Του Αναστάση Γκίκα,
Διανοούμενος, λογοτεχνικός κριτικός, διπλωμάτης, πολιτικός και πρώτος εκλεγμένος Πρόεδρος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, ο Κωνσταντίνος Τσάτσος γεννήθηκε στην Αθήνα την 1η Ιουλίου 1899. Οι Τσάτσοι ήταν μια εύπορη οικογένεια η οποία έλκυε την καταγωγή της από την Ευρυτανία. Ο πατέρας του Κωνσταντίνου Τσάτσου, Δημήτριος, ήταν δικηγόρος και στέλεχος της βενιζελικής παράταξης, η μητέρα του Θεοδώρα Ευστρατιάδου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Τεργέστη.
Τα πρώτα χρόνια
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος ανατράφηκε σε αστικό-ευρωπαϊκό περιβάλλον. Η νταντά του ήταν αυστριακής καταγωγής, ο ίδιος μιλούσε από παιδί ιταλικά, γαλλικά και γερμανικά, ενώ διάβαζε ήδη από την ηλικία των δεκατριών ετών ποιήματα και φιλοσοφικά έργα. Ως παιδί υπήρξε έντονα φοβικός, εσωστρεφής αλλά και σωματικά αδύναμος παρόλα αυτά αισθανόταν την διανοητική υπεροχή του, σε σχέση τουλάχιστον με τους συμμαθητές του. Ο ίδιος o Τσάτσος σημειώνει στην αυτοβιογραφία του Λογοδοσία μιας ζωής: «Δεν μου έλειπε τελείως και η συντροφιά άλλων παιδιών. Τα περισσότερα ήταν βίαια, με σπρώχναν μου πατούσαν τους στρατιώτες μου και ήταν σχεδόν όλα πιο επιτήδεια στα παιχνίδια και πιο δυνατά. Γι’ αυτό προτιμούσα την μοναξιά και τους συμπαίκτες της φαντασίας μου».
Σπουδές-πνευματικές αναζητήσεις
Το 1914 γράφεται στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών από την οποία αποφοιτά το 1918 οπότε και εγκαθίσταται για έναν χρόνο στον Παρίσι ακολουθώντας ελληνική διπλωματική αποστολή επικεφαλής της οποίας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος, πολιτικός τον οποίο ο Τσάτσος θαύμαζε ιδιαίτερα.
Το 1920 αναλαμβάνει το δικηγορικό γραφείο του πατέρα του. Το δικηγορικό επάγγελμα δεν τον γεμίζει, πάνω από όλα αρέσκεται στην μελέτη της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας. Έτσι, το 1925 μεταβαίνει στην Χαϊδελβέργη, σημείο συνάντησης ευρωπαίων διανοητών. Εκεί πραγματοποιεί τις μεταπτυχιακές του σπουδές στην Φιλοσοφία του Δικαίου, έρχεται σε επαφή με παγκοσμίου φήμης επιστήμονες όπως τον Κάρλ Γιάσπερς, Γερμανό υπαρξιστή φιλόσοφο αλλά και τον νεοκαντιανό Χάινριχ Ρίχτερ. Στην Χαϊδελβέργη θα γνωριζόταν με τον μετέπειτα συνεργάτη του Παναγιώτη Κανελλόπουλο αλλά και τον κορυφαίο μεταφραστή του Πλάτωνα Ιωάννη Θεοδωρακόπουλο.
Κατά τον μεσοπόλεμο, ανακηρύσσεται διδάκτωρ της νομικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, εκπονώντας διδακτορική διατριβή με θέμα: «Η νομική ως τεχνική και επιστήμη» και συνιδρύει μαζί με τους Κανελλόπουλο και Θεοδωρακόπουλο το περιοδικό «Αρχείον Φιλοσοφίας και Θεωρίας Επιστημών», το οποίο αντιπαρερχόμενο του μαρξιστικού ιστορικού υλισμού τον οποίο εξέφραζε ο Δημήτριος Γληνός, εξέφραζε αρχές της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας. Το ολοκληρωτικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου συλλαμβάνει ως κομμουνιστή τον Τσάτσο και τον εκτοπίζει στην Σκύρο.
Μία όμορφη στιγμή
Εν μέσω της κατοχής λαμβάνει χώρα μια από τις πιο όμορφες στιγμές του Τσάτσου. Ως καθηγητής αρνείται να κάνει μάθημα την 28η Οκτωβρίου του 1941 κηρύσσοντας την άτυπα ως εθνική εορτή, εκφωνεί στους φοιτητές του έναν αισιόδοξο και συνάμα προφητικό λόγο. Ο Τσάτσος επέλεξε στον λόγο του αυτό να συγκρίνει την ιστορική συγκυρία της κατοχής με παρελθούσες «περιπέτειες» του Ελληνισμού: «Στην αρχαιότητα, με τους Μηδικούς Πολέμους […] Στους μέσους χρόνους, επί χίλια χρόνια έφραζε τις πύλες της νότιας Ευρώπης και προφύλαγε την αρχαία κληρονομιά ώσπου να ανδρωθούν άλλοι λαοί και να την αξιοποιήσουν. Και στους νέους χρόνους ανάλογους αγώνες αγωνίσθηκε η φυλή μας. Συχνά μέσα στους αγώνες αυτούς η χώρα ολόκληρη κατακτιόνταν και φαινόταν σαν να ήταν να σβήσει για πάντα πια το μεγάλο γένος. Και όμως, μέσα από την τέφρα αναζούσε πάντα ξανά ο φοίνικας της ψυχής μας, με τις ίδιες αρετές, τις ίδιες δυνάμεις και τις ίδιες κακίες και άρχιζε ξανά η εθνική ζωή προς καινούργια πεπρωμένα. Ό,τι τόσες φορές συνέβαινε στους αιώνες, γιατί ν’ αμφιβάλλομε πως θα συμβεί ξανά και τώρα;».
Η προδικτατορική πολιτική πορεία
Μετά την απελευθέρωση ο Τσάτσος αναλαμβάνει το Υπουργείο Εσωτερικών στη Κυβέρνηση Βούλγαρη και το Υπουργείο Τύπου και Πληροφοριών στην Κυβέρνηση Παναγιώτη Κανελλόπουλου. Το 1946 εγκαταλείπει την πανεπιστημιακή του σταδιοδρομία και πολιτεύεται με τον συνασπισμό των φιλελεύθερων κομμάτων. Λαμβάνει στην συνέχεια καθήκοντα Υπουργού Εθνικής Παιδείας (1949) και Υφυπουργού Συντονισμού (1951) στις βραχύβιες κυβερνήσεις Θεμιστοκλή Σοφούλη και Σοφοκλή Βενιζέλου.
Το 1956 ο Τσάτσος προσχωρεί μαζί με άλλα σημαίνοντα στελέχη της φιλελεύθερης παράταξης στην Εθνική Ριζοσπαστική Ένωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, παλαιό γνώριμο του από τα χρόνια της κατοχής. Ο Τσάτσος εκτιμούσε ιδιαίτερα τον Καραμανλή στο πρόσωπο του οποίου έβλεπε έναν «άνθρωπο της δράσης». Διετέλεσε στις προ δικτατορικές κυβερνήσεις Καραμανλή Υπουργός Προεδρίας Κυβερνήσεως και Υπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας. Ως Υπουργός Προεδρίας ήταν υπεύθυνος και για τον τουρισμό. Επί της Υπουργίας του, μάλιστα, χτίζεται το ξενοδοχείο της Πάρνηθας το οποίο ελέγχθηκε από την αντιπολίτευση λόγω της υπέρβασης του αρχικού προϋπολογισμού. Ο πολιτικός Κωνσταντίνος Τσάτσος δεν έχει εγκαταλείψει τις πνευματικές δράσεις. Από την θέση του ενισχύει σημαντικά τα διεθνή φεστιβάλ θεάτρου και μουσικής σε όλη την επικράτεια, ενώ τον Ιούνιο του 1961 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στην έδρα της Φιλοσοφία του Δικαίου, το 1966 θα αναλάμβανε στην Ακαδημία καθήκοντα Προέδρου. Στην κυβέρνηση Κανελλόπουλου ο Τσάτσος ανέλαβε το Υπουργείο Δικαιοσύνης, στο οποίο παρέμεινε μέχρι και την ανάληψη της εξουσίας από τους πραξικοπηματίες στις 21 Απριλίου 1967.
