Της Μαριάνθης Κοκοράκη,
Κατά την Ελληνιστική εποχή, εκτός από τη δημιουργία κατάλληλων βασιλικών πορτραίτων, που να δείχνουν στον κόσμο με τι έμοιαζε (ή με τι ήθελε να μοιάζει) ο βασιλιάς, οι καλλιτέχνες είχαν ως υποχρέωση να φτιάξουν μνημεία, αντιπροσωπευτικά των πράξεων του ηγεμόνα. Η γενναιότητα, η ευσέβειά του, καθώς και όλα εκείνα που τον διέπρεπαν και τον έκαναν άξιο της θέσης του, απαιτούσαν επίσημη απεικόνιση. Τρεις ήταν οι τύποι θεμάτων, για να μεταδώσουν αυτά τα χαρακτηριστικά στις εικαστικές τέχνες: οι σκηνές κυνηγιού, οι μάχες καθώς και οι πομπές (θρησκευτικού ή στρατιωτικού χαρακτήρα).
Το βασιλικό κυνήγι, ιδιαίτερα του Λιονταριού, αποτελούσε το βασικότερο θέμα, στην τέχνη της αρχαίας Ανατολής. Παρουσιαζόταν συνεχώς, στην Αιγυπτιακή τέχνη και ήταν συνηθισμένο μοτίβο στην τέχνη της Μεσοποταμίας από την τρίτη χιλιετία π.Χ., έως τους αιώνες που προηγήθηκαν του Αλεξάνδρου. Ενώ, φαίνεται πιθανό, ότι οι βασιλείς στην Αρχαία Ανατολή, όντως κυνηγούσαν κατά καιρούς λιοντάρια και άλλα μεγαλόσωμα ζώα, σχηματίζει κανείς την εντύπωση, πως η απεικόνισή τους σε σκηνές κυνηγιού έγινε κοινή πρακτική, άσχετα με το αν πράγματι κυνηγούσαν, ή όχι. Με άλλα λόγια, το κυνήγι έγινε ένα είδος βασικής βασιλικής δραστηριότητας, δηλαδή κάτι που αναμενόταν να κάνει μόνο ο βασιλιάς.
Ωστόσο, οι πιο εντυπωσιακές σκηνές, αυτού του είδους, απαντώνται στην αξιοθαύμαστη σαρκοφάγο του Αλεξάνδρου, η οποία σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Αυτή η σαρκοφάγος, αποτελεί έναν μαρμάρινο κιβωτιόσχημο τάφο, άριστα διατηρημένο, που δηλώνει με πολύ γλαφυρό τρόπο, τη σπουδαιότητα του βασιλικού κυνηγιού, ως μοτίβου στην Ελληνιστική τέχνη. Η σαρκοφάγος βρέθηκε στον τελευταίο από επτά νεκρικούς θαλάμους, στη Βασιλική Νεκρόπολη της Σιδώνας, στη Φοινίκη (σημερινή Λίβανος). Παρόλο που αποτελεί γεγονός αμφιλεγόμενο, για την ταυτότητα της, είναι πιθανό ότι η σαρκοφάγος δημιουργήθηκε για τον Αβδαλώνυμο, ο οποίος ήταν ο τελευταίος βασιλιάς της Σιδώνας, που ενθρονίστηκε από τον Αλέξανδρο, μετά τη μάχη της Ισσού το 333 π.Χ. και κυβέρνησε έως και το θάνατό του, το 311 π.Χ. Λόγω του ότι, ακριβώς μια σαρκοφάγος, πολλές φορές, κατασκευαζόταν, πολύ πριν τον θάνατο του ατόμου, για το οποίο κατασκευάστηκε, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε, πότε ακριβώς κατασκευάστηκε. Η μόνη σίγουρα θετική απάντηση στο ερώτημα, είναι ότι σχεδιάστηκε μεταξύ του 325 και του 311 π.Χ. και ότι στην μία από τις πλευρές της, απεικονίζει την σημαντικότατη και ιστορικότατη μάχη, της Ισσού. Οι έξι ανάγλυφες παραστάσεις (οι οποίες κοσμούν, την κάθε πλευρά της σαρκοφάγου, καθώς και τα αετώματα) απεικονίζουν μάχες και κυνήγια. Τα θέματα αυτά δείχνουν φιγούρες με περσικά ενδύματα (αναξηρίδες και αλωπεκίδες) και μορφές που είναι Μακεδόνες ή [νότιοι] Έλληνες, με τους τελευταίους, να φορούν κοντούς χιτώνες και να φέρουν οπλισμό, στοιχεία που αποτελούν ξεκάθαρα ελληνικά.
Η κύρια σκηνή της σαρκοφάγου, φαίνεται πως είναι στο κέντρο της, η οποία αναπαριστά το κυνήγι του λιονταριού στη μία μακριά πλευρά της. Εκεί, είναι ορατή μια μεγαλοπρεπής μορφή με περσική περιβολή, που κατά πάσα πιθανότητα είναι ο Αβδαλώνυμος, ο οποίος παρουσιάζεται να επιτίθεται με το δόρυ του, σε ένα λιοντάρι. Στα δεξιά, πίσω από το λιοντάρι, ένας Πέρσης στρατιώτης, ετοιμάζεται να χτυπήσει το λιοντάρι με τσεκούρι. Εκατέρωθεν της κεντρικής σκηνής, δύο κυνηγοί με ελληνικό ένδυμα καλπάζουν προς το κέντρο για να χτυπήσουν, επίσης, με το δόρυ τους το θηρίο. Τα δόρατα, καθώς και μερικά από τα άλλα όπλα στη σαρκοφάγο, ήταν κατασκευασμένα από μέταλλο, τα οποία βέβαια δεν σώζονται σήμερα. Στο κεφάλι του αριστερού ιππέα, υπάρχει μια εγκοπή, για την προσαρμογή βασιλικού διαδήματος. Παρόλο που τα χαρακτηριστικά του είναι μάλλον αόριστα, όπως όλων των κεφαλιών της σαρκοφάγου, το οποίο σημαίνει ότι δύσκολα ταυτίζονται με βεβαιότητα, αυτή η μορφή είναι κατά πάσα πιθανότητα ο Αλέξανδρος, ως έφιππος.
Ο ιππέας στα δεξιά, είναι ίσως ο στενότερος φίλος του Αλέξανδρου, ο Ηφαιστίωνας, ενώ παράλληλα, στο αριστερό άκρο της ορθογώνιας σύνθεσης, ένας πέρσης τοξότης και ένας Έλληνας που κρατά δόρυ, κυνηγούν ένα ελάφι, ενώ στο δεξιό άκρο, μία άλλη φιγούρα, ταυτιζόμενη με Έλληνα στρατιώτη, συνδράμει στο κυνήγι. Ο σκοπός αυτής της παράστασης στο ταφικό μνημείο του Αβδαλώνυμου, ήταν να ενισχύσει τη βασιλική του εικόνα, εικονίζοντάς τον, να συμμετέχει στο άθλημα που αποτελούσε αποκλειστικά βασιλικό και επιπλέον να συμμετέχει σε αυτό, συντροφιά με τον Μέγα Αλέξανδρο. Στη δεξιά πλευρά της σαρκοφάγου, κοιτώντας πάντα από την πλευρά του κυνηγιού τού λιονταριού, υπάρχει μια δεύτερη μικρότερη σε έκταση κυνηγετική σκηνή, όπου μια μικρή ομάδα Περσών, παλεύει με ένα θηρίο, που βρυχάται. Η μορφή με την ασπίδα στο κέντρο της σύνθεσης, πρέπει μάλλον να θεωρηθεί και πάλι ως ο Αβδαλώνυμος. Εν πάση περιπτώσει, φαίνεται πως ο σκοπός της παράστασης αυτής, θα ήταν για να δηλώνει στον θεατή, πως ακόμα και χωρίς την παρουσία ενδόξων Μακεδόνων, ένα λαμπρό κυνήγι ήταν συνηθισμένο γεγονός στη ζωή του βασιλιά της Σιδώνας.
Παρόλο που ως μοτίβο, το βασιλικό κυνήγι φαίνεται να κατάγεται από τα βάθη της Ασίας, η χρήση του είχε ήδη αφομοιωθεί ως στοιχείο της Βασιλικής εικονογραφίας, της Δυναστείας των Μακεδόνων. Η πρόσφατη ανακάλυψη στη Βεργίνα μιας μεγάλης τοιχογραφίας, που παριστάνει κυνήγι λιονταριών και κάπρων, στην όψη ενός μακεδονικού τάφου, ίσως πράγματι υποδηλώνει ότι το θέμα αυτό χρησιμοποιούταν ακόμη και πριν ο Αλέξανδρος ξεκινήσει την εκστρατεία του, εναντίον των Περσών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- J. Pollitt (2014), H Tέχνη στην Ελληνιστική Εποχή, Αθήνα: εκδόσεις Παπαδήμα