Της Ελένης Κάζου,
Η προβολή της διαδικασίας απονομής της ποινικής δικαιοσύνης από τα μέσα ενημέρωσης αποτελεί διαχρονικά αντικείμενο έντονου προβληματισμού. Από τη μια, η αρχή της δημοσιότητας, η οποία απορρέει από το άρθρο 93 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με την ελευθερία του τύπου αποτελούν τη δικαιολογητική βάση της προβολής αυτής. Αφού ο καθένας κατά κανόνα έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τις συνεδριάσεις των συζητήσεων στο ακροατήριο και τις απαγγελίες των αποφάσεων των δικαστηρίων (άμεση δημοσιότητα), τότε και τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να μπορούν να μεταφέρουν όσα διαδραματίζονται στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών (έμμεση δημοσιότητα).
Ωστόσο, τίθεται θέμα το κατά πόσο στο πλαίσιο της ενημέρωσης αυτής είναι δυνατό να θίγονται και κάποιες αυξημένης τυπικής ισχύος αρχές. Πολλές φορές, με την τηλεοπτική μετάδοση της προσαγωγής του κατηγορουμένου στις αστυνομικές, ανακριτικές και εισαγγελικές αρχές προσβάλλεται το τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο απορρέει από τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Κάθε κατηγορούμενος πρέπει να αντιμετωπίζεται ως αθώος έως την αμετάκλητη απόδειξη της ενοχής του. Συνεπώς, τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να σέβονται το δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητας όλων των ατόμων που φέρονται να έχουν τελέσει κάποιο αδίκημα.
Νομοθετικά δεν προβλέπεται κάποιο πλαίσιο που να καθορίζει τα όρια της αρχής της δημοσιότητας παρά μόνο σε ότι αφορά μεμονωμένες περιπτώσεις της επί ακροατηρίου διαδικασίας (η δημοσιότητα της συνεδρίασης είναι επιβλαβής για τα χρηστά ήθη ή συντρέχει λόγος προστασίας των διαδίκων), αλλά και το στάδιο της προδικασίας. Ειδικότερα, κατά την προδικασία επιβάλλεται βάσει του άρθρου 241 εδάφιο α’ του ΚΠΔ η προστασία της ιδιωτικής ζωής του ατόμου. Η ιδιωτική ζωή των φερόμενων ως δραστών προσβάλλεται ιδιαίτερα με ανακοίνωση ονοματεπωνύμων και στοιχείων των εμπλεκομένων, καθώς επίσης και με τη διαρροή στον Τύπο απόρρητων πληροφοριών για την έκβαση της προδικασίας και εγγράφων της δικογραφίας. Ιδιαίτερα η δημόσια παρουσίαση ανακριτικού υλικού και άλλων στοιχείων προτού φθάσουν στα χέρια του εισαγγελέα, απαγορεύεται. Με αυτόν τον τρόπο ο φερόμενος δράστης φαίνεται να δίνει «απολογία» πριν ακόμα εμφανιστεί στο δικαστήριο. Το γεγονός αυτό έχει χαρακτηριστεί ως «ψευδή διαλεύκανση».
Παράλληλα, τίθεται σε κίνδυνο η εξασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας και συνεπώς της αμερόληπτης δικαστικής κρίσης. Σε υποθέσεις που προσελκύουν έντονο κοινωνικό ενδιαφέρον και συγκεντρώνουν υψηλή δημοσιότητα δημιουργείται μια συνήθως δυσμενής ατμόσφαιρα εναντίον του κατηγορουμένου μέσω της αποδοκιμασίας και της τιμωρητικής στάσης της κοινής γνώμης. Λέγεται πως όσο περισσότερο μια ποινική υπόθεση συγκεντρώνει το ενδιαφέρον των μέσων ενημέρωσης (είτε υπέρ είτε κατά του κατηγορουμένου) τόσο λιγότερο δίκαιη αναμένεται να είναι η απόφαση. Αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες επηρεάζουν την «εσωτερική ανεξαρτησία του δικαστή» και ιδιαίτερα παρακωλύουν την ελεύθερη διαμόρφωση της δικανικής του πεποίθησης η οποία πρέπει να απορρέει από τη φωνή της συνείδησης του, την απροσωπόληπτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων και της αξιοπιστίας των μαρτύρων και των αποδείξεων.
Επομένως, το δικαίωμα πληροφόρησης από τα μέσα ενημέρωσης πρέπει να ικανοποιείται εντός ενός αυστηρά οριζόμενου πλαισίου ώστε να προστατεύονται τα θεμελιώδη συνταγματικά δικαιώματα των ατόμων που συμμετέχουν με οποιονδήποτε τρόπο στη διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης.
Προς την οριοθέτηση ενός αυστηρού πλαισίου κατευθύνεται το άρθρο 8 του Ν 3090/2020, σύμφωνα με το οποίο: «α) Απαγορεύεται η μετάδοση από την τηλεόραση ή η κινηματογράφηση ή η μαγνητοσκόπηση ή φωτογράφιση των προσώπων που οδηγούνται ενώπιον των δικαστικών ή εισαγγελικών ή αστυνομικών και λοιπών αρχών και όποιος παραβαίνει την ανωτέρω απαγόρευση τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και χρηματική ποινή από είκοσι χιλιάδες (20.000) έως διακόσιες χιλιάδες ευρώ. β) Απαγορεύεται η ολική ή μερική μετάδοση από την τηλεόραση ή το ραδιόφωνο, καθώς και η κινηματογράφηση και μαγνητοσκόπηση της δίκης ενώπιον ποινικού, πολιτικού ή διοικητικού δικαστηρίου, όμως το δικαστήριο μπορεί κατ’ εξαίρεση να επιτρέψει τις ενέργειες αυτές, εφόσον συναινούν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι και συντρέχει ουσιώδες δημόσιο συμφέρον».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αργύριος Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 7η έκδοση, Αθήνα, 2020, Νομική Βιβλιοθήκη.
- Η επιρροή των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας κατά την Ποινική Διαδικασία, socialpolicy.gr. Διαθέσιμο εδώ.