Του Θοδωρή Κεχαγιόγλου,
Πολλοί συγχέουν λανθασμένα τη δυσχρωματοψία με την αχρωματοψία. Στην αχρωματοψία, όλα τα χρώματα προσλαμβάνονται ως αποχρώσεις του γκρι, και είναι εξαιρετικά σπάνια και πολύ πιο σοβαρή από τη δυσχρωματοψία, η οποία αφορά ήπιες χρωματικές ελλείψεις. Συνήθως, τα άτομα αυτά αντιλαμβάνονται σωστά τα χρώματα υπό καλές συνθήκες, ενώ δυσκολεύονται σε αμυδρό φωτισμό. Υπάρχουν, βέβαια, κάποια άτομα που δεν μπορούν να διακρίνουν ορισμένα χρώματα σε οποιεσδήποτε φωτιστικές συνθήκες.
Η πρώτη επιστημονική ανακοίνωση για την αχρωματοψία δημοσιεύτηκε το 1798 από τον χημικό Τζων Ντάλτον, ο οποίος στηρίχθηκε σε μια δική του μορφή αχρωματοψίας. Στην αρχή, η αχρωματοψία ονομαζόταν τιμής ένεκεν και δαλτωνισμός. Σήμερα, αυτή η λέξη χρησιμοποιείται για μια μορφή δυσχρωματοψίας που καλείται δευτερανοπία (deuteranopia), όπου υπάρχει σύγχυση ανάμεσα στο πράσινο και στο κόκκινο και συνιστά τη συχνότερα εμφανιζόμενη εκδοχή στον πληθυσμό. Πιο σπάνια, εμφανίζεται η αδυναμία αντίληψης μεταξύ μπλε και κίτρινου χρώματος.
Τα αίτια μπορεί να είναι είτε κληρονομικά είτε επίκτητα. Το γενετικό υλικό του κάθε είδους είναι «πακεταρισμένο» σε δομές που λέγονται χρωμοσώματα. Για τον άνθρωπο, τα χρωμοσώματα φυσιολογικά είναι 46, από τα οποία τα 44 είναι αυτοσωμικά και τα 2 είναι φυλετικά, Χ και Υ (λέγονται έτσι, γιατί καθορίζουν το φύλο). Στην περίπτωση ύπαρξης κληρονομικότητας, η ασθένεια συνδέεται με το Χ χρωμόσωμα και συνήθως περνά από τη μητέρα στον γιο. Τα ποσοστά των ανδρών με δυσχρωματοψία κυμαίνονται στο 8%, ενώ τα αντίστοιχα των γυναικών κυμαίνονται στο 0,4%.
Ο αμφιβληστροειδής χιτώνας του ανθρώπινου οφθαλμού βρίσκεται στο πίσω μέρος του και εμπεριέχει δύο ειδών κύτταρα για την αντίληψη του φωτός: τα ραβδία (περίπου 120 με 140 εκατομμύρια και ενεργά στο χαμηλό φωτισμό) και τα κωνία (περίπου 6 με 7 εκατομμύρια και ενεργά στον φυσιολογικό φωτισμό). Φυσιολογικά, υπάρχουν 3 είδη κωνίων που ονομάζονται S-κώνοι, M-κώνοι, και L-κώνοι, αλλά συχνότερα αναφέρονται ως φωτοϋποδοχείς για το μπλε, το πράσινο και το κόκκινο αντίστοιχα, παρά το πλήθος των χρωμάτων που διακρίνουμε. Τα κωνία αντιλαμβάνονται το φως της ημέρας και το αναλύουν σε χρώματα. Είναι συγκεντρωμένα στη βασική περιοχή του αμφιβληστροειδούς.
Αυτοί που έχουν πρόβλημα δυσχρωματοψίας έχουν επιμέρους ή ακόμη και πλήρη έλλειψη σε μια ή σε παραπάνω από τις προαναφερθείσες χρωστικές ουσίες. Ανάλογα µε τον αριθμό των κωνίων που έχει ο κάθε ασθενής, ποικίλει και ο βαθμός της δυσχρωματοψίας που έχει. Τα άτομα που νοσούν από δυσχρωματοψία στο κόκκινο και στο πράσινο δεν έχουν αρκετά κόκκινα και πράσινα κωνία. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι ο ασθενής από δυσχρωματοψία βλέπει τα πάντα ασπρόμαυρα, αλλά ότι μπερδεύει το κόκκινο µε το πράσινο ή µε το καφέ καθώς επίσης και το μπλε µε το μωβ. Η σύγχυση των χρωμάτων που έχει ένα άτομο που πάσχει από δυσχρωματοψία εξαρτάται και από τις συνθήκες φωτισμού. Για παράδειγμα, το άτομο που συγχέει το πράσινο θα μπορούσε κάτω από το έντονο φως του ήλιου να αναγνωρίσει ένα έντονο πράσινο ως πράσινο. Αντιθέτως, κάτω από µία λάμπα τεχνητού φωτισμού με μικρή ισχύ, πιθανότατα να μπερδέψει το πράσινο χρώμα µε το καφέ ή ακόμη και το κόκκινο.
Η πλέον διαδεδομένη μέθοδος για την εκτίμηση της χρωματικής αντίληψης του εξεταζόμενου είναι η δοκιμασία Ishihara, κατά την οποία το άτομο βλέπει ειδικές καρτέλες και ερωτάται για το τι χρώμα έχουν.
Θεραπεία για τη δυσχρωματοψία δεν υπάρχει, ωστόσο συνιστώνται γυαλιά με ειδικούς φακούς επαφής που μπορούν να αποκαταστήσουν μερικές χαμένες αποχρώσεις. Έτσι, ο ασθενής αποκτά ή και επανακτά μια φυσιολογική και ασφαλή αντίληψη των χρωμάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Δυσχρωματοψία, Μπεσμέρτης. Διαθέσιμο εδώ
- Τι είναι η Αχρωματοψία / Δυσχρωματοψία (CVD), Optovision. Διαθέσιμο εδώ
- Ειδικοί φακοί διόρθωσης δυσχρωματοψίας, HSIOIRS. Διαθέσιμο εδώ