείο αυτό η αφήγηση γίνεται αναδρομική και περιγράφονται οι εμπειρίες της Γιοέλα με τη Λέα και τον Μεΐρ από όταν ήταν μικρή η Λέα έως ότου έφυγε από την οικογένειά της στο Ισραήλ. Περιγράφονται γεγονότα και στιγμές από την παιδική ηλικία της Λέα, αλλά και την «ήρεμη» εφηβική της ζωή. Όταν ενηλικιώθηκε, έφυγε από το σπίτι της επιλέγοντας να ζήσει μακριά από την οικογένειά της. Όλα αυτά τα χρόνια δεν είπε ποτέ στους γονείς της πού βρίσκεται, παρά μόνο τηλεφωνούσε ανά τακτά χρονικά διαστήματα χωρίς να τους αποκαλύπτει λεπτομέρειες για τη ζωή της. Κάποια στιγμή, όμως, ο πατέρας της αρρώστησε βαριά και η Λέα επέστρεψε στο Ισραήλ και έμεινε μαζί με την οικογένειά της, ώσπου εκείνος έφυγε από τη ζωή. Ύστερα, γύρισε ξανά στην Ολλανδία, όπου συνέχισε τη ζωή της, κρυφά από τη μητέρα της. Μετά από 6 χρόνια, η Γιοέλα ανακάλυψε τα ίχνη της κόρης της και πήγε στην Ολλανδία με την ελπίδα να τη βρει. Για να μάθει περισσότερα για εκείνη, προσπάθησε να προσεγγίσει τον γαμπρό της, τον Γιόχαν. Εντούτοις, ανακάλυψε πως εκείνος απατά την κόρη της.
Η συνέχεια του έργου είναι συναρπαστική, όμως δεν θα αποκαλυφθεί σε αυτή τη βιβλιοκριτική, αφού η διαδικασία ανακάλυψης του τέλους εκπλήσσει και εγείρει το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Μέσα από απλή και κατανοητή γραφή, εμπλουτισμένη με πληθώρα σχημάτων λόγου, η συγγραφέας καταφέρνει να θίξει ένα ευαίσθητο θέμα της ανθρώπινης ζωής, τη σχέση μιας μητέρας με την κόρη της, η οποία δεν είναι ποτέ τόσο απλή όσο φαίνεται.