Ο Τσάτσος στην «Μεταπολίτευση»
Με την άφιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1974 σχηματίζεται κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην οποία ο Τσάτσος αναλαμβάνει το Υπουργείο Πολιτισμού. Το ίδιο έτος ο Τσάτσος έμελλε να γίνει ο άνθρωπος που επιλέγει ο Καραμανλής για να καταρτίσει το νέο Σύνταγμα. Στόχος του Συντάγματος του 1975, του συντάγματος που ισχύει (έπειτα από αναθεωρήσεις) μέχρι και σήμερα ο «κοινωνικός εκδημοκρατισμός» της χώρας, η υπέρβαση του Εθνικού Διχασμού και του εμφυλίου πολέμου και η επίλυση όλων των προβλημάτων που απέρρεαν από την κρίση των θεσμών (1915-1974).
Ενδεικτική της εμπιστοσύνης που έτρεφε ο Καραμανλής προς το πρόσωπο του Τσάτσου ήταν και η απόφαση του να τον προτείνει για το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας το 1975 έπειτα από μυστική συμφωνία που είχε προηγηθεί μεταξύ των δύο ανδρών η οποία δέσμευε τον Τσάτσο να παραιτηθεί από την Προεδρία της Δημοκρατίας, σε περίπτωση που ο Καραμανλής ήθελε να μεταπηδήσει σε αυτή όπως και έγινε. Ο Τσάτσος εκλέγεται ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας το 1975 και ασκεί τα καθήκοντά του ως το 1980. Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα συναναστρεφόταν ηγέτες από όλο τον κόσμο όπως ο Νάσερ, ο Τίτο και ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος πεθαίνει στις 8 Οκτωβρίου 1987, σε ηλικία 88 ετών και ετάφη στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Κλείνοντας αυτό το άρθρο θα ήθελα -και ας συγχωρεθεί η όποια οικειότητα- να υπογραμμίσω μία συγκεκριμένη έννοια η οποία «μένει» σήμερα από τον Κωνσταντίνο Τσάτσο, την έννοια της «μαχόμενης δημοκρατίας», την ανάγκη επαγρύπνησης δηλαδή των πολιτών και των πολιτικών για την διασφάλιση των δημοκρατικών θεσμών -μια έννοια άκρως επίκαιρη στην Ελλάδα του 21ου αιώνα όπου η κοινοβουλευτική δημοκρατία έχει ανοιχτά αμφισβητηθεί και απειληθεί.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κωνσταντίνος Τσάτσος (2019), Λογοδοσία μιας ζωής, Αθήνα: Εκδόσεις των Φίλων
- Συρίγος Άγγελος, Χατζηβασιλείου Ευάνθης (2024), Μεταπολίτευση, 1974-1975: 50 ερωτήματα και απαντήσεις, Αθήνα: Πατάκη
- Κωνσταντίνος Τσάτσος, των Θεσμών και των Αξιών (12/10/14), youtube.com, διαθέσιμο εδώ.
- Κωνσταντίνος Τσάτσος, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Κωνσταντίνος Τσάτσος (1984), Ο άγνωστος Καραμανλής, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών