Της Κατερίνας Μανάδη,
Ίσως το πιο γοητευτικό και ταυτόχρονα ανατριχιαστικό κομμάτι της αναδρομής στο παρελθόν είναι η δυνατότητα να αναγνωρίσουμε συστατικά της ανθρώπινης φύσης, τα οποία, αν και αλλάζουν δραστικά μορφή με την πάροδο του χρόνου, παραμένουν αναπόσπαστα στοιχεία της ανθρώπινης ταυτότητας. Ένα από τα στοιχεία αυτά είναι, φυσικά, ο χορός. Παρούσα σε όλες τις κουλτούρες, σε όλες τις εποχές, η ανάγκη του ανθρώπου να εκφράσει τη χαρά, τον καημό, την αγωνία και τον θρήνο του με το σώμα του παραμένει αναλλοίωτη. Οι Έλληνες τιμούν ιδιαίτερα, μάλιστα, την πρωτόλεια αυτή μορφή έκφρασης, όπως αποδεικνύεται τόσο από τη μυθική και διεθνή πλέον φιγούρα του Αλέξη Ζορμπά, όσο και από τις… αποτυχημένες μάλλον απόπειρες των μεθυσμένων συγγενών μας στις διάφορες γιορτές. Τι συμβαίνει, όμως, όταν η αρχέγονη αυτή ανάγκη αποβεί.. μοιραία;
Η ιδέα να πεθάνει κάποιος από τον πολύ χορό μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από τις σελίδες των παραμυθιών των αδελφών Γκριμ, αν και οι γνωστοί παραμυθάδες συνήθως προτιμούσαν πιο γραφικές τιμωρίες για τους κακούς των παραμυθιών τους. Κι όμως, αυτή έμελλε να είναι η μοίρα για τουλάχιστον 400 από τους κατοίκους του Στρασβούργου της Αλσατίας το 1518, και όχι μόνο. Ασθενής μηδέν της ιδιόρρυθμης αυτής επιδημίας υπήρξε η Frau Troffea, η οποία τον Ιούλιο του έτους αυτού έσυρε πρώτη τον χορό, τον οποίο έμελλε να ακολουθήσουν άλλα 40 περίπου άτομα τις επόμενες εβδομάδες. Με το πλήθος που λικνιζόταν στους ρυθμούς της νοσηρής αυτής τρέλας συνεχώς να πληθαίνει, πλήθαιναν και οι θάνατοι ανάμεσά τους είτε από καρδιακές προσβολές, εγκεφαλικά είτε από απλή εξάντληση. Ο χορός τους, εκτός από την διαρκή απειλή του θανάτου, πλαισιωνόταν και από παραισθήσεις, τις οποίες μαρτυρούσαν οι κραυγές της δυσφορίας τους. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά έπεφταν αδιακρίτως θύματα της μανίας αυτής. Χωρίς καν να χρειαστεί να αγγίξουν αυτούς που η μανία έπληξε πρώτους, συμμετείχαν στο φρενήρη χορό.
Η ιδιόμορφη αυτή συνθήκη παρείχε, δυστυχώς, και το κατάλληλο πλαίσιο εντός του οποίου ο σκοταδισμός της εποχής βρήκε έκφραση. Με τη θρησκευτική ρητορική να έχει φτάσει στο σημείο να καταδείξει τον χορό αυτό ως θεϊκή τιμωρία, αλλά παραδόξως και ως τη σωτηρία από την αμαρτία, πολλοί κάτοικοι που κατάφεραν να συνέλθουν έπεισαν τους εαυτούς τους να ενδώσουν και πάλι στις αόρατες Σειρήνες τους, προκειμένου να εξασφαλίσουν την αιώνια σωτηρία, παρατείνοντας σημαντικά τη διάρκεια του φαινομένου. Μάλιστα, δημόσιες εκδηλώσεις με μουσικούς διοργανώθηκαν προκειμένου η συνεχής αυτή κίνηση να εξαπλωθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Εν τέλει, η επιδημία καταλάγιασε και οι εναπομείναντες χορευτές απεβλήθηκαν από την πόλη τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους και εκδιώχθηκαν στα βουνά, όπου κλήθηκαν να προσευχηθούν για τη σωτηρία τους.
Ακόμη και σήμερα, ωστόσο, που η επιστημονική θέαση των πραγμάτων αποτελεί και τον δρόμο που η πλειοψηφία των ανθρώπων -θεωρητικά– επιλέγει, δεν έχουμε καταλήξει σε επιστημονικό consensus σχετικά με το ιδιαίτερο φαινόμενο. Η επιδημία του χορού του 1518, αν και δεν αποτελεί τη μοναδική εκδήλωση της λεγόμενης χορεομανίας (μια άλλη χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή του Ταραντισμού στη Ν.Ιταλία την ίδια περίπου εποχή), είναι εντούτοις ίσως την πιο μεθοδικά μελετημένη, χάρη στις σημειώσεις του ιατρού Παράγκελσου. Το γεγονός αυτό εντείνει τις προσπάθειες των επιστημόνων να παρέχουν μια ιατρικά αποδεχτή εξήγηση για το φαινόμενο.
Ξεπερνώντας τις θεωρίες περί θεϊκής τιμωρίας, μία από τις πιο πειστικές υποθέσεις είναι αυτής της δηλητηρίασης από γομφοφόρο (ergot poisoning). Η προσβολή της σίκαλης, και κατ’ επέκταση του αλευριού που αποτελούσε βασικό συστατικό της διατροφής του πληθυσμού, από τον μύκητα Claviceps purpura προσφέρει στον καταναλωτή εμπειρία παρόμοια με τη χρήση LSD. Σε μια πρώτη ανάγνωση, η εξήγηση αυτή βρίσκει λογικό αντίκρισμα. Οι παραισθήσεις και οι σπασμοί που προκαλεί η μολυσμένη τροφή σε όσους την καταναλώνουν ταιριάζουν στο προφίλ των χορευτών. Αν συνυπολογίσει κανείς, μάλιστα, και τις κοινωνικές παραμέτρους της επιδημίας, μιας και συχνότερα θύματά της φαίνεται να είναι οι γυναίκες και οι άποροι, οι ομάδες, δηλαδή, που ελλείψει κρέατος ήταν το πιθανότερο να στραφούν πρώτοι προς τη μολυσμένη σίκαλη, η υπόθεση ισχυροποιείται.
Δύο ενστάσεις, ωστόσο, υποσκάπτουν την ισχύ αυτής. Πρώτον, ο μανιώδης χορός διαρκούσε μέρες, διάστημα στο οποίο είναι αδύνατη η κατανάλωση της σίκαλης και συνεπώς η τροφοδότηση των συμπτωμάτων, έτσι ώστε η εμφάνισή τους να διαρκέσει για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεύτερον, θεωρείται απίθανο τόση μεγάλη μερίδα ανθρώπων να αντέδρασε με τον ίδιο τρόπο στο «δηλητήριο». Με την υπόθεση, λοιπόν, να καταρρέει και με τις λοιπές απόπειρες να αποδώσουμε το φαινόμενο αίτια φυσιολογίας, στρεφόμαστε στην ψυχολογία των θυμάτων.
Για να κατανοήσουμε τη βάση της υπόθεσης αυτής, στην οποία πρωταγωνιστής είναι η ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση του Μεσαιωνικού ανθρώπου, είναι σημαντικό να περιγράψουμε τις συνθήκες υπό τις οποίες η μανία αυτή εκδηλώθηκε. Λοιμοί, φτώχεια, κοινωνική εξαθλίωση, ακραίες καιρικές συνθήκες, συνθέτουν το ξεφτισμένο μωσαϊκό της μεσαιωνικής καθημερινότητας, μιας δυστοπικής κατάστασης, που ακόμη και σήμερα έχει συνδεθεί στην κοινή μνήμη με το σκοτάδι. Ακόμη, όμως, και για τους σκληραγωγημένους κατοίκους του Στρασβούργου, το 1518 δεν ήταν η τυχερή τους χρονιά. Οι σοδειές απέφεραν πενιχρό εισόδημα την εποχή που το σιτάρι χαρακτηρίζεται από πρωτόγνωρη ακρίβεια. Μια σειρά από τρομερές καταιγίδες δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση. Την ατυχή αυτή συγκυρία έρχεται να συμπληρώσουν οι πρωτοεμφανιζόμενες για την εποχή σύφιλη και ο λεγόμενος «Αγγλικός ιδρώτας», μαζί με παλιούς καλούς γνωστούς, όπως τη λέπρα, την ευλογιά και την πανώλη.
Στο ξηρό, λοιπόν, και άγονο έδαφος που άλλοι πιστεύουν ότι γέννησε τη μολυσμένη σίκαλη, ο ιστορικός John Waller θεωρεί ότι καλλιεργήθηκε η οξυμένη ψυχολογική κατάσταση που εκτονώθηκε μέσω του μανιασμένου χορού. Η συνθήκη αυτή χαρακτηρίζεται ως μαζική ψυχογενής ασθένεια, και αποτελεί μια μορφή μαζικής υστερίας. Ναι, ακριβώς αυτή η μαζική υστερία που αποτελούσε και την κύρια ασθένεια σε εκείνο το επεισόδιο του House M.D. που ήταν στο αεροπλάνο. Ο ακριβής ορισμός της ασθένειας δίνεται από την American Psychiatric Association το 1994 ως εξής «Ο όρος μαζική κοινωνιογενής ασθένεια αναφέρεται στην ευρεία εξάπλωση ενδείξεων και συμπτωμάτων, επηρεάζοντας μέλη μιας κοινωνικής ομάδας με συνοχή, ξεκινώντας από ενόχληση του νευρικού συστήματος που περιλαμβάνει ενθουσιασμό, απώλεια ή αλλαγή λειτουργικότητας, όπου οι σωματικές ενοχλήσεις που επιδεικνύονται υποσυνείδητα δεν βρίσκουν οργανική αιτιολογία». Ο ίδιος ορισμός χρησιμοποιήθηκε και από τους Bartholomew και Weasly στο δημοσίευμά τους το 2002 στο British Journal of Psychiatry, με το οποίο καταδικάζουν την ιστορικά χλιαρή αντιμετώπιση του φαινομένου από την ιατρική κοινότητα σε μια ευρεία ανασκόπηση αυτού στο χρόνο. Δυστυχώς ή ευτυχώς, οι κάτοικοι του Στρασβούργου επέλεξαν να εκτονώσουν την φορτισμένη αυτή συναισθηματικά συνθήκη με χορό αντί για εμετό, αν και, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δεν φαίνεται ότι το απολάμβαναν ιδιαίτερα.
Έτσι, όμως, γεννιέται το εξής εύλογο ερώτημα: γιατί επέλεξαν τον χορό για την υποσυνείδητη αυτή εκτόνωσή τους; Την απάντηση έρχεται να μας δώσει η ανθρωπολογία, με τον πρέσβη αυτής John Waller να υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος είναι πολύ πιο πιθανό να εισέλθει σε μια τέτοια εκστασιακή κατάσταση όταν περιμένουν να συμβεί, στο πλαίσιο της οποίας μάλιστα ακολουθεί συμπεριφορές, οι οποίες σφυρηλατήθηκαν υπό τη φωτιά των διάχυτων θρησκευτικών πεποιθήσεων. Την ιδέα αυτή υποστηρίζουν στοιχεία από ανάλογες πρακτικές από περιοχές της Καραϊβικής, ακόμη και μέχρι την Αρκτική.
Την υπόθεση αυτή έρχεται να συμπληρώσει με εντυπωσιακό τρόπο το γεγονός ότι μύθοι για νύμφες των ποταμών που ρίχνουν την κατάρα του αιώνιου χορού συναντώνται σχεδόν αποκλειστικά στη περιοχή αυτή, γεγονός που δικαιολογεί τον γεωγραφικό περιορισμό του. Ο φόβος αυτός ενισχυμένος και από την γενικευμένη αίσθηση της επικείμενης καταστροφής θαυματουργά κατόρθωσε να μετουσιώσει την εύθραυστη ψυχολογία των κατοίκων του Στρασβούργου σε μανιώδη χορό. Δια στόματος Weller, η επιδημία αποτελεί μάλλον μια μορφή «πολιτισμικής μετάδοσης», καθώς ο προϋπάρχων φόβος για τον μύθο, αμυδρά συνυφασμένος στη συλλογική συνείδηση, αποτέλεσε και τον εκφορητικό πόρο για την έκφραση του βάσιμου φόβου για τη σκληρή πραγματικότητα. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και σε μεγάλο βαθμό το γεγονός ότι σε ύστερα χρόνια, με την πεποίθηση σε υδάτινα στοιχειά αλλά και στις σκοταδιστικές εκκλησιαστικές αντιλήψεις να έχει καταλαγιάσει, το ίδιο συνέβη και με την ιδιαίτερη αυτή ασθένεια. Μάλλον, για ακόμη μια φορά επιβεβαιώνεται o Hegel, καθώς πράγματι η ιστορία είναι προϊόν της φιλοσοφίας και των αντιλήψεων που τη διέπουν.
Μπορεί τα απόκρυφα κρόταλα που κρατούσαν τον ρυθμό στους κατοίκους του Στρασβούργου να έχουν καταλαγιάσει εδώ και αιώνες, εντούτοις στα κεφάλια της επιστημονικής κοινότητας δεν έπαψαν να βουίζουν ερωτηματικά σχετικά με τη συνθήκη αυτή. Σίγουρο είναι πάντως, ότι παρά τις… σκοτεινές του προεκτάσεις, ο χορός παραμένει μέχρι και σήμερα αδιαμφισβήτητα φορέας έκφρασης του ανθρώπου, διότι ας μην ξεχνάμε, ότι αρνείται να πει η φωνή, το λέει το σώμα…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
A forgotten plague: making sense of dancing mania, The Lancet. Διαθέσιμο εδώ
-
The Dancing Plague: a public health conundrum, Science Direct. Διαθέσιμο εδώ
-
Protean nature of mass sociogenic illness, Cambridge university. Διαθέσιμο εδώ