Της Βασιλικής Φώτη,
Σε περίπτωση που οφείλεις σε τράπεζες ή σε ιδιώτες, στα χέρια σου μπορεί να φτάσει η λεγόμενη «διαταγή πληρωμής». Τι είναι, όμως, η διαταγή πληρωμής και ποια όπλα μπορεί να διαθέτεις στη φαρέτρα σου, αν είσαι οφειλέτης, ώστε να αμυνθείς κατά αυτής;
Η διαταγή πληρωμής αποτελεί έναν από τους πιο σπουδαίους θεσμούς του πολιτικού δικονομικού μας συστήματος. Το κύριο γνώρισμα αυτής συνίσταται στο ότι μπορεί να αποτελέσει τίτλο εκτελεστό χωρίς να χρειάζεται να προηγηθεί κατ’ αντιδικία διαδικασία, ήτοι ούτε κλήτευση του οφειλέτη απαιτείται για να ασκήσει αυτός το δικαίωμα ακρόασης του αλλά ούτε και διάγνωση του δικαστηρίου για την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της οφειλής.
Για την έκδοση της διαταγής πληρωμής απαιτείται απλώς αίτηση του δανειστή, η οποία πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου. Για να γίνει δεκτή, όμως, η διαταγή πληρωμής και εν τέλει να εκδοθεί από τον δικαστή της ουσίας, δέον να συντρέχουν οι προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και αυτές είναι οι εξής:
Η πρώτη προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 623 ΚΠολΔ είναι η ύπαρξη χρηματικής απαίτησης. Αυτό σημαίνει ότι η οφειλόμενη παροχή πρέπει να μεταφράζεται σε απαίτηση χρηματική, να πρόκειται δηλαδή για αξίωση που γεννά ιδιωτικού δικαίου διαφορά και η οποία να ανήκει στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων. Επιπλέον, στο ίδιο άρθρο διαπιστώνεται ως δεύτερη προϋπόθεση η έγγραφη απόδειξη της ως άνω χρηματικής απαίτησης. Και αυτό γιατί ο νομοθέτης επιδιώκει να αποδεικνύονται όλα τα δικαιοπαραγωγικά της απαιτήσεως γεγονότα και μάλιστα εγγράφως, ώστε ο δικαστής να μπορεί να σχηματίσει μια πλήρη δικανική πεποίθηση για τα στοιχεία που περιέχει το έγγραφο. Η προϋπόθεση αυτή συνιστά αντιστάθμισμα του μονομερούς χαρακτήρα της διαδικασίας της έκδοσης διαταγής πληρωμής. Ειδικότερα, απαιτείται το έγγραφο να πληροί όλες τις προϋποθέσεις κύρους των άρθρων 432 και 434 του ΚΠολΔ. Αν δεν πληρούνται οι γενικές αυτές προϋποθέσεις, αίρεται η αποδεικτική ισχύς του και δεν μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής.
Εν συνεχεία, σύμφωνα με το 624 ΚΠολΔ στην αίτηση του οφειλέτη για τη χορήγηση από το δικαστήριο της διαταγής πληρωμής πρέπει να περιλαμβάνεται η παροχή, η οποία πρέπει να είναι αποτιμητή σε χρήμα, πλην όμως η χρηματική αυτή αξίωση πρέπει να είναι βέβαια και το ύψος του ποσού της πρέπει να είναι ορισμένο και εκκαθαρισμένο. Οι δυο αυτές προϋποθέσεις της βεβαιότητας της χρηματικής απαίτησης και του εκκαθαρισμένου και του ορισμένου ποσού της συνιστούν αρνητικές διαδικαστικές προϋποθέσεις. Η βεβαιότητα της χρηματικής αξίωσης σημαίνει ότι η απαίτηση δεν πρέπει να εξαρτάται από αναβλητική αίρεση ή προθεσμία ή από κάποια άλλη αντιπαροχή. Συγκεκριμένα, προϋποτίθεται ότι είτε τέτοιου είδους εξαρτήσεις δεν υπήρξαν ουδέποτε είτε ότι υπήρξαν εξαρχής αλλά αποσβέστηκαν κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης από τον δανειστή.
Άλλη μια αρνητική προϋπόθεση διαπιστώνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 624 ΚΠολΔ, ήτοι ότι ο οφειλέτης δεν πρέπει να είναι άγνωστης διαμονής. Αν ασκηθεί διαταγή πληρωμής κατά ατόμου αγνώστου διαμονής αυτομάτως αυτή καθίσταται άκυρη, χωρίς να χρειάζεται να ασκηθεί ανακοπή, κατ’ εξαίρεση του κανόνα ότι η διαταγή πληρωμής μπορεί να ακυρωθεί μόνο με τελεσίδικη δικαστική απόφαση της δίκης της ανακοπής.
Εφόσον, λοιπόν, ο οφειλέτης έχει στα χέρια του μια χρηματική απαίτηση βέβαιη και εκκαθαρισμένη, η οποία μάλιστα αποδεικνύεται εγγράφως, μπορεί με υποβολή αίτησης στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου να ζητήσει να του χορηγηθεί διαταγή πληρωμής. Αν ο δικαστής κρίνει ότι όντως υφίσταται η χρηματική αξίωση, προχωρά στην έκδοση διαταγής πληρωμής. Αφ’ ης στιγμής εκδοθεί η διαταγή και μέσα σε διάστημα δύο μηνών από την έκδοση της, ο δανειστής πρέπει να την επιδώσει στον οφειλέτη ούτως ώστε αυτή να αναπτύξει τη θεμελιωδέστερη συνέπεια της, ήτοι την εκτελεστότητά της (631 ΚΠολΔ). Αν η διαταγή πληρωμής δεν επιδοθεί, εκμηδενίζεται, παύει αυτοδικαίως να ισχύει. Με άλλα λόγια, η εκτελεστότητα της τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της επίδοσης της.
Ο οφειλέτης ή αλλιώς ο καθ’ού η διαταγή, προκειμένου να αμυνθεί κατά της διαταγής πληρωμής μπορεί να ασκήσει το ένδικο βοήθημα της ανακοπής του άρθρου 632 ΚΠολΔ. Η ανακοπή έχει τη δομή κάθε εισαγωγικού της δίκης δικογράφου και αποτελεί τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο μπορεί να ακυρωθεί η εκδοθείσα διαταγή πληρωμής. Ο καθ’ ου η διαταγή με την ανακοπή ουσιαστικά ικανοποιεί το δικαίωμα ακροάσεως του, όπως αυτό του παρέχεται τόσο από το άρθρο 20 του Συντάγματος όσο και από το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).
Ωστόσο, εν προκειμένω παρατηρείται το εξής οξύμωρο σχήμα: Το δικαίωμα ακροάσεως δίνεται στον καθ’ού σε χρόνο μεταγενέστερο, ήτοι αφού έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής και αφού έχει παραγάγει την εκτελεστότητα της και έχει επιφέρει όλες τις δυσμενείς συνέπειες, τις οποίες θα μπορούσε ο οφειλέτης να αποφύγει, αν είχε ήδη αμυνθεί και είχε παρουσιάσει ήδη στον δικαστή τις θέσεις του.
Από πολλούς θεωρητικούς της δικονομίας είχε επισημανθεί ότι η άμεση αυτή συνέπεια της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής καταστρατηγεί βασικά υπερασπιστικά του δικαιώματα του οφειλέτη. Αντίθετα, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν έχει συμφωνήσει με την ως άνω άποψη και έχει υποστηρίξει ότι τα δικαιώματα του καθ’ ου, έστω και μεταγενέστερα, διασφαλίζονται μέσω της ανακοπής.
Έτσι, ο καθ’ ου η διαταγή, προκειμένου να αμυνθεί κατά αυτής, πρέπει να ασκήσει την ανακοπή του 632 ΚΠολΔ, της οποίας αίτημα είναι η ακύρωση της διαταγής. Το αίτημα δέον να ερείδεται σε έναν ή περισσότερους τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους. Τυπικοί είναι οι λόγοι που αφορούν τη μη συνδρομή των ανωτέρω διαδικαστικών προϋποθέσεων για την έκδοση της διαταγής (π.χ. μη έγγραφη απόδειξη της απαίτησης), ενώ οι ουσιαστικοί αφορούν σε αντιρρήσεις ως προς την ύπαρξη της απαίτησης (π.χ. εξόφληση).
Όμως, με την άσκηση της ανακοπής η εκτελεστότητα της διαταγής δεν αναστέλλεται και αυτό σημαίνει ότι ο δανειστής μπορεί να συνεχίσει με πράξεις εκτέλεσης (π.χ. κατάσχεση, πλειστηριασμός) κατά του οφειλέτη. Για την αναστολή της εκτελεστότητας, ο ανακόπτων πρέπει να ασκήσει μαζί με την ανακοπή και αίτηση αναστολής του άρθρου 632 παράγραφος 3 ΚΠολΔ, ενώ για να διαταχθεί άμεση αναστολή πρέπει να ζητηθεί και η χορήγηση της προσωρινής διαταγής του άρθρου 671 Α ΚΠολΔ.
Συνεπώς, αν ποτέ δικαστικός επιμελητής σας επιδώσει διαταγή πληρωμής, μην την αγνοήσετε. Επικοινωνήστε αμέσως με τον δικηγόρο σας, προκειμένου να καταστρώσετε τη μορφή της άμυνας σας και να αποφύγετε τις δυσμενείς συνέπειες που θα επιφέρει η πιθανή αδράνειά σας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, Πελαγία Γέσιου Φαλτσή, Εκδόσεις Σακκούλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2021, Γ έκδοση, σελ. 127 έπομ.
- Ευρωπαϊκή Διαταγή Πληρωμής, Ε. Ποδηματα, εκδόσεις Σακκούλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2011, σελ. 50 επομ.