Της Ελένης Παναγιώτας Μινάι,
Το σημερινό θέμα, ήδη από τον τίτλο, διακρίνετε ότι πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο εμπεριέχει αρκετά δυσνόητη ορολογία για τους μη γνώστες. Αυτό συμβαίνει γιατί θα περιπλανηθούμε στα μονοπάτια της μικροβιολογίας, όπου θα προσπαθήσουμε να συσχετίσουμε τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα στον μικρόκοσμο με τις επιπτώσεις που αυτές επιφέρουν στον μακρόκοσμο. Ωστόσο, η διερεύνηση θα είναι πλήρως κατανοητή αν κατανοήσουμε βασικούς ορισμούς και διαδικασίες που θα μας απασχολήσουν στο παρόν άρθρο.
Όσοι έχουν παιδιά ή έχουν/είχαν επαφή με βρέφη γνωρίζουν ότι η αποκλειστική τροφή των βρεφών στους πρώτους μήνες ζωής τους περιορίζεται στην κατανάλωση γάλακτος. Και ιδιαίτερα απαγορεύεται η προσθήκη ζάχαρης ή μελιού στο βρεφικό γάλα σε βρέφη κυρίως κάτω των 6 μηνών. Κι ο λόγος που ειδικά η κατανάλωση γλυκαντικού είναι απαγορευμένη είναι γιατί ενέχεται ο κίνδυνος βρεφικής αλλαντίασης. Η βρεφική αλλαντίαση είναι μια μορφή αλλαντίασης, ενώ συνολικά υπάρχουν 6 είδη: α) η τροφιμογενής, β) η εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων, γ) η τραυματική, ε) η ιατρογενής και στ) η εισπνευστική.
Η αλλαντίαση είναι μία σπάνια, σοβαρή παραλυτική νόσος, η οποία οφείλεται σε μία νευροτοξίνη που παράγει το βακτηρίδιο Clostridium botulinum και επιτίθεται στα νεύρα του οργανισμού. Σε αυτή την πρόταση, παρουσιάζεται σύντομα η νόσος που θα αναλύσουμε στην πορεία, αλλά επιδέχεται περαιτέρω ανάλυσης το βακτηρίδιο που αναφέρθηκε καθώς και ο μηχανισμός με τον οποίο η νευροτοξίνη επιτίθεται στον οργανισμό, για να κατανοήσουμε πλήρως την εμφάνιση της νόσου.
Το Clostridium botulinum ή κλωστηρίδιο της αλλαντίασης είναι ένα Gram (+) βακτηρίδιο (ταξινόμηση με βάση πως το βακτήριο αντιδρά στη χρώση Gram, μια μωβ χρωστική η οποία δε θα μας απασχολήσει παρακάτω) το οποίο αναπτύσσεται κάτω από αναερόβιες συνθήκες (περιβάλλοντα χωρίς παρουσία οξυγόνου). Τα βακτήρια, όπως και το κλωστηρίδιο της αλλαντίασης, παράγουν σπόρια, ανθεκτικές δομές δηλαδή που τους επιτρέπουν να επιβιώνουν σε συνθήκες και περιβάλλοντα μη ευνοϊκά για την ανάπτυξη και κατ’ επέκταση την επιβίωση τους. Όταν αυτά τα σπόρια βρεθούν πάλι σε ευνοϊκές για την ανάπτυξη συνθήκες, απελευθερώνονται βακτήρια. Ο λόγος που είναι απαραίτητη η εξήγηση βασικών μηχανισμών των βακτηρίων είναι γιατί με βάση αυτούς εξηγείται η νόσος της αλλαντίασης. Και πιο συγκεκριμένα, σπόροι του κλωστηριδίου στην τροφιμογενή αλλαντίαση υπάρχουν σε περιβάλλοντα που φέρουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά (ενδεικτικά αναφέρω: χαμηλής περιεκτικότητας σε ζάχαρη, αλάτι, αναερόβια περιβάλλοντα, συγκεκριμένη περιεκτικότητα σε νερό κ.α.) δηλαδή σε τροφές που δεν συντηρούνται σωστά ή διατηρούνται σε αεροστεγής συσκευασίες και δεν έχουν υποστεί κατάλληλη επεξεργασία, όπως για παράδειγμα το μέλι στα βρέφη. Αν βρεθούν αυτοί οι σπόροι που υπάρχουν στο μέλι εντός του εντέρου, απελευθερώνονται βακτήρια από τους σπόρους, τα οποία παράγουν νευροτοξίνες που επιτίθενται στο νευρικό σύστημα του βρέφους.
Με τον ίδιο τρόπο συμβαίνει και στην εντερική τοξιναιμία των ενηλίκων, αλλά είναι πολύ σπάνια και εμφανίζεται μόνο σε ειδικές κατηγορίες ενηλίκων (π.χ. ανοσοκατασταλμένοι ασθενείς). Η τραυματική αλλαντίαση προϋποθέτει την ύπαρξη ανοιχτού τραύματος που έχει μολυνθεί από Clostridium botulinum. Και σε αυτή την περίπτωση, μετά τη μόλυνση παράγεται η νευροτοξίνη η οποία λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο, παραλύωντας τους μύες. Η ιατρογενής, και γενικά οποιαδήποτε περίπτωση ιατρογενούς αιτιολογίας, σημαίνει ότι οφείλεται σε λανθασμένη χορήγηση, χειρισμό, και γενικά σφάλμα γιατρού. Σε αυτή την κατηγορία η αλλαντίαση προκλήθηκε από λανθασμένη χορήγηση υπερβολικής ποσότητας νευροτοξίνης για αισθητικούς ή θεραπευτικούς λόγους, π.χ. ρυτίδες, ή για την αντιμετώπιση της ημικρανίας αντίστοιχα. Τέλος, από εισπνευστική αλλαντίαση μπορεί να νοσήσει όποιος εισπνεύσει την τοξίνη σε μορφή αερολύματος.
Τα συμπτώματα της αλλαντίασης μπορεί να είναι:
- Δυσκαταποσία
- Θολή ή διπλή όραση
- Μυϊκή παράλυση
- «Πεσμένα» βλέφαρα
- Δυσκολία κίνησης των ματιών
- Δύσπνοια
Ειδικότερα για την τροφογενή και βρεφική αλλαντίαση μπορεί να παρουσιαστούν επίσης:
Τροφογενή:
- Έμετος
- Ναυτία
- Διάρροια
- Κοιλιακό άλγος
Βρεφική:
- Αμυδρή αντίδραση των κορών στο φως
- Ανέκφραστο πρόσωπο
- Υποφαγία
- Δυσκοιλιότητα
- Αδύναμο κλάμα που διαφέρει από το συνηθισμένο
Για τη διάγνωση της αλλαντίασης θα πρέπει να βρεθεί η παρουσία της νευροτοξίνης στον ορό του ασθενή αν είναι τραυματικής προέλευσης ή στην καλλιέργεια κοπράνων ή των γαστρικών εκκρίσεων του ασθενούς. Επίσης, το ιστορικό που θα λάβει ο γιατρός παίζει καθοριστικό ρόλο για να εντοπίσουμε την πιθανή πηγή προέλευσης του κλωστηριδίου της αλλαντίασης.
Παρ’ όλα αυτά, ο γιατρός δύναται να θέσει τον ασθενή σε περαιτέρω εξετάσεις για επιβεβαίωση ή διάψευση της αρχικής διάγνωσης, όπως:
- Σπινθηρογράφημα εγκεφάλου
- Εξέταση ΕΝΥ (Εγκεφαλονωτιαίου υγρού)
- Δοκιμασίες ελέγχου λειτουργικότητας μυών και νεύρων
- Άλλες δοκιμασίες για διαφοροδιάγνωση
Όσον αφορά τη θεραπεία της αλλαντίασης, στην τροφιμογενή και τραυματική χορηγείται αντιτοξίνη ως αντίδοτο, εμποδίζοντας την περαιτέρω βλαπτική δράση της νευροτοξίνης. Σημαντική, επίσης, είναι η απομάκρυνση της τροφής που υπήρξε πηγή κλωστηριδίου με υποκλυσμό ή με εμετό. Στη βρεφική αλλαντίαση απαγορεύεται η αντιτοξίνη, οπότε αντιμετωπίζεται με χορήγηση ανθρώπινης ανοσοσφαιρίνης εξειδικευμένη στην αλλαντίαση. Τέλος, η αναπνευστική αιτιολογίας αλλαντίαση θεραπεύεται αποκλειστικά στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας με αναπνευστήρα.
Αν και σπάνια νόσος, είναι σημαντικό να προβλέπουμε για την πρόληψη αυτής, όπως κι άλλων παθήσεων βακτηριακής αιτιολογίας που προκαλούνται με παρόμοιο τρόπο. Για παράδειγμα, για την αποφυγή τροφογενούς αλλαντίασης θα πρέπει να εφαρμόζονται διαδικασίες κατάλληλης διατήρησης των τροφών, π.χ. για τη διατήρηση ελαίων να τοποθετείται σκόρδο ή μπαχαρικά στο ψυγείο για τέσσερις μέρες και μετά να απομακρύνονται ή να τοποθετούνται οι κονσέρβες τροφίμων στο ψυγείο πριν καταναλωθούν. Για την πρόληψη της τραυματικής αλλαντίασης θα πρέπει να διατηρούμε τις πληγές και τα ανοιχτά τραύματα καθαρά από μολύνσεις, ενώ αν παρατηρηθεί μόλυνση να ζητούμε ιατρική βοήθεια. Στη συνέχεια, όπως αναφέραμε και στην αρχή, για την αποφυγή βρεφικής αλλαντίασης κρίνεται απαγορευτική η κατανάλωση μελιού από βρέφη κάτω των 12 μηνών, και ιδιαίτερα κάτω των 6 μηνών. Τέλος, επειδή η ιατρογενής αλλαντίαση οφείλεται σε σφάλμα ιατρού, για οποιαδήποτε επεμβατική διαδικασία χρειάζεται να ακολουθηθεί γενικά, αλλά και ιδιαίτερα τέτοιας που απαιτεί τη χρήση νευροτοξίνης, προτιμούνται ιατρικά κέντρα με πιστοποιημένους επαγγελματίες για να εξασφαλίσουμε μικρότερη πιθανότητα ιατρικού λάθους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αλλαντίαση, Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας. Διαθέσιμο εδώ
- Botulism, cdc. Διαθέσιμο εδώ
- Botulism, Mayo Clinic. Διαθέσιμο εδώ