Της Μαρίας Σαντοριναίου,
Ξεκινώντας την ανασκόπηση του συνδρόμου, ας σταθούμε στην έννοια του ιστού. Ο ιστός είναι ένα σύνολο από κύτταρα που επιτελούν παρόμοια ή σχεδόν ίδια εργασία, συντονισμένα και με στενή αλληλεπίδραση. Έχουμε τέσσερις βασικές κατηγορίες ιστών: τον επιθηλιακό, τον συνδετικό ή ερειστικό, τον μυϊκό και τον νευρικό. Το σύνδρομο Alport σχετίζεται με την κατηγορία του συνδετικού ή ερειστικού ιστού. Πριν ξεκινήσουμε, λοιπόν, τη διερεύνηση του συνδρόμου, ας σταθούμε στον συνδετικό ιστό.
Ποιες οι λειτουργίες του συνδετικού ιστού που τον καθιστούν τόσο σημαντικό;
Όπως δηλώνει το όνομά του, λειτουργεί συνδετικά και στηρικτικά ανάμεσα στα κύτταρα. Εξυπηρετεί ως μέσο μεταφοράς θρεπτικών συστατικών, ως μια γέφυρα επικοινωνίας και ακόμα παίζει ρόλο στην επούλωση τραυμάτων και στην άμυνα του οργανισμού. Τα δύο τελευταία προκύπτουν εύλογα εάν σκεφτούμε πως στην επούλωση θέλουμε ο «παλιός» και «χαλασμένος» ιστός να αντικατασταθεί με νέο. Απαιτείται, συνεπώς, ακεραιότητα στις συνδέσεις μεταξύ των νέων κυττάρων και άρα ο συνδετικός ιστός τα ενώνει. Η άμυνα σχετίζεται με την ανοσολογική απάντηση, που απαιτεί την ενεργοποίηση πολλών διαφορετικών ειδών κυττάρων και την επαφή μεταξύ τους και με τους στόχους.
Ο συνδετικός ιστός έχει ως βασικά του τα κύτταρα και την εξωκυττάρια θεμέλια ουσία. Τι καλούμε, όμως, εξωκυττάρια θεμέλια ουσία (ΕΘΟ); Μιλάμε, ουσιαστικά, για πρωτεΐνες και συγκεκριμένα μια ειδική κατηγορία που είναι οι ινιδικές πρωτεΐνες (που μοιάζουν, δηλαδή, με ίνες). Ακόμα, η ΕΘΟ περιέχει θεμέλια ουσία, αγγεία, λεμφαγγεία και νεύρα, «εξαρτήματα» με τα οποία όμως δεν θα ασχοληθούμε.
Ας ασχοληθούμε, λοιπόν, με τις ίνες. Έχουμε ίνες κολλαγόνου, δικτυωτές (και αυτές βασίζονται στο κολλαγόνο) και ελαστικές. Το σύνδρομο Alport σχετίζεται με μια ειδική κατηγορία κολλαγόνου αυτού του ιστού, το κολλαγόνο τύπου IV. Αυτό εντοπίζεται στη βασική μεμβράνη των σπειραμάτων των νεφρών, ενώ σχετίζεται και με την αίσθηση της ακοής. Άρα, κάποιος που πάσχει από το σύνδρομο λόγω της ελαττωματικής παραγωγής του κολλαγόνου τύπου ΙV, θα έχει βλάβη εκεί που βρίσκεται το κολλαγόνο αυτό. Με αυτό το σκεπτικό, ο πάσχων από αυτήν την πάθηση εμφανίζει προβλήματα ακοής και συνάμα προβλήματα με τη νεφρική λειτουργία. Σε αυτό το κομμάτι εμφανίζεται κυρίως αιματουρία. Ενώ κανονικά οι νεφροί φιλτράρουν το αίμα για να διώξουν το περιττό νερό με άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού, τώρα απεκκρίνουν και ποσότητα αίματος. Ο ασθενής, με άλλα λόγια, έχει κόκκινα-αιματηρά ούρα. Πιο σπάνια, ενυπάρχουν συμπτώματα λοιμώξεων ανώτερου αναπνευστικού, υπέρτασης λόγω σταδιακής επιδείνωσης της βλάβης των νεφρών, οφθαλμικές βλάβες και δυσκαταποσία (συμπτώματα από τον οισοφάγο). Σε τελικό στάδιο, οι ασθενείς πάσχουν από πολύ σοβαρή νεφρική ανεπάρκεια.
Αναλύονται τόσο εκτενώς τα κλινικά σημεία κυρίως της αιματουρίας και των προβλημάτων ακοής, διότι είναι οι δείκτες της διάγνωσης η οποία συμβαίνει σε παθολογικές καταστάσεις. Κανονικά, για να βρεθεί μια τέτοια μετάλλαξη του κολλαγόνου θα απαιτούνταν ανάλυση του γονιδιώματος, εξέταση με κόστος και σπανίως προτιμούμενη κυρίως παλαιότερα.
Μιλήσαμε για τα συμπτώματα και τη διάγνωση της νόσου. Ας σταθούμε τώρα στον τρόπο κληρονόμησής της. Έχουν καταγραφεί δύο μορφές, μια συνδεδεμένη με το χρωμόσωμα Χ (γνωστή και ως φυλοσύνδετη κληρονομικότητα) που κυριαρχεί και μια με αυτοσωμική επικρατούσα κληρονομικότητα. Η συνδεδεμένη με το Χ χρωμόσωμα σημαίνει, εν ολίγοις, πως τα αγόρια εμφανίζουν συχνότερα από τα κορίτσια το νόσημα όταν ειδικά προκύπτουν από φορέα μητέρα ή πάσχουσα.
Η αυτοσωμική επικρατούσα εκδοχή σημαίνει πως ο γονέας που νοσεί έχει μεγάλη πιθανότητα να δώσει ασθενείς απογόνους. Τα χαρακτηριστικά της κληρονομικότητας εξαρτώνται και από τους δύο γονείς και τον τρόπο κληρονόμησης, γι’ αυτό και δεν αναλύονται σε μεγάλο βαθμό στο παρόν άρθρο. Ωστόσο, αυτό που μας αφορά σε αυτό το κομμάτι είναι ότι επειδή η διάγνωση γίνεται παθολογικά και ο τρόπος κληρονόμησης ποικίλλει, αυξάνουν οι αδιάγνωστοι φορείς και άρα η πιθανότητα νέων νοσούντων.
Η θεραπευτική προσέγγιση μέχρι στιγμής στοχεύει στη λειτουργία των νεφρών με χορήγηση αναστολέα μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης. Θα έλεγε κανείς ότι είναι μια «παρηγορητική» θεραπεία, με κύριο σκοπό την επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου. Κατά καιρούς, έχουν γίνει προσπάθειες για γονιδιακή θεραπεία με κάποια θετικά αποτελέσματα, χωρίς όμως να εδραιωθούν λόγω πιθανών παρενεργειών.
Ολοκληρώνοντας αυτήν την ανασκόπηση, το σύνδρομο Alport συνιστά μια σπάνια νόσο που προσβάλλει, κυρίως, νεφρούς και ακοή, με το μεγαλύτερο αρνητικό να μη γίνεται διάγνωση από νωρίς, δίχως αποτελεσματική θεραπεία και με φορείς που ποτέ δε γνωρίζουν τον κίνδυνο της φορείας τους. Η ερώτηση που προκύπτει από αυτό το χαρακτηριστικό παράδειγμα συνδρόμου χωρίς γνωστούς φορείς και διαγνωσμένους με βάση την παθολογία είναι: «Μήπως για να αποφευχθούν τέτοιες παθήσεις αξίζει η ανάλυση του γονιδιώματός μας να γίνει ένας τρόπος πρόληψης εκτενώς;».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- A review of clinical characteristics and genetic backgrounds in Alport syndrome, Clin Exp Nephrol, διαθέσιμο εδώ
- Alport syndrome, pubmed, διαθέσιμο εδώ