Της Αντιγόνης Λαπατά,
Υπάρχουν φορές που οι αντιφάσεις της ίδιας μας της φύσης, της ανθρώπινης, συγκρούονται μεταξύ τους. Από αυτήν την ένωση πασχίζουμε να καταλάβουμε αν το είδωλο που κοιτάμε στον καθρέφτη είναι ο ίδιος άνθρωπος —με έναν καλά κρυμμένο εαυτό— ή αν έχουμε μετατραπεί σε κάτι ξένο. Κάτι που η ιδέα του και μόνο θα μας προκαλούσε τρόμο. Τρομερό είναι, πράγματι, το πώς η ηθική μας καταλήγει έρμαιο των πράξεών μας…
1731· χρονιά που ένα λογοτεχνικό έργο σκανδαλίζει τα ήθη της εποχής του και χαρίζει στον Γάλλο μυθιστοριογράφο Αββά Πρεβώ (Antoine François Prévost d’ Exiles 1697-1763) αυτήν την αιωνιότητα, της οποίας τη γεύση ονειρεύτηκε η ψυχή κάθε καλλιτέχνη. Ο Prevost μάς διηγείται την ιστορία ενός ιππότη, που ουδεμία σχέση είχε με τα ανθρώπινα πάθη και τις ακολασίες των απολαύσεων, και μιας νεαρής, αποφασισμένης να διεκδικεί ασύδοτα τις ανέσεις με τον «απαγορευμένο καρπό» της γοητείας. Κάπως έτσι θα μπορούσαμε να περιγράψουμε, τουλάχιστον στην αρχή της πορείας τους, τους χαρακτήρες μας, Ιππότη Ντε Γκριέ και Μανόν Λεσκώ. Οι δύο αυτοί νέοι συναντώνται, και μαζί με αυτούς συναντώνται και ένστικτα. Κι η ιστορία μας αρχίζει όταν οι επιθυμίες που προσπαθεί ο άνθρωπος να καταπολεμήσει, μετατρέπονται σε όπλο στα άπειρα χέρια του.
Ο νεαρός ιππότης συγκλονίζεται από την παρουσία της όμορφης Μανόν και αποφασίζει να εγκαταλείψει την αποστολή του να υπηρετήσει τη θρησκεία, όπως προοριζόταν, προκειμένου να ζήσει μαζί της. Η κοπέλα, υπακούοντας στον αυθορμητισμό που νοηματοδοτεί τις πράξεις των νέων, τον ακολουθεί. Δύο άνθρωποι με τον ρομαντισμό και την αισιοδοξία της νεανικής ψυχής, γυρίζουν τη Γαλλία του 18ου αιώνα για να φιλοξενήσουν τον έρωτά τους μακριά από τη ζωή που άφησαν πίσω τους και τις αναστολές της κοινωνίας. Πολύ σύντομα οι βιοποριστικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν γίνονται αφορμή να αναδυθεί μία άποψη για την ηθική που ακόμη και σήμερα θα στιγματιζόταν. Η Μανόν ανακαλύπτει πως έχει στα χέρια της ένα πολυπόθητο αλλά συνάμα επικίνδυνο όπλο· την ομορφιά της!
Νιώθοντας απελευθερωμένη από τις προκαταλήψεις και κουβαλώντας την αφέλεια της μετεφηβικής ηλικίας, η ηρωίδα μας οδηγείται σε πράξεις που δεν ενδείκνυνται από τη συντροφική ζωή που επέλεξε, με σκοπό να εξασφαλίσει την άνετη ζωή που ονειρεύεται. Ο αμφιλεγόμενος αυτός τρόπος της να καταπολεμήσει την ανία, ωστόσο, φαίνεται να μην επηρεάζει τα αγνά αισθήματα που έχουν γεννηθεί μέσα της για τον ιππότη Ντε Γκριέ. Ο τελευταίος, αφού αντιλαμβάνεται γρήγορα πως οι ηθικές αναστολές της αγαπημένης του διαφέρουν από αυτές που επιβάλλουν οι κοινωνικοί κανόνες, καταπνίγει το αρχικό αίσθημα πικρίας. Η προσπάθειά του να κατανοήσει βαθιά την ιδιοσυγκρασία της γυναίκας που ερωτεύτηκε αποτυπώνεται σαν μια υπέρβαση. Υπέρβαση, στην οποία οδηγούμαστε με κλειστά μάτια από την ανάγκη να δικαιολογούμε κάθε πράξη του αντικειμένου του πόθου μας. Έτσι, δίνεται η ευκαιρία στον πρωταγωνιστή της ιστορίας μας να πάρει μια γεύση από το άκρο κάθε συναισθήματος· πικρίας, οργής, ζήλιας, απόγνωσης, έκστασης, όλα, φυσικά, ντυμένα με τον μανδύα του έρωτα!
Παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει ο ιππότης, ο πόθος του για τη Μανόν δεν μπορεί να μοιραστεί. Καταπνίγοντας ένα συναίσθημα εμφανίζεται ένα άλλο, εντονότερο, σα να παλεύει με τη Λερναία Ύδρα. Μπορεί να ξέρει καλά πως η εκλεκτή της καρδιάς του αγαπά βαθιά μονάχα εκείνον, αλλά έχει χρέος να την προστατεύσει από τα παραστρατήματα και τους ενδεχόμενους κινδύνους πάση θυσία. Πρέπει οπωσδήποτε να βρει έναν τρόπο να λυτρώσει τον εαυτό του και να αμυνθεί, υπερασπιζόμενος τη ζωή που υποσχέθηκε στην αγαπημένη του Μανόν. Ο συνεσταλμένος αυτός νέος οδηγείται στο έγκλημα. Σύντομα αρχίζει η καταδίωξη. Και φαίνεται, για ακόμα μια φορά σε ένα κλασικό λογοτεχνικό αριστούργημα, πως, ό, τι είναι γραμμένο στη μοίρα των ανθρώπων, δε σβήνει μήτε με δάκρυα μήτε με την άφεση αμαρτιών που προσφέρει απλόχερα το πάθος.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα του έργου…
Κοιτάζοντας τη βιογραφία του δημιουργού αυτού του μυθιστορήματος, βλέπουμε τις ομοιότητες ανάμεσα στον χαρακτήρα του έργου, υπαρκτό πρόσωπο σύμφωνα με τον Πρεβώ, και τον ίδιο το συγγραφέα. Ο Antoine François Prévost d’Exiles (Αββάς Πρεβώ) γεννήθηκε στο Αρτουά (Artois), μια περιοχή της βόρειας Γαλλίας την 1η Απριλίου 1697. Οι αδυναμίες και οι αλόγιστες πράξεις που χαρακτηρίζουν τον ήρωα της ιστορίας, ιππότη Ντε Γκριέ, φαίνεται να διακρίνονται και στον νεαρό Πρεβώ. Αφού ασπάστηκε τους Ιησουίτες και ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία το 1721, πέντε χρόνια αργότερα (1726) χειροτονήθηκε ιερέας. Το 1728 τον βρίσκει στην Αγγλία, όμως, λόγω ενός από τους πολλούς έρωτές του, αναγκάζεται σε διάστημα δύο ετών να καταφύγει στην Ολλανδία. Επιστρέφοντας στην Αγγλία το 1735, με σκοπό να γλυτώσει από τους πιστωτές, συνελήφθη για πλαστογραφία. Το τέλος της ζωής (1763) του τον βρίσκει συμφιλιωμένο με τη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία στο Σαντιγί (Chantilly) της πατρίδας του, της Γαλλίας, όπου κατέφθασε κρυφά.
Το βιβλίο κρίθηκε, όπως κάθε έργο της εποχής του, που πρόβαλε απροκάλυπτα τα άδυτα της ανθρώπινης φύσης. Απαγορευμένο από τις υπεύθυνες για καλλιτεχνικά έργα που κυκλοφορούσαν στο εμπόριο αρχές, κι όμως οδήγησε πλήθος κόσμου της Γαλλίας του 18ου αιώνα να θέλει να το αποκτήσει. Να ‘ταν η αίσθηση που προκαλεί το «απαγορευμένο»; Η ιστορία αυτή ενέπνευσε ως και μεγάλους συνθέτες, όπως τον Jules Massenet (όπερα «Manon») και τον Giacomo Puccini (όπερα «Manon Lescaut»).
Είχε δίκαιο άραγε ο Γάλλος θεατρικός συγγραφέας Fernand Vandérem να πιστεύει ότι «Η ηθική είναι όπως τα ολοκληρωτικά καθεστώτα: Απαγορεύει ό,τι είναι ωραίο;»; Οι αναγνώστες καλούνται να δώσουν τη δική τους απάντηση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