Της Γεωργίας Καρυώτη,
Ένα τραγούδι χαρακτηριστικό της εποχής και της ιστορίας του ελληνικού ρεμπέτικου τραγουδιού, με συνθέτη τον Βασίλη Τσιτσάνη, το οποίο παρά τις δυσκολίες που συνάντησε στην πορεία του, έχει καταφέρει να αντέξει μέσα στον χρόνο. Αποτελεί ένα πολύ δημοφιλές και αγαπημένο κομμάτι του κοινού, το οποίο έχει πολυακουστεί στο ραδιόφωνο, σε εκπομπές και διαφημίσεις.
Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1948 σε μια περίοδο με αρκετές προκλήσεις και πολιτικούς περιορισμούς που οριοθετούσαν τον μουσικό χώρο, όπως και τον υπόλοιπο ελληνικό τόπο, με πρώτη ερμηνεύτρια τη Στέλλα Χασκίλ. Στην πραγματικότητα, ο Τσιτσάνης ήθελε τη Σοφία Βέμπο να ερμηνεύσει το τραγούδι, κάτι το οποίο τελικά δεν έγινε λόγω άρνησης της δισκογραφικής εταιρίας. Η πρώτη εκτέλεσή του δεν τύγχανε ευρύτερης αποδοχής. Αργότερα, όμως, κατά το έτος 1973 στον δίσκο Τα ωραία του Τσιτσάνη γνώρισε μεγάλη επιτυχία, με την ερμηνεία της Δήμητρας Γαλάνη. Έκτοτε έχουν γίνει πολλές επανεκτελέσεις και διασκευές του τραγουδιού, όπως των Imam Baildi και της Ελεωνόρας Ζουγανέλη.
Οι στίχοι του τραγουδιού και κυρίως το ρεφρέν είναι μιας νέας ποιήτριας της εποχής, την Ανθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, η οποία, πέθανε, όμως, πριν τη δημιουργία του κομματιού το 1935 από φυματίωση στο Σανατόριο Ασβεστοχωρίου στη Θεσσαλονίκη. Έναν χρόνο από τον θάνατο της εκδόθηκε από τον Δήμο ένας τόμος με τα ποιήματά της, με τον τίτλο ’Εργα. Περιλάμβανε το ποίημα Μπορεί, από το οποίο εμπνεύστηκε ο Β. Τσιτσάνης. Συγκεκριμένα από το τέταρτο τετράστιχο του ποιήματος:
«Μπορεί να με πλανέψουν κι άλλες
ακρογιαλιές και δειλινά,
κι αγάπες ναύρω πιο μεγάλες
σκλάβα σ’ αυτές παντοτεινά»
Στη διασκευή του Βασίλη Τσιτσάνη ο στίχος μετατρέπεται σε:
«Μπορεί να το ‘χουν πλανέψει
Ακρογιαλιές δειλινά
Και σκλαβωμένη για πάντα
Κρατούνε την δόλια καρδιά»
Λέγεται ότι ενώ το τραγούδι φαίνεται να μιλάει για ένα κορίτσι, ο Τσιτσάνης χρησιμοποίησε αυτήν την αλληγορία προκειμένου να ξεπεράσει τους φραγμούς της λογοκρισίας, ώστε να μιλήσει για την Ελλάδα εκείνης της εποχής, δηλαδή του εμφυλίου πολέμου. Αν παρατηρήσει κανείς σε όλο το τραγούδι γίνονται αναφορές για την ανελευθερία «και σκλαβωμένη για πάντα κρατούνε τη δόλια καρδιά», την απόγνωση και τη θλίψη «κορίτσι ξένο σαν ίσκιος πλανιέται μονάχο στη γη», το θολό πολιτικό και κοινωνικό τοπίο που επικρατούσε «τον ήλιο που έχει χαθεί στα σκοτάδια να βρει». Η Ελλάδα και ο κόσμος της παρουσιάζεται ως ένα κορίτσι ξένο που έχει χάσει τον δρόμο της, που «μπορεί να το ‘χουν πλανέψει», που «μπορεί να έχει πια τρελαθεί». Μια απογοητευμένη και απαισιόδοξη οπτική των πολιτικών-κοινωνικών συνθηκών, ένα παράπονο για την έκβαση των πραγμάτων. Μια ατμόσφαιρα χαρμολύπης στη μελωδία του κομματιού καλύπτει εύστοχα τα απόκρυφα μηνύματα ή μάλλον τους βαθύτερους σκοπούς του δημιουργού. Μέσα από τους στίχους περιγράφεται συμβολικά το συναισθηματικό φορτίο που κουβαλάει ο λαός, είναι ένας τρόπος επικοινωνίας των απαγορευμένων σκέψεων, ένα καταφύγιο ελεύθερης αγανάκτησης μέσω μιας επαναστατικής, θα έλεγε κανείς, κίνησης.
Πιθανόν η ιστορία αυτού του τραγουδιού να μην έχει τελειώσει ακόμη, ίσως το συναισθηματικό περιεχόμενο των συμβολισμών να παραμένει επίκαιρο. Ωστόσο, σίγουρα προέρχεται από έναν καταξιωμένο συνθέτη, με ερμηνευτές εξίσου αξιόλογους που διατηρούν ανά γενεές την ύπαρξη του τραγουδιού ζωντανή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Η ποιήτρια του σανατορίου που ενέπνευσε τον Τσιτσάνη για το “Ακρογιαλιές Δειλινά”. Δεν έζησε για να το ακούσει, mixanitouxronou.gr, διαθέσιμο εδώ.