Της Άννας Μάρκου,
Ο δικαστικός χάρτης της χώρας διαμορφώθηκε επίσημα το μακρινό 1834. Τότε, επί βασιλείας Όθωνα, εκδόθηκε ένα από τα πολλά διατάγματα του Μάουρερ – ο οποίος στα πλαίσια της Αντιβασιλείας είχε αναλάβει τον τομέα της δικαιοσύνης – το οποίο καθιέρωσε το θεσμό των Ειρηνοδικείων, των Πρωτοδικείων, των Εφετείων και του Αρείου Πάγου. Σήμερα, σχεδόν δύο αιώνες μετά, και πέντε χρόνια μετά την κατάργηση των πταισμάτων και κατ’ επέκταση των Πταισματοδικείων, το Υπουργείο Δικαιοσύνης προχώρησε στην κατάργηση και των Ειρηνοδικείων.
Αναλυτικότερα, ο νόμος 5108/2024, με το τέταρτο άρθρο του, καταργεί τα Ειρηνοδικεία, ενοποιώντας έτσι τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, αφού πλέον όλες οι αστικές υποθέσεις θα υπάγονται στην αρμοδιότητα των Πρωτοδικείων, ως μόνων πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Κάποια από τα καταργούμενα Ειρηνοδικεία θα λειτουργούν ως περιφερειακές έδρες Πρωτοδικείου με ειδική καθ’ ύλην αρμοδιότητα (άρθρο 3 στοιχείο γ΄), η οποία εξειδικεύεται στο άρθρο 5. Κατά τα λοιπά, όλα τα άλλα Ειρηνοδικεία καταργούνται ολοκληρωτικά, με τις οργανικές θέσεις των υπαλλήλων τους να μεταφέρονται στην έδρα του Πρωτοδικείου όπου υπάγονται ή θα υπαχθούν με το νέο νόμο.
Μαζί με αυτά, καταργείται βέβαια και ο βαθμός των Ειρηνοδικών, οι οποίοι – εκτός από τη μεταφορά της οργανικής τους θέσης- καλούνται να παρακολουθήσουν υποχρεωτικά έναν διετή κύκλο επιμόρφωσης, ιδίως στο ποινικό δίκαιο και την ποινική δικονομία (άρθρο 7 παράγραφος 3). Κι αυτό, διότι, πλέον, θα τους ανατίθεται όχι μόνο η εκδίκαση όλων των αστικών υποθέσεων, αλλά και ποινικών υποθέσεων αρμοδιότητας Πλημμελειοδικείου, καθώς θα έχουν το βαθμό του Πρωτοδίκη. Πώς θα γίνει αυτή η αιφνίδια μετατροπή; Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, οι Ειρηνοδίκες, καταρχήν, θα ενταχθούν σε ειδική επετηρίδα κατά τη σειρά αρχαιότητάς τους. Βάσει της ίδιας σειράς – δηλαδή των ετών υπηρεσίας του – κάθε Ειρηνοδίκης θα αντιστοιχιστεί με Πρωτοδίκη που έχει συμπληρώσει τα ανάλογα έτη υπηρεσίας (άρθρο 8 παράγραφος 1).
Μάλιστα, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 8 παρέχει τη δυνατότητα στους Ειρηνοδίκες, αλλά ακόμη και στους αποφοίτους της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών που πραγματοποιούν την πρακτική τους άσκηση -και επομένως, δεν έχουν ακόμα διοριστεί- να ενταχθούν μέσω ειδικής διαδικασίας και στη γενική επετηρίδα, τον πίνακα αρχαιότητας δηλαδή όλων των δικαστικών λειτουργών όλων των δικαστηρίων. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί, πως η ιεραρχία που είχαν οι Ειρηνοδίκες πριν τη μετατροπή τους σε Πρωτοδίκες καταργείται και αυτή, καθώς οι προβλεπόμενες οργανικές θέσεις είναι ενιαίες, ανεξαρτήτως βαθμού (άρθρο 8 παράγραφος 3).
Όλα τα παραπάνω καθιστούν σαφές πως οι αλλαγές που πρόκειται να επιφέρει ο συγκεκριμένος νόμος θα είναι ριζικές. Το σύνολο του προσωπικού πολλών δικαστηρίων ανά τη χώρα θα χρειαστεί να μεταφερθεί σε άλλα κτίρια, αλλά και σε άλλα δικαστήρια ή υπηρεσίες, προκειμένου να καλύψει τις όποιες υπηρεσιακές ανάγκες θα προκύψουν από την εφαρμογή του νόμου. Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 12, η διαχείριση των δικαστηρίων και των εισαγγελιών όλης της χώρας ανατίθεται πλέον στο Ταμείο Χρηματοδότησης Δικαστικών Κτιρίων, αφήνοντας στις διοικήσεις των δικαστηρίων μόνο τη δυνατότητα να εκφέρουν τη γνώμη τους ενώπιον του αρμοδίου οργάνου του Ταμείου πριν τη λήψη σχετικών αποφάσεων. Ως προς τις εκκρεμείς υποθέσεις των Ειρηνοδικείων που καταργούνται και δεν πρόκειται να μετατραπούν σε περιφερειακές έδρες Πρωτοδικείου, θα μεταφερθούν κι αυτές στο Πρωτοδικείο που θα είναι κατά τόπο αρμόδιο, δεδομένου ότι και η κατά τόπο αρμοδιότητα αυτών των Ειρηνοδικείων θα μεταφερθεί (άρθρο 14, παράγραφοι 4 και 9).
Καταλήγοντας, ο νόμος 5108/2024 αναμένεται να αλλάξει ό,τι γνωρίζαμε μέχρι τώρα για τη δομή, την οργάνωση και την αρμοδιότητα των δικαστηρίων. Το ερώτημα που τίθεται είναι, αν αυτή η αλλαγή θα είναι προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Σύμφωνα με το πρώτο του άρθρο, σκοπός αυτού του νομοθετικού εγχειρήματος είναι μεταξύ άλλων η επιτάχυνση και η βελτίωση της ποιότητας της αποδιδόμενης δικαιοσύνης, η ορθολογικότερη αξιοποίηση του προσωπικού των δικαστηρίων, καθώς και η αποσυμφόρησή τους. Για το εάν η απάντηση σε αυτά τα πράγματι υπαρκτά και χρόνια προβλήματα του κλάδου είναι η κατάργηση δικαστηρίων, οι μαζικές μετακινήσεις προσωπικού και εδρών, η υπερφόρτωση των Πρωτοδικείων με κάθε είδους αστική υπόθεση, η επανεκπαίδευση δικαστών που μπορεί να κατέχουν το βαθμό του Ειρηνοδίκη ήδη για περισσότερο από μία δεκαετία εκφράζονται σοβαρές αμφιβολίες.
Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να σημειωθεί πως για την ίδρυση, συγχώνευση ή κατάργηση πολιτικών και ποινικών δικαστηρίων, καθώς και για οποιαδήποτε μεταβολή της έδρας τους, απαιτείται η έκδοση προεδρικού διατάγματος, ύστερα από γνώμη της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου. Κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας μάλιστα, καλούνται εκπρόσωποι από κάθε δικαστήριο, υπαλληλική και συνδικαλιστική ένωση και σύλλογο που πρόκειται να επηρεαστεί (άρθρο 2 παράγραφος 1 του νόμου 4938/2022).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νόμος 5108/2024 – ΦΕΚ 65/Α/2-5-2024, e-nomothesia.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- Νόμος 4938/2022 – ΦΕΚ 109/Α/6-6-2022 (Κωδικοποιημένος), e-nomothesia.gr. Διαθέσιμο εδώ.
- Γεώργιος Λουδοβίκος φον Μάουρερ, wikipedia.org. Διαθέσιμο εδώ.