Της Δωροθέας Λυπηρίδου,
Η πολιτική δίκη εκτυλίσσεται σε ένα πλαίσιο διαδικασιών που αποσκοπούν στην απονομή δικαιοσύνης κατά τον ορθότερο δυνατό τρόπο και στην αποκατάσταση του αισθήματος δικαίου τόσο των διαδίκων όσο και της ίδιας της κοινωνίας. Υπάρχουν, ωστόσο, φορές που οι πρωτοβάθμιες αποφάσεις χρήζουν αναθεωρήσεως για περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν τηρήθηκαν ορθά οι τυπικές διαδικασίες απονομής Δικαιοσύνης ή ακόμα και γιατί ο αντίδικος διαφωνεί με την απόφαση και αιτείται την επανεξέταση της υποθέσεως. Ο δεύτερος βαθμός δικαιοδοσίας επιτυγχάνεται μέσα από την άσκηση ένδικων μέσων τακτικών ή έκτακτων, μεταξύ των οποίων διακρίνεται αυτό της αναψηλάφησης.
Η αναψηλάφηση αποτελεί έκτακτο ένδικο μέσο με το οποίο προσβάλλονται τελεσίδικες και τελειωτικές αποφάσεις τακτικών πολιτικών δικαστηρίων σε περιπτώσεις καταπάτησης θεμελιωδών δικονομικών αρχών ή παραποίησης της αποδεικτικής βάσεως από αθέμιτες πράξεις και ενέργειες του αντιδίκου ή ακόμα και των δικαστικών φορέων. Ο διάδικος που αιτείται της αναψηλαφήσεως στοχεύει μέσω αυτής στην εξαφάνιση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και στην εκ νέου συζήτηση της υποθέσεως. Για τη νομότυπη άσκηση της αναψηλαφήσεως απαιτείται θεμελίωση σχετικού λόγου και το δικόγραφο αυτής πρέπει να περιέχει πέρα από όσα αναφέρουν τα άρθρα 118-120 ΚΠολΔ, έναν τουλάχιστον ορισμένο κατά σαφή τρόπο λόγο από όσους προβλέπει το άρθρο 544 ΚΠολΔ. Σε περίπτωση αοριστίας ή απουσίας αυτού η αίτηση για αναψηλάφηση απορρίπτεται αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη.
Στο ισχύον δίκαιο ο νομοθέτης δεν αναγνωρίζει άλλους λόγους πέρα από όσους αναφέρονται στο άρθρο 544 ΚΠολΔ, οι οποίοι και διακρίνονται σε δικονομικούς και ουσιαστικούς. Τους δικονομικούς λόγους του άρθρου 544 αποτελούν οι περιπτώσεις 1-5, 9 και 10. Σύμφωνα με την πρώτη, αναψηλάφηση επιτρέπεται αν στην ίδια υπόθεση εκδόθηκαν μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που είχαν παραστεί με την ίδια ιδιότητα, αποφάσεις που αντιφάσκουν μεταξύ τους, χωρίς να μας απασχολεί από ποιο δικαστήριο ή δικαστήρια προήλθαν. Προϋποθέτει το διατακτικό της μίας απόφασης να αναιρεί αυτό της άλλης, χωρίς να σημαίνει πως πρέπει να συμπίπτουν κατά απόλυτο τρόπο μεταξύ τους.
Η περίπτωση 544 αριθμ. 2 ΚΠολΔ αναφέρεται στην εκπροσώπηση των διαδίκων και επιτρέπει την αναψηλάφηση αν ένας εξ αυτών δεν εκπροσωπήθηκε με νόμιμο τρόπο στην δίκη, εφόσον ύστερα δεν εγκρίθηκε ρητά ή σιωπηρά η διεξαγωγή της. Ο νομοθέτης αναφέρεται σε εκπροσωπήσεις προσώπων ανίκανων προς δικαστική παράσταση, τα οποία ωστόσο παρέστησαν στην δίκη χωρίς τον νόμιμο αντιπρόσωπο τους ή όταν αυτός δεν εξουσιοδοτήθηκε σύμφωνα με τα όσα προβλέπει ο νόμος. Η εκπροσώπηση διαδίκων με αντίθετα συμφέροντα συνιστά την αμέσως επόμενη αναφερόμενη στο άρθρο 544 ΚΠολΔ περίπτωση 3, και, επομένως, αν το ίδιο πρόσωπο είχε παραστεί ως διάδικος στο όνομα του ή εκπροσώπησε διάδικους με περισσότερες ιδιότητες, οι οποίοι είχαν αντίθετα συμφέροντα, τότε είναι δυνατή η άσκηση της αναψηλαφήσεως.
Ταυτόχρονα, ο λόγος που θεμελιώνεται στην παράγραφο 4 του άρθρου 544 αναφέρει πως επιτρέπεται επίσης αναψηλάφηση αν κάποιος είχε παραστεί ως πληρεξούσιος διαδίκου χωρίς ωστόσο να φέρει πληρεξουσιότητα, εφόσον δεν εγκρίθηκε ύστερα η διεξαγωγή της δίκης, συμπεριλαμβανομένων και των περιπτώσεων κατά τις οποίες η πληρεξουσιότητα έπαψε να υπάρχει ή δεν υπήρξε καν δικηγορική ιδιότητα. Την αναψηλάφηση εδώ αιτείται αυτός που δεν έδωσε την πληρεξουσιότητα και είχε την ιδιότητα του διαδίκου στην προγενέστερη δίκη. Στους δικονομικούς λόγους που επιτρέπουν την αναψηλάφηση εντάσσει η παράγραφος 5 του 544 ΚΠολΔ την πλαστή απόφαση εξαιτίας είτε ψευδών αναγραφόμενη σε αυτήν αριθμό δικαστών που κρίνονται αναγκαίοι για την διεξαγωγή δίκης, είτε διότι δεν έχει εκδοθεί πλειοψηφία που απαιτεί ο νόμος ή δεν υπάρχουν