8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ φύση του εγκλήματος στο Ποινικό Δίκαιο - Μέρος Β': Η τιμωρία...

Η φύση του εγκλήματος στο Ποινικό Δίκαιο – Μέρος Β’: Η τιμωρία του φρονήματος και η απαξία του ανθρώπου


Του Γιάννη Δράμαλη,

Η κατοχύρωση της αρχής του ποινικού δικαίου “nullum crimen nulla poena sine lege” στο ελληνικό Σύνταγμα αποτελεί κατά κοινή παραδοχή μία κατάκτηση, μία διασφάλιση της ελευθερίας των ανθρώπων και των λοιπών δικαιωμάτων τους από την αυθαιρεσία της πολιτείας, μία εγγύηση ότι στη διαδικασία απονομής της δικαιοσύνης τα δικαιώματα των πολιτών θα μείνουν απαραβίαστα από την εξουσία και θα τιμωρηθούν μόνο αυτοί που πράγματι τέλεσαν πράξεις άδικες, σύμφωνα με τις αντιλήψεις της κοινωνίας.

Πράγματι, τα ποινικά συστήματα των κοινωνιών που έχουν κατοχυρώσει αυτήν την εξασφάλιση απέναντι στην εξουσία βασίζονται στην πραγματικότητα θα έλεγε κανείς. Βασίζονται σε αυτά που υπαγορεύει η λογική, σε αντικειμενικές παρατηρήσεις, αναφέρονται στον εξωτερικό κόσμο και πάντα αξιοποιούν τις αποδείξεις. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς ένα εναλλακτικό σύστημα. Το εναλλακτικό αυτό σύστημα θα ήταν ένα τέτοιο όπου επέρχεται η τιμωρία χωρίς αντικειμενικά κριτήρια, ένα σύστημα που έχει υπάρξει στο παρελθόν και στη θεωρία έχει επικρατήσει ως σύστημα της «τιμωρίας του φρονήματος».

Το κατεξοχήν μάλιστα παράδειγμα έννομης τάξης, όπου κυριάρχησε η τιμωρία του φρονήματος και χρησιμοποιείται σήμερα ως παράδειγμα προς αποφυγή στη νομική θεωρία, είναι η Ναζιστική Γερμανία. Το καθεστώς του Τρίτου Ράιχ διατήρησε το Σύνταγμα της Βαϊμάρης, που είχε επιβληθεί από τους Συμμάχους στη Γερμανία, μετά την ήττα της στον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, εκμεταλλεύτηκε το Άρθρο 48, που επέτρεπε την κύρωση νόμων απευθείας από την κυβέρνηση, χωρίς τη μεσολάβηση της Βουλής.

Πηγή εικόνας: istock.com / Δικαιώματα χρήσης: kieferpix

Έτσι, προέκυψαν διατάξεις όπως :

  • Ο «Κανονισμός περί πρακτικών υπονόμευσης του καθεστώτος», που προέβλεπε την καταδίκη σε θάνατο ή τη μεταφορά σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όλων όσοι χαρακτηρίζονταν εχθροί του καθεστώτος. Ως «εχθροί» ωστόσο, ή όπως θα έλεγε κανείς σήμερα, άτομα με αντικοινωνική συμπεριφορά, χαρακτηρίστηκαν κοινωνικές ομάδες των οποίων τα χαρακτηριστικά ήταν διαφορετικά από αυτά που επεδίωκε η κυρίαρχη ιδεολογία, όπως οι Εβραίοι ή οι ομοφυλόφιλοι.
  • Ο «Νόμος περί επιτηδειότητας», που απαγόρευε την άσκηση κριτικής στην κυβέρνηση και την ελευθερία λόγου γενικότερα.
  • Οι «Νόμοι της Νυρεμβέργης», ίσως οι πιο ολέθριες διατάξεις του καθεστώτος, που ουσιαστικά αφαίρεσαν από τους μη Γερμανούς την ιδιότητα του πολίτη, αλλά και την ιδιότητα του ανθρώπου. Έτσι, εξαφανίστηκε και η ικανότητα δικαίου τους, αλλά και κάθε υπόνοια για ύπαρξη υποχρέωσης από το κράτος για παροχή δικαστικής προστασίας και αναγνώριση των δικαιωμάτων τους.
  • Ο «Νόμος περί εθνικών συμβόλων» που κατοχύρωνε συνταγματικά τη σημαία του ναζιστικού κόμματος ως σύμβολο του γερμανικού κράτους συνδέοντας ολόκληρη την κοινωνία με την ιδεολογία των εξουσιαστών.

Δεν έλειπαν και διατάξεις στον γερμανικό ποινικό κώδικα, όπως η παράγραφος 175, που απαγόρευε τις γενετήσιες πράξεις μεταξύ ανδρών, ενώ παράλληλα τα δικαστήρια έδειχναν πλήρη αδιαφορία για τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: PabloFigueiredo

Πώς, όμως, έγινε δυνατή αυτή η κατάφορη καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων; Εάν μελετήσει κανείς την ιστορία του ανθρώπου και ειδικότερα των ανθρώπινων κοινωνιών, θα παρατηρήσει πως υπάρχουν δύο κυρίαρχες οπτικές για τα πράγματα. Από τη μία, πως δεν υπάρχει τίποτα πιο σημαντικό και πολύτιμο από την ανθρώπινη ζωή και από την άλλη, πως υπάρχει κάτι ακόμα πιο σημαντικό και πολύτιμο από την ανθρώπινη ζωή. Στις άκρες αυτού του δίπολου τοποθετούνται οι κοινωνίες που τιμωρούν την πράξη και η κοινωνίες που τιμωρούν το φρόνημα. Στις τελευταίες, η θεωρία περί εννόμου αγαθού είναι ανεστραμμένη. Δεν έχει ως αφετηρία τις καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων για προστασία του υλικού τους περιγύρου, οι οποίες γίνονται απαίτηση στην πολιτεία για τη θέσπιση νόμων που τιμωρεί αυτούς που τον προσβάλλουν. Αντιθέτως, ξεκινάει από πάνω προς τα κάτω. Από το κράτος, μια αυθεντία, που προσδιορίζει μονομερώς τα αγαθά άξια προστασίας, παρεμβαίνοντας στη ζωή των ανθρώπων, μεταβάλλοντάς την, κάμπτοντάς την στις δικές του υπαγορεύσεις. Δε θεσπίζονται οι νόμοι με βάση τις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά οι άνθρωποι προσαρμόζουν τις ανάγκες τους με βάση όσα τους επιτρέπει ο νόμος. Αντικοινωνικός δεν είναι πια αυτός που προσβάλλει κάτι που οι περισσότεροι θα ήθελαν να διαφυλάξουν, αλλά αυτός που είναι αντίθετος με τις προβλέψεις του νόμου. Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από το στόχο που τις περισσότερες φορές έχουν θέσει αυτές οι κοινωνίες, ο οποίος είναι η δημιουργία ενός προτύπου ανθρώπου ή η ευημερία του καθεστώτος, της ιδεολογίας, του ηγέτη και η εξάπλωση της κυριαρχίας τους.

Οι άνθρωποι πολλές φορές είναι πρόθυμοι να παραχωρήσουν τα δικαιώματά τους για κάτι πάνω από αυτούς, έναν ανώτερο σκοπό, κάτι πιο πολύτιμο από τη ζωή τους. Πολλά από τα έννομα αγαθά που προστατεύουν είναι το ίδιο το καθεστώς, η σημαία, η δημόσια τάξη, η πίστη ή ένας ηγέτης. Όλα τους μοναδικά, σε αντίθεση με τα σύγχρονα συστήματα, όπου σε γενικές γραμμές τα έννομα αγαθά είναι πολλά και όμοια. Αξίζει να σημειωθεί μάλιστα, ότι ο Ι. Μανωλεδάκης υποστήριξε την πολλαπλότητα και ομοιότητα των εννόμων αγαθών, ως ένα αναγκαίο στοιχείο διαφοροποίησης των συστημάτων που τιμωρούν την πράξη από αυτά που τιμωρούν το φρόνημα. Γιατί στα τελευταία, λόγω της αναγκαιότητας επίτευξης του στόχου, υποβιβάζεται η αξία του ανθρώπου και απουσιάζουν ποικίλες εξασφαλίσεις των σύγχρονων συστημάτων, όπως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη, η δυνατότητα δικαστικής προστασίας και παρουσίασης αποδείξεων και το τεκμήριο αθωότητας. Αντιθέτως, σε αυτά κυριαρχεί η ασυδοσία, η αυθαιρεσία, η προσήλωση στην ιδεολογία και όχι στην ουσιαστική δικαιοσύνη.

Πηγή εικόνας: pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: herbinisaac

Λίγοι θα ήθελαν να ζουν σε μια κοινωνία που μπορεί να τους αρνηθεί δυνητικά μέχρι και την ανθρώπινη ιδιότητα. Θεμελιακά, το δίκαιο έχει ως στόχο, κατά τον Καντ, την επίτευξη της συμβίωσης των ανθρώπων, μέσα από την οριοθέτηση των ελευθεριών του καθενός, την εύρεση της εν τοις πράγμασι δικαιοσύνης. Με βάση αυτή τη διαπίστωση, θα λέγαμε πως το δίκαιο θα πρέπει να βασίζεται στην πραγματικότητα, να λύνει πραγματικά ζητήματα μεταξύ των ανθρώπων κάτω από ίσους όρους και όχι να αποτελεί μέσο της εξουσίας για να επιβληθεί. Οι κοινωνίες που τιμωρούν το φρόνημα, για τους σύγχρονους ανθρώπους, είναι ολοκληρωτικά καθεστώτα. Χαρακτηρίστηκαν έτσι επειδή στον ιδεολογικό αγώνα κέρδισε το σύστημα που προωθεί την ελευθερία και την αξία του ανθρώπου. Αν η ιστορία είχε εξελιχθεί διαφορετικά, το τωρινό πρότυπο της ελευθερίας ίσως θεωρούνταν ως λανθασμένο, εγωιστικό και το δικό τους σύστημα θα θεωρούνταν σωστό. Ας μην ξεχνάμε ότι, πολλές φορές, οι ίδιοι οι άνθρωποι συνειδητά επέλεξαν συστήματα καταπίεσης και φόβου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Ι. Μανωλεδάκης, Ποινικό δίκαιο, Επιτομή Γενικού Μέρους, Άρθρα 1-49 ΠΚ, ΄Ζ Έκδοση, Πλήρως αναθεωρημένη με επιμέλεια των Μ. Καϊάφα – Γκμπαντί / Ε. Συμεωνίδου-Καστανίδου, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΉΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗ, 2005.
  • Κώστας Σταμάτης – Ανδρέας Τάκης, Εισαγωγή στην επιστήμη του Δικαίου, ΄Β Έκδοση, ΕΚΔΌΣΕΙΣ ΣΆΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΉΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΊΚΗ, 2018.
  • PARAGRAPH 175 AND THE NAZI CAMPAIGN AGAINST HOMOSEXUALITY, HOLOCAUST, ENCYCLOPEDIA. Διαθέσιμο εδώ.
  • ARTICLE 48, HOLOCAUST ENCYCLOPEDIA. Διαθέσιμο εδώ.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιάννης Δράμαλης
Γιάννης Δράμαλης
Γεννήθηκε στην Έδεσσα το 2002. Φοιτά στη Νομική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και βρίσκεται στο 4ο έτος φοίτησης. Γνωρίζει αγγλικά, γερμανικά και γαλλικά, ενώ λατρεύει την ιστορία και την φιλοσοφία και στον ελεύθερό του χρόνο διαβάζει βιβλία και ασχολείται με τη ζωγραφική.