13.7 C
Athens
Τετάρτη, 6 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ δικαστική άφεση της ποινής

Η δικαστική άφεση της ποινής


Του Θανάση Λέφα, 

Στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας ο κανόνας είναι ότι την κατάφαση του τελικού αξιοποίνου ακολουθεί η επιβολή της ποινής. Ωστόσο, υπάρχουν εξαιρετικές περιπτώσεις που αυτό οδηγεί σε ανεπιεική αποτελέσματα, οπότε επαφίεται στον δικαστή, λαμβάνοντας υπόψη τις εκάστοτε περιστάσεις των κρινόμενων υποθέσεων, να αποφασίσει τελικώς αν θα προβεί στην επιβολή της ποινής ή όχι. Στον νομοθέτη τέτοια δυνατότητα δε δίνεται, καθώς οι δικές του προβλέψεις κινούνται σε αφηρημένο επίπεδο, εν αντιθέσει με τον δικαστή που εκτιμά συνολικά την εκάστοτε υπόθεση.

Οι περιπτώσεις στις οποίες το Δικαστήριο μπορεί να αφήσει -στην ουσία- ατιμώρητο τον δράστη, επειδή η ποινική καταδίκη εμφανίζεται προβληματική, απαριθμούνται στο άρθρο 104Β του Ποινικού Κώδικα και είναι οι εξής:

1) Η ιδιαιτέρως μικρή βαρύτητα της βλάβης ή του κινδύνου που προκλήθηκαν από την τέλεση της πράξης (104Β παρ.1 περ. α΄).

2) Όταν ο υπαίτιος έχει επιδείξει ειλικρινή μετάνοια και έχει αποκαταστήσει, στο μέτρο του δυνατού, την προσβολή που προκάλεσε στον παθόντα (104Β παρ.1 περ. β΄).

3) Όταν ο υπαίτιος έχει πληγεί σοβαρά από το αποτέλεσμα της πράξης του (104Β παρ.1 περ. γ΄).

4) Τέλος, όταν έχει περάσει ασυνήθιστα μεγάλο χρονικό διάστημα από την τέλεση της πράξης (104Β παρ.1 περ. δ΄).

Βλέπουμε, λοιπόν, πως πρόκειται για περιπτώσεις οι οποίες είτε εμφανίζουν ασήμαντο άδικο είτε ασήμαντη ενοχή, οπότε και συνάγεται ότι η επιβολή της ποινής δεν είναι αναγκαία. Διακρίνονται, επίσης, οι λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής από τους λόγους εξάλειψης του αξιοποίνου κατά το ότι οι τελευταίοι, αποτελούν λόγους υποχρεωτικής (και όχι δυνητικής όπως στη δικαστική άφεση) ατιμωρησίας του δράστη που προβλέπονται από το νομοθέτη σε αφηρημένο και όχι συγκεκριμένο επίπεδο.

Είναι σημαντικό, επιπροσθέτως, να γίνει κι η παρακάτω διάκριση:

1) Οι λόγοι δικαστικής άφεσης της ποινής που προβλέπονται στο Γενικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα (104Β ΠΚ) αφορούν μόνο πλημμελήματα,

2) Ενώ οι ειδικοί λόγοι δικαστικής άφεσης που προβλέπονται σε διατάξεις του Ειδικού Μέρους του Ποινικού Κώδικα αφορούν τόσο πλημμελήματα όσο και κακουργήματα.

Πηγή εικόνας: unsplash.com / Δικαιώματα χρήσης: Hunters Race

Όπως είδαμε παραπάνω, οι λόγοι που, όταν συντρέχουν, μπορούν να οδηγήσουν σε ατιμωρησία του δράστη είναι τέσσερις. Αυτή η περιοριστική απαρίθμηση έχει να κάνει κυρίως με την επιφυλακτικότητα του νομοθέτη στο να «ανοίξει την ψαλίδα» σε λόγους που θα αφορούσαν αποκλειστικά ιδιαίτερα μικρής βαρύτητας ενοχή. Εντούτοις, αυτό δε φαίνεται απολύτως ορθό, καθώς η ενοχή αποτελεί βασικό πόλο στήριξης του εγκλήματος, οπότε σε περιπτώσεις ασήμαντης ενοχής ο δικαστής δε θα έχει άλλη οδό (παρά μόνο τη δικαστική άφεση) για να οδηγηθεί στην ατιμωρησία του δράστη.

Σε αυτό το σημείο, ας ασχοληθούμε λίγο πιο διεξοδικά με καθεμία από τις προμνημονευθείσες τέσσερις κατηγορίες:

1) Η πρώτη περίπτωση της ιδιαιτέρως μικρής βαρύτητας βλάβης ή κινδύνου (104Β παρ.1 περ. α΄ ΠΚ), αφορά στην ουσία πράξεις με περιορισμένη απαξία, με περιορισμένο μέγεθος αδίκου π.χ. μια εντελώς ελαφρά σωματική βλάβη από αμέλεια (314 παρ.1 εδ. β’ ΠΚ). Αξιοσημείωτο είναι ότι αυτή η περίπτωση δε συνοδεύεται από το κριτήριο ότι η επιβολή της ποινής θα ήταν στη συγκεκριμένη περίπτωση δυσανάλογα επαχθής ή αναγκαία.

2) Στη δεύτερη κατηγορία της ειλικρινούς μετάνοιας (104Β παρ.1 περ. β΄ ΠΚ) πρέπει γίνεται διάκριση από την έμπρακτη μετάνοια που οδηγεί σε εξάλειψη του αξιοποίνου αλλά και από την περίπτωση που θα οδηγούμασταν σε μείωση της ποινής μέσω της αναγνώρισης της ελαφρυντικής περίστασης της ειλικρινούς μετάνοιας του άρθρου 84 παρ.2 περ. δ’ ΠΚ. Για παράδειγμα, μια βαριά σωματική βλάβη από αμέλεια με μεταφορά του θύματος στο νοσοκομείο και προσφορά αίματος τόσο από το δράστη όσο και από τους οικείους του θα μπορούσε να μείνει ατιμώρητη, αφού δεν υποστηρίζεται η αναγκαιότητα επιβολής της ποινής.

3) Όσον αφορά την τρίτη περίπτωση (104Β παρ.1 περ. γ΄ ΠΚ) κατά την οποία ο υπαίτιος έχει υποστεί σοβαρό πλήγμα από την πράξη του, τότε θα μπορούσε να λεχθεί ότι ενδεχόμενη επιβολή της ποινής θα ήταν ανεπιεικής ως δυσανάλογα επαχθής π.χ. ανθρωποκτονία ή σωματική βλάβη από αμέλεια με θύματα οικείους του δράστη, οπότε είναι ορθό να πούμε εδώ πως το κακό που υπέστη ο θύτης, «ματαιώνει» στην ουσία την ανάγκη τιμώρησής του.

4) Η τέταρτη περίπτωση (104Β παρ.1 περ. δ΄ ΠΚ) αφορά το γεγονός της παρόδου ασυνήθιστα μεγάλου χρόνου από την τέλεση της πράξης με αποτέλεσμα και πάλι η επιβολή της ποινής να μην εμφανίζεται αναγκαία. Διάκριση γίνεται και εδώ από την ελαφρυντική περίσταση της υπέρβασης της εύλογης διάρκειας της δίκης που προβλέπεται στο άρθρο 84 παρ.3 ΠΚ και η οποία οδηγεί σε μείωση της ποινής.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: qimono

Κρίσιμο, επομένως, στοιχείο σε όλους τους λόγους (εκτός από αυτόν της 104Β παρ.1 περ. γ΄ ΠΚ, ο οποίος αναφέρεται σε μειωμένης βαρύτητας άδικο) είναι το μη αναγκαίο της επιβολής της ποινής, έκφανση του οποίου είναι ο δυσανάλογα επαχθής χαρακτήρας της επιβολής αυτής. Προς επίρρωση των όσων ελέχθησαν παραπάνω σχετικά με την επιφυλακτικότητα του νομοθέτη για την επέκταση των λόγων δικαστικής άφεσης και σε περιπτώσεις ιδιαίτερα μειωμένης ενοχής, είναι χαρακτηριστικό πως κανένας από τους περιοριστικά απαριθμούμενους λόγους του άρθρου 104Β δεν αναφέρεται σε μειωμένη ενοχή, με αποτέλεσμα μια συστηματική ανακολουθία η οποία στο μέλλον απαιτείται να καμφθεί. Επιπρόσθετα, κριτήριο για την επιβολή ή όχι ποινής στην περίπτωση γ΄ του 104Β θα είναι ο σεβασμός της αρχής της αναλογικότητας και κατ’ επέκταση των επιμέρους αρχών της αναγκαιότητας και της stricto sensu αναλογικότητας.

Ολοκληρώνοντας, αξίζει να αναφερθούν ορισμένα πράγματα για τους λόγους δικαστικής άφεσης που περιλαμβάνονται στο Ειδικό Μέρος του Ποινικού Κώδικα και τη σχέση τους με τους αντίστοιχους του Γενικού Μέρους. Καταρχάς, ένα πρώτο ζήτημα που ανακύπτει είναι κατά πόσο στα αδικήματα του Ειδικού Μέρους χωρεί εφαρμογή της γενικής διάταξης. Αποτελεί κοινό τόπο ότι η εφαρμογή αυτή είναι εφικτή αρκεί να συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: πρώτον, να πληρούνται οι όροι του άρθρου 104Β (δηλαδή να πρόκειται οπωσδήποτε για πλημμέλημα και να συντρέχει μια από τις εκτιθέμενες εκεί περιπτώσεις), και, δεύτερον, να μην υπάρχει ταύτιση του ειδικού λόγου για το συγκεκριμένο έγκλημα με αυτόν που θα καλούνταν σε εφαρμογή από τη γενική διάταξη.

Συμπερασματικά, ο δικαστής, προκειμένου να καταλήξει στην ατιμωρησία του δράστη, απαιτείται προηγουμένως να έχει προβεί σε μια ανακεφαλαιωτική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης υπόθεσης, ώστε να προσδιοριστεί προς τα πού θα κλίσει η ζυγαριά, αν θα επιβληθεί δηλαδή ποινή ή όχι. Εννοείται, επίσης, ότι σε περίπτωση αμφιβολιών θα κληθεί σε εφαρμογή η αρχή in dubio pro reo, ενώ, τέλος, για να είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα η εφαρμογή του 104Β, η παραπάνω κρίση πρέπει να γίνεται με γνώμονα τον σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας (25 παρ.1 Σ.), η οποία και διατρέχει το Ποινικό Δίκαιο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Μ. Καϊάφα – Γκμπάντι, Ν. Μπιτζιλέκης, Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου, Δίκαιο των Ποινικών Κυρώσεων (3η Έκδοση), Αθήνα, 2020.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θανάσης Λέφας
Θανάσης Λέφας
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη των Σερρών. Βρίσκεται στο 4ο έτος των σπουδών του στη Νομική Σχολή του Α.Π.Θ. Έχει πτυχίο στα αγγλικά και στα γαλλικά. Του αρέσει να παρακολουθεί νομικά, οικονομικά και πολιτικά θέματα της επικαιρότητας, ενώ τον ελεύθερό του χρόνο τον αξιοποιεί παίζοντας μπάσκετ.