Της Χαράς Γρίβα,
Η Γενοκτονία των Ποντίων, ένα συνταρακτικό γεγονός της ιστορίας των αρχών του 20ού αιώνα που κόστισε τη ζωή σε 353.000 ψυχές και οδήγησε στον ξεριζωμό άλλες πόσες εκατομμύρια ψυχές, ήταν μάρτυρας της συστηματικής εξόντωσης των Ελλήνων του Πόντου από την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη διάδοχό της, την Τουρκία. Αυτό το σκοτεινό κεφάλαιο, που συχνά επισκιάζεται από την ευρύτερα αναγνωρισμένη Γενοκτονία των Αρμενίων, είχε ως αποτέλεσμα το θάνατο εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων του Πόντου και τον εκτοπισμό αμέτρητων άλλων. Η κατανόηση της Γενοκτονίας των Ποντίων απαιτεί εμβάθυνση στα ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά συμφραζόμενα που οδήγησαν σε αυτή τη θηριωδία, εξέταση των μεθόδων που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της γενοκτονίας και προβληματισμό για τις διαχρονικές επιπτώσεις της στην ποντιακή ελληνική κοινότητα και τις παγκόσμιες προσπάθειες αναγνώρισης.
Οι Έλληνες του Πόντου κατοικούσαν στην περιοχή του Πόντου, που βρίσκεται στη νότια ακτή της Μαύρης Θάλασσας, για πάνω από δύο χιλιετίες. Η περιοχή αυτή, που βρίσκεται στη σημερινή βορειοανατολική Τουρκία, αποτέλεσε σημαντικό τμήμα του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και αργότερα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Οι Έλληνες του Πόντου ήταν γνωστοί για τον πλούσιο πολιτισμό, τη γλώσσα και τις παραδόσεις τους, τις οποίες διατήρησαν παρά τα μεταβαλλόμενα πολιτικά τοπία κατά τη διάρκεια των αιώνων. Διακρίθηκαν, επίσης, και στον τομέα του εμπορίου με την βοήθεια του Μεταρρυθμιστικού Χάρτη Hatt-i Humayun, το 1856.
Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, που ιδρύθηκε το 1299, ήταν ένα τεράστιο και ποικιλόμορφο βασίλειο που περιλάμβανε διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες. Το σύστημα των millet της αυτοκρατορίας επέτρεπε έναν βαθμό θρησκευτικής αυτονομίας, αλλά επίσης εδραίωνε κοινωνικές ιεραρχίες και διαιρέσεις. Στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα, η αυτοκρατορία αντιμετώπισε σημαντικές εσωτερικές και εξωτερικές πιέσεις, όπως εθνικιστικά κινήματα μεταξύ των υποτελών της λαών και εδαφικές απώλειες στα Βαλκάνια και τη Βόρεια Αφρική.
Η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού, ιδίως μεταξύ των Νεότουρκων, οι οποίοι ανέβηκαν στην εξουσία το 1908, επιδείνωσε τις εθνοτικές εντάσεις. Οι Νεότουρκοι στόχευαν στη δημιουργία ενός ομοιογενούς τουρκικού κράτους, αντιμετωπίζοντας τις μη τουρκικές μειονότητες με καχυποψία και εχθρότητα. Αυτός ο εθνικιστικός οίστρος έθεσε τις βάσεις για πολιτικές εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-1913) και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος (1914-1918) ήταν καθοριστικής σημασίας για τη διαμόρφωση της δημογραφικής πολιτικής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι ήττες της αυτοκρατορίας σε αυτές τις συγκρούσεις και η επακόλουθη απώλεια εδαφών ενίσχυσαν το αίσθημα υπαρξιακής απειλής μεταξύ της άρχουσας ελίτ. Η εισροή μουσουλμάνων προσφύγων από τα Βαλκάνια ενέτεινε περαιτέρω τις εθνοτικές και θρησκευτικές εντάσεις.
Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, συμμαχώντας με τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, βρέθηκε σε έναν απελπισμένο αγώνα επιβίωσης. Ο πόλεμος αποτέλεσε πρόσχημα για την οθωμανική κυβέρνηση να εφαρμόσει δραστικά μέτρα κατά των θεωρούμενων εσωτερικών εχθρών, συμπεριλαμβανομένων των Αρμενίων, των Ασσυρίων και των Ποντίων.
Η Γενοκτονία των Αρμενίων (1915-1917), που ενορχηστρώθηκε από την κυβέρνηση των Νεότουρκων, λειτούργησε ως ανατριχιαστικός προάγγελος για τη Γενοκτονία των Ποντίων. Η συστηματική εξόντωση 1,5 εκατομμυρίου Αρμενίων κατέδειξε την προθυμία του καθεστώτος να χρησιμοποιήσει ακραία βία για την επίτευξη των εθνικιστικών του στόχων. Αυτή η γενοκτονική εκστρατεία δημιούργησε επίσης ένα πρότυπο για μελλοντικές φρικαλεότητες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων κατά των Ελλήνων του Πόντου.
Η αρχική φάση της Γενοκτονίας των Ποντίων συνέπεσε με τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1914, η οθωμανική κυβέρνηση άρχισε να στοχοποιεί τις ελληνικές κοινότητες στις περιοχές της Μικράς Ασίας, οδηγώντας σε σφαγές, αναγκαστικές απελάσεις και κατασχέσεις περιουσιών, ως μία προσπάθεια των Τούρκων να διατηρήσουν το κράτος τους. Αν και η κύρια εστίαση ήταν σε αυτές τις περιοχές, οι Έλληνες του Πόντου βίωσαν επίσης κλιμακούμενη βία και διώξεις.
Το 1916, η κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς ο ρωσικός στρατός προέλασε στη βορειοανατολική Ανατολία, γεγονός που ώθησε τις οθωμανικές αρχές να θεωρήσουν τους Πόντιους ως πιθανούς συνεργάτες. Οι μαζικές συλλήψεις, οι εκτελέσεις και οι απελάσεις έγιναν καθημερινό φαινόμενο. Χιλιάδες Πόντιοι μεταφέρθηκαν βίαια στο εσωτερικό της Ανατολίας, όπου πολλοί πέθαναν από την πείνα, τις ασθένειες και τα καιρικά φαινόμενα.
Το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έφερε ανάπαυλα στους Έλληνες του Πόντου. Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και η επακόλουθη Συνθήκη των Σεβρών (1920) προκάλεσαν σημαντικές εδαφικές απώλειες ενώ παράλληλα δημιούργησε μια ανεξάρτητη Αρμενία και μια ζώνη υπό ελληνική διοίκηση στη Σμύρνη. Οι εξελίξεις αυτές τροφοδότησαν τον τουρκικό εθνικιστικό θυμό και τους φόβους διάλυσης.
Η ελληνική εισβολή στην Ανατολία το 1919, με στόχο την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, πυροδότησε περαιτέρω την κατάσταση. Στην ελληνική εκστρατεία που ακολούθησε (1919-1922) σημειώθηκαν βίαια αντίποινα κατά των ελληνικών κοινοτήτων σε ολόκληρη την Ανατολία, συμπεριλαμβανομένου του Πόντου. Οι τουρκικές εθνικιστικές δυνάμεις, με επικεφαλής τον Mustafa Kemal Atatürk, επιδόθηκαν σε συστηματικές σφαγές, αναγκαστικές πορείες και εθνοκάθαρση για να εξαλείψουν την ελληνική παρουσία.
Οι σφαγές αποτέλεσαν κεντρικό στοιχείο της Γενοκτονίας των Ποντίων. Στο στόχαστρο μπήκαν ολόκληρα χωριά, με άνδρες, γυναίκες και παιδιά να σφαγιάζονται αδιακρίτως. Αξιοσημείωτες σφαγές σημειώθηκαν στις πόλεις Σαμψούντα, Τραπεζούντα και Αμάσεια, όπου χιλιάδες Πόντιοι δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ. Οι επιζώντες συχνά αντιμετώπιζαν συνοπτικές εκτελέσεις ή στέλνονταν σε πορείες θανάτου. Μαρτυρίες μας δείχνουν πως ενώ συνυπήρχαν ειρηνικά με τους Τούρκους στα ίδια σπίτια για χρόνια, την επόμενη μέρα τους έσφαζαν.
Οι εκτοπίσεις και οι πορείες θανάτου ήταν μια άλλη βάναυση μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε για την εξόντωση των Ελλήνων του Πόντου. Αναγκασμένοι να βαδίσουν εκατοντάδες χιλιόμετρα σε αφιλόξενες περιοχές, οι απελαθέντες υπέφεραν από ακραίες καιρικές συνθήκες, έλλειψη τροφής και νερού αλλά και τις ασθένειες. Οι πορείες αυτές, που θύμιζαν εκείνες που επιβλήθηκαν στους Αρμένιους, είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων.
Πολλοί Πόντιοι στρατολογήθηκαν σε τάγματα εργασίας (Amele Taburları) υπό άθλιες συνθήκες. Αναγκασμένοι να εργαστούν σε έργα υποδομής, όπως η κατασκευή δρόμων και σιδηροδρόμων, οι εργάτες αυτοί αντιμετώπιζαν εξαντλητικά ωράρια, ανεπαρκή διατροφή και βάναυση μεταχείριση. Δημιουργήθηκαν, επίσης, στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου οι κρατούμενοι υπέφεραν από άθλιες συνθήκες, πείνα και ανεξέλεγκτες ασθένειες.
Η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας στη Γενοκτονία των Ποντίων ήταν περιορισμένη, επισκιασμένη από το ευρύτερο πλαίσιο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και τις επακόλουθες γεωπολιτικές αλλαγές. Οι αναφορές για τις φρικαλεότητες έφτασαν στις δυτικές κυβερνήσεις και τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, αλλά συχνά δεν προκάλεσαν παρά μόνο τυπικές διαμαρτυρίες και εκφράσεις ανησυχίας.
Οι ιεραπόστολοι και οι διπλωμάτες που υπηρετούσαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο στην τεκμηρίωση της γενοκτονίας. Οι αναφορές τους και οι μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων παρείχαν πολύτιμες αποδείξεις για τις θηριωδίες που διαπράχθηκαν σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου. Παρά τις προσπάθειές τους, οι μαρτυρίες αυτές δυσκολεύτηκαν να συγκεντρώσουν ουσιαστική πολιτική δράση ή παρέμβαση.
Η όλη κατάσταση κορυφώθηκε με την ανταλλαγή πληθυσμών που επέβαλε η Συνθήκη της Λωζάνης (1923), η οποία ουσιαστικά τερμάτισε την παρουσία των Ελληνορθόδοξων Χριστιανών στην Τουρκία και των Μουσουλμάνων στην Ελλάδα. Αυτή η υποχρεωτική ανταλλαγή περιλάμβανε τη μετεγκατάσταση περίπου 1,5 εκατομμυρίου Ελλήνων από την Τουρκία και 500.000 Μουσουλμάνων από την Ελλάδα, παγιώνοντας περαιτέρω την εθνοτική ομοιογένεια που επεδίωκε η Τουρκία.
Οι επιζώντες της Γενοκτονίας των Ποντίων αντιμετώπισαν το δύσκολο έργο της ανοικοδόμησης της ζωής τους σε άγνωστες χώρες. Πολλοί εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, όπου αντιμετώπισαν σημαντικές προκλήσεις, όπως η φτώχεια, οι διακρίσεις και ο αγώνας για τη διατήρηση της πολιτιστικής τους ταυτότητας. Η ελληνική διασπορά των Ποντίων εξαπλώθηκε και σε άλλα μέρη του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Αυστραλίας, όπου αναζήτησαν καταφύγιο και ευκαιρίες.
Η γενοκτονία άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ελληνική κοινότητα των Ποντίων. Το τραύμα της βίας, της απώλειας και του εκτοπισμού αντήχησε μέσα στις γενιές, διαμορφώνοντας τη συλλογική μνήμη και ταυτότητα. Οι προσπάθειες διατήρησης και αναβίωσης του ποντιακού πολιτισμού, της γλώσσας και των παραδόσεων έγιναν κεντρικό στοιχείο της ανθεκτικότητας και της αλληλεγγύης της διασποράς.
Οι προσπάθειες για την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Ποντίων συνεχίζονται, με διαφορετικό βαθμό επιτυχίας. Η Ελλάδα, υπό την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, ανακήρυξε το 1994 τη 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο». Η Αρμενία, η Κύπρος, η Σουηδία και η Ολλανδία έχουν αναγνωρίσει επίσημα τη γενοκτονία. Πολυάριθμες ακαδημαϊκές μελέτες, δημοσιεύσεις και εκδηλώσεις μνήμης έχουν επίσης συμβάλει στην ευαισθητοποίηση των πολιτών.
Παρά τις προσπάθειες αυτές, η Γενοκτονία των Ποντίων παραμένει μια αμφιλεγόμενη και συχνά αρνούμενη πτυχή της ιστορίας, ιδίως από την Τουρκία. Η τουρκική κυβέρνηση αρνείται σταθερά ότι οι θηριωδίες κατά των Ελλήνων του Πόντου συνιστούν γενοκτονία, πλαισιώνοντάς τες αντίθετα ως ατυχείς συνέπειες του χάους κατά τη διάρκεια του πολέμου και των διακοινοτικών συγκρούσεων. Αυτή η άρνηση εμποδίζει τη συμφιλίωση και διαιωνίζει τις ιστορικές αδικίες.
Η Γενοκτονία των Ποντίων αποτελεί τραγική απόδειξη της καταστροφικής δύναμης του εθνικισμού και του εθνικού μίσους. Η συστηματική εξόντωση και ο εκτοπισμός των Ελλήνων του Πόντου όχι μόνο αποδεκάτισε μια ζωντανή κοινότητα, αλλά άφησε και μια διαρκή κληρονομιά τραυμάτων και απωλειών. Καθώς ο κόσμος συνεχίζει να καταπιάνεται με τη φρίκη της γενοκτονίας, είναι επιτακτική ανάγκη να θυμόμαστε και να τιμούμε τα θύματα της Γενοκτονίας των Ποντίων, διασφαλίζοντας ότι ο πόνος τους αναγνωρίζεται και ότι τέτοιες θηριωδίες δεν θα επαναληφθούν ποτέ. Μέσω της αναγνώρισης, της εκπαίδευσης και των επετειακών εκδηλώσεων που γίνονται κάθε χρόνο στις 19 Μαΐου, η μνήμη των Ελλήνων του Πόντου μπορεί να διατηρηθεί, προωθώντας τη δέσμευση για δικαιοσύνη και ανθρώπινα δικαιώματα για όλους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Χάρης Τσιρκινίδης (2002), Επιτέλους τους ξεριζώσαμε… Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, της Θράκης και της Μ. Ασίας, μέσα από τα γαλλικά αρχεία, Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη
- Γεώργιος Ν. Κοφινάς (1919), Περί του διωγμού των εν Τουρκία ελλήνων, Αθήνα: Εθνικόν Τυπογραφίον
- Ιωακείμ Σαλτσής (1960), Και πάλι για τους Πόντιους και τους Λαζούς, εξ οικείων τα βέλη-αδέσποτα όμως, εκδ: Ποντιακή Εστία
- Η Γενοκτονία των Ποντίων, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ.