Του Βασίλη Μορφονιού,
Έχοντας χαρακτηρισθεί από τον Woody Allen ως «ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης που ανέδειξε το σινεμά από τη γέννησή του» και έχοντας επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό σχεδόν όλους τους μετέπειτα «μεγάλους» του κινηματογράφου, από τον Σκορτσέζε και τον Γκοντάρντ μέχρι τον Λύντς και τον Έγκερς, το έργο του Μπέργκμαν δικαίως θεωρείται ιστορικό από όλους τους λάτρεις του σινεμά.
Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν γεννήθηκε το 1918 στη Σουηδία από μια μητέρα που δεν τον ήθελε και έναν αυστηρό πατέρα που συχνά τον τιμωρούσε. Ο πατέρας του ήταν υψηλόβαθμος ιερέας και η λουθηριανή πίστη με την οποία τον μεγάλωσε έπαιξε σημαντικό ρόλο στο έργο του. Ο ίδιος ο Μπέργκμαν λέει ότι σταμάτησε να πιστεύει όταν ήταν 8 χρονών και το αποδέχτηκε αυτό όταν γύρισε το Χειμερινό Φως το 1961. Αυτό είναι ένα κοινό μοτίβο στη ζωή του, να τον στοιχειώνει ένα θέμα ώσπου να το τοποθετεί στην τέχνη του και αυτή με τη σειρά της να τον βοηθάει να το ξεπεράσει. Χρησιμοποιούσε τον κινηματογράφο σαν προσωπική ψυχοθεραπεία όπου οι τραυματικές αναμνήσεις καθώς και οι εφιάλτες του έπαιρναν μορφή και στοίχειωναν τους χαρακτήρες του.
Το κοινό στοιχείο όλων των ταινιών του Μπέργκμαν είναι η αναζήτηση του εαυτού μέσα από διάφορα δίπολα. Ζώη-θάνατος, Πίστη-Αμφιβολία, Θεός-Απουσία Αυτού, Ελπίδα-Μιζέρια είναι μερικά από τα δίπολα που εξετάζει, με τη ζυγαριά να γέρνει προς τη μια ή την άλλη πλευρά ανάλογα με την ταινία. Η πλούσια κινηματογραφική του καριέρα αρχίζει το 1946 και τελειώνει το 2003 ενώ περιλαμβάνει πάνω από 40 ταινίες διαφόρων ειδών σε πολύ διαφορετικά επίπεδα ποιότητας.
«Έβδομη Σφραγίδα» (1957)
Η έβδομη σφραγίδα είναι ίσως η δημοφιλέστερη ταινία του Μπέργκμαν. Διαδραματίζεται στον Μεσαίωνα, σε μια εποχή που η πανούκλα θερίζει τόσο τους δίκαιους όσο και τους άδικους. Σε αυτό το πλαίσιο ακολουθούμε έναν ιππότη που επιστρέφοντας από τις σταυροφορίες συναντά τον Θάνατο. Σε μια προσπάθεια να καθυστερήσει το αναπόφευκτο, προκαλεί τη μαύρη φιγούρα σε μια παρτίδα σκάκι, ποντάροντας σε αυτή την ίδια του την ψυχή. Όσο διαρκεί η παρτίδα ο ιππότης γνωρίζει νέους συντρόφους και προσπαθεί απεγνωσμένα να πάρει απαντήσεις από έναν Θεό που παραμένει αβάσταχτα σιωπηλός.
Η ιδιοφυία του σεναρίου αυτού, που έκανε γνωστό τον Μπέργκμαν από τον Ατλαντικό ως τον Ειρηνικό, είναι ότι βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ του ρεαλισμού που χαρακτήρισε τον μεταπολεμικό ευρωπαϊκό κινηματογράφο και του φανταστικού που μονοπωλούσε το Hollywood. Οι διάλογοι ναι μεν περιλαμβάνουν τα αφηρημένα φιλοσοφικά ερωτήματα που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους στα έργα του Μπέργκμαν, διακόπτονται όμως από ένα έντονο κωμικό στοιχείο ενσαρκωμένο από τον περιφερειακό θίασο που ακολουθεί τον ιππότη. Όλα αυτά ενώ η θεματική που εξετάζει, ο φόβος του θανάτου και η ανάγκη για μια μεταθανάτια ζωή αποτελούν πανανθρώπινους φόβους που όλοι μας έχουμε αντιμετωπίσει.
«Άγριες Φράουλες» (1957)
Οι ταινίες του Μπέργκμαν θεωρούνται γενικά κυνικές και σκοτεινές αλλά η ταινία Άγριες Φράουλες ξεχωρίζει ως αισιόδοξη. Η ταινία αφηγείται την ιστορία ενός επιτυχημένου ηλικιωμένου γιατρού που πάει στην πρωτεύουσα για να παραλάβει ένα βραβείο προς τιμήν του έργου του. Στο ταξίδι τον συνοδεύει η βαθύτατα απογοητευμένη έγκυος νύφη του ενώ συναντούν διάφορους παράξενους χαρακτήρες με τον καθένα να αντιπροσωπεύει κάποιο στοιχείο από το παρελθόν του γιατρού. Η μέρα επιβράβευσης του έργου ζωής του καταλήγει σε καθ’ άλλο παρά σε κάτι τέτοιο καθώς αναλογίζεται τη ζωή που θα μπορούσε να είχε αν δεν είχε βάλει τη δουλειά του σε πρώτη μοίρα.
Η ταινία αυτή αποτελεί ίσως την πιο ονειρική του Μπέργκμαν καθώς ο πρωταγωνιστής χάνεται στις αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων και στοιχειώνεται από σουρεαλιστικούς εφιάλτες από φόβο για τον επικείμενο θάνατό του. Η σύγκρουση επιστήμης και θρησκείας διαδραματίζεται αυτή τη φορά στο παρασκήνιο ενώ την προσοχή λαμβάνουν οι αναμνήσεις του γιατρού. Αισθήματα, μυρωδιές, εικόνες ξαναζωντανεύουν λες και συμβαίνουν στο σήμερα. Είναι μια ταινία αφιερωμένη σε όσους πιστεύουν ότι δεν ζουν πραγματικά τη ζωή τους και εξερευνάει την πιθανότητα να αλλάξει κανείς την αντίληψή του για τη ζωή, ακόμα και στα βαθιά γεράματα.
«Πηγή των Παρθένων» (1960)
Παρά τη φήμη του δύσκολου, αργού, avand-grand σκηνοθέτη, ο Μπέργκμαν γύρισε διάφορες ταινίες που ακολουθούν τις συμβάσεις του είδους τους ενώ διατηρούν το χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό του στυλ. Η Ντροπή (1968) και το Αυγό του φιδιού (1977) είναι κοινωνικοπολιτικές ταινίες, η Ώρα του Λύκου (1968) είναι ταινία τρόμου, που επηρέασε βαθύτατα τις μετέπειτα προσπάθειες τρόμου του Ντέιβιντ Λύντς, ενώ η Η πηγή των παρθένων αποτελεί, κατά ομολογία του Μπέργκμαν, την προσπάθειά του να γυρίσει ένα επικό φιλμ σε στυλ Κουροσάβα.
Παρότι η ταινία αποτελείται από μια σχετικά απλή πλοκή, μια κλασσική ιστορία εγκλήματος και εκδίκησης, καταλήγει σε μια βαθυστόχαστη μελέτη της ανθρώπινης κακίας και τα προβλήματα που προκαλεί η ύπαρξή της στο ζήτημα της πίστης. Ένα πολύπλοκο μεσαιωνικό σονέτο για τη σύγκρουση του παγανισμού με τον χριστιανισμό που ακροβατεί μεταξύ νιχιλισμού και ανθρωπισμού. Η πιο προσβάσιμη ταινία του Μπέργκμαν που έδωσε το πρώτο του Όσκαρ.
“Persona” (1966)
Πολλοί θεωρούν την Persona το βουνό Έβερεστ του καλλιτεχνικού κινηματογράφου, μια ταινία που ακόμα και οι συμβολισμοί της εμπεριέχουν συμβολισμούς. Η ταινία αφορά δύο γυναίκες, μια ηθοποιό που για κάποιο ανεξήγητο λόγο έχει καταλήξει μουγκή και τη νοσοκόμα της που προσπαθεί να τη βοηθήσει να βρει τη φωνή της. Οι δύο γυναίκες ψυχαναλύουν η μια την άλλη οδηγώντας σε μια νεοσύστατη κατανόηση, τόσο του άλλου, όσο και του ίδιου τους του εαυτού. Τελικά, οι γραμμές που τις διαχωρίζουν αρχίζουν να χάνονται μέχρι που τα πρόσωπά τους ενώνονται, σε μια από τις πιο ευρηματικές λήψεις στην ιστορία του κινηματογράφου. Το σενάριο της ταινίας το έγραψε ο Μπέργκμαν σε μια περίοδο που βρισκόταν ο ίδιος στο νοσοκομείο με πνευμονία καθώς προσπαθούσε να διευθύνει το Βασιλικό Δραματικό Θέατρο χωρίς να μειώσει τον ρυθμό με τον οποίο γύριζε ταινίες.
Ο Μπέργκμαν, μετά τη νοσηλεία του, είχε αρχίσει να αμφισβητεί την τροχιά που είχε πάρει η ζωή του. Τα πρώτα 6 λεπτά της ταινίας είναι σαν ένα πειραματικό σουρεαλιστικό μικρού μήκους φιλμ σχολιασμού του έργου του, με αναφορές στην Έβδομη Σφραγίδα, καθώς και του κινηματογράφου ως μέσο και τη σχέση θεατή – ταινίας. Η Persona βρίσκει τον Μπέργκμαν στην κορυφή της κινηματογραφικής του εφευρετικότητας και σε πλήρη έλεγχο κάθε πλευράς του έργου του. Αποκαλύπτει και αποσυναρμολογεί την προσωπικότητα των δύο γυναικών μέσω καθρεπτών, διπλής οθόνης και συγκλονιστικής χρήσης των close-up πλάνων. Μια ταινία που ο θεατής βιώνει περισσότερο από ό,τι κατανοεί.
«Φθινοπωρινή σονάτα» (1978)
Η Φθινοπωρινή Σονάτα εξετάζει θεματικές που ο Μπέργκμαν είχε ήδη αντιμετωπίσει στο παρελθόν όπως η μητρότητα και τα δίπολα καριέρα-οικογένεια, αγάπη-μίσος αλλά με μια σοφία μεγαλύτερης ηλικίας. Η ταινία αφορά την επανένωση της επιτυχημένης πιανίστριας Σαρλότ με την παραμελημένη ενήλικη κόρη της Εύα, μετά από 7 χρόνια, ενώ η τελευταία είχε αναλάβει τη φροντίδα της διανοητικά ανάπηρης αδερφής της Έλενα. Η μια δεν ξέρει να είναι μητέρα ενώ η άλλη δεν ξέρει να είναι καλλιτέχνης. Το μίσος που συσσωρευόταν στη σιωπή για δεκαετίες ξεχειλίζει επιτέλους τις δύο γυναίκες σπάζοντας τις μάσκες ευγένειας και οδηγώντας τες σε ανήλεη λεκτική επίθεση. Ένα τραύμα που έχει τις ρίζες του δεκαετίες στο παρελθόν και περνάει από γενιά σε γενιά. Μια ταινία που κυριαρχούν οι ηθοποιοί Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Λιβ Ούλμαν να δίνουν τις καλύτερες ερμηνείες της τεράστιας καριέρας τους. Το έργο το οποίο αποτέλεσε την αρχή της δικιάς μου όμορφης φιλίας με το Μπέργκμαν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ingmar Bergman, wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ.