Της Μαρίας Βαρλάμη,
Η βυζαντινή μεταλλοτεχνία, διαδεχόμενη την πλούσια κληρονομιά της αρχαίας ελληνικής και ρωμαϊκής μεταλλουργίας, αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της τεχνολογίας και της τέχνης. Στην αυτοκρατορία που άνθησε για πάνω από χίλια χρόνια, η μεταλλοτεχνία έπαιξε κρίσιμο ρόλο τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στην ανάπτυξη της τέχνης, της στρατιωτικής ισχύος και της οικονομίας.
Η μεταλλοτεχνία του 4ου και του 5ου αιώνα μ.Χ. κληροδότησε εξαιρετικά έργα τέχνης, κατασκευασμένα είτε από κοινά υλικά, όπως ο χαλκός, είτε από πολυτιμότερα μέταλλα, όπως το ασήμι και ο χρυσός. Αυτά τα έργα μπορούσαν να έχουν κοσμικό (κοσμήματα, στέμματα) ή εκκλησιαστικό χαρακτήρα. Όπως είναι φυσικό, κάθε αντικείμενο κατασκευαζόταν με την προοπτική να εξυπηρετήσει ένα σκοπό, και δεν είναι λίγα τα παραδείγματα που σχετίζονται πρωτίστως με πολιτικές σκοπιμότητες. Η παραγωγή τέτοιων έργων γενικά θα μπορούσε να απευθύνεται σε αγοραστές υψηλών κλιμακίων ή και σε τοπικές αγορές.
Οι Βυζαντινοί ανέπτυξαν και τελειοποίησαν ποικίλες τεχνικές επεξεργασίας μετάλλων, όπως ο σφυρηλατημένος σίδηρος, ο χυτός χαλκός και τα κράματα μετάλλων. Ιδιαίτερη σημασία είχαν τα κράματα χαλκού, όπως ο μπρούτζος και ο ορείχαλκος, που χρησιμοποιούνταν ευρέως στην κατασκευή εργαλείων, όπλων, νομισμάτων και διακοσμητικών αντικειμένων. Η χρήση του χρυσού και του αργύρου ήταν επίσης διαδεδομένη, όχι μόνο για νομίσματα αλλά και για κοσμήματα και ιερά σκεύη. Η μεταλλουργία των πολύτιμων μετάλλων απαιτούσε προηγμένες τεχνικές εξευγενισμού και επεξεργασίας, οι οποίες διατηρούνταν ως επτασφράγιστο μυστικό από τους τεχνίτες.
Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 4ου αιώνα, ο Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος καθιέρωσε την προστασία του επαγγέλματος των αργυροχρυσοχόων με πολλές φορολογικές απαλλαγές. Εργαστήρια παραγωγής έργων από άργυρο και χαλκό έρχονται στην επιφάνεια μετά από ανασκαφές σε αρκετές βυζαντινές πόλεις ή γίνονται γνωστά μέσα από αναφορές σε βυζαντινές πηγές.
Ένα από αυτά τα δημιουργήματα αποτελεί ο σταυρός του Ιουστίνου Β’. Ο Ιουστίνος Β’ ήταν ο διάδοχος του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α’, και παρέμεινε στον αυτοκρατορικό θρόνο από το 565 έως και το 578. Ο ασημένιος σταυρός – λειψανοθήκη του λοιπόν αποτελεί δώρο του αυτοκράτορα και της συζύγου του, Σοφίας, στον Πάπα της Ρώμης. Το αντικείμενο έχει ύψος 40 εκατοστά και πλάτος 31 εκατοστά. Στη μία όψη, φέρει, κατά μήκος και κατά πλάτος των κεραιών, επιγραφή στα λατινικά η οποία μας πληροφορεί για τους παραγγελιοδότες που αναφέρθηκαν. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η εμπρόσθια πλευρά είναι κοσμημένη με ποικίλους λίθους περιμετρικά του σταυρού, ενώ από τις οριζόντιες κεραίες κρέμονται λίθοι και στο κέντρο έχει σκαλιστεί ένας σταυρός. Αυτό σημαίνει ότι ο ρόλος του ως λειψανοθήκη εξυπηρετούσε την αποθήκευση ενός τμήματος του Τιμίου Σταυρού σε αυτό το σημείο.
Η πίσω όψη έχει διακοσμηθεί διαφορετικά. Στα άκρα της κάθετης κεραίας απεικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτωρ, που με το ένα του χέρι ευλογεί και με το άλλο κρατά βιβλίο (επάνω). Παράλληλα, στο κάτω άκρο αναπαρίσταται ο Χριστός ως βασιλεύς του επίγειου κόσμου, κρατώντας σταυρό. Στα άκρα της οριζόντιας κεραίας έχουν σκαλιστεί δύο μετάλλια με την προτομή του αυτοκράτορα στα αριστερά και της Θεοτόκου στα δεξιά. Στο κέντρο του σταυρού διακρίνεται μετάλλιο, το οποίο είναι μεγαλύτερο από τα άλλα και σε αυτό απεικονίζεται ο αμνός του Θεού.
Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται ότι η μπροστινή όψη του αντικειμένου έχει διορθωθεί, ωστόσο η πίσω διατηρεί σε μεγαλύτερο βαθμό την πρωτότυπη κατασκευή του. Αν ληφθεί υπόψη το σχετικά χαμηλό ποιοτικό επίπεδο του έργου, αλλά κυρίως η τεχνοτροπία κατασκευής του, τότε ανάγεται χρονολογικά στην περίοδο μετά το 565 μ.Χ. Ακόμα, γίνεται αισθητή η επίδραση του ανατολικού στα φυτικά μοτίβα του διακόσμου.
Προφανώς, το δημιούργημα ταξίδεψε από την Κωνσταντινούπολη μέχρι τη Ρώμη ως δώρο, κίνηση τυπική για μια εποχή κατά την οποία η Χριστιανική Εκκλησία δεν είχε διασπαστεί ολοκληρωτικά. Με αυτό τον τρόπο, λειτούργησε ως μια επιβεβαίωση των διασυνδέσεων ανάμεσα στην αυτοκρατορική αυλή και την παπική εξουσία. Σήμερα ο σταυρός φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο της Βασιλικής του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό.
Η βυζαντινή μεταλλοτεχνία αποτέλεσε έναν σημαντικό πυλώνα της αυτοκρατορίας, συνδυάζοντας την τεχνολογική καινοτομία με την καλλιτεχνική δημιουργία. Η κληρονομιά της διατηρείται μέσα από τα αριστουργήματα που έχουν διασωθεί, προσφέροντας πολύτιμες γνώσεις για την ανάπτυξη της μεταλλουργίας και την κοινωνική και οικονομική δομή της εποχής. Η βυζαντινή μεταλλουργία παραμένει μέχρι σήμερα ένα θέμα μελέτης και θαυμασμού για την πολυπλοκότητα και την ομορφιά των έργων της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Jensen, R. (2017), The Cross: History, Art, and Controversy, Massachusetts: Harvard University Press
- Ανδρούδης, Π. (2020), Βυζαντινή Αρχαιολογία και Τέχνη, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Μπαρμπουνάκη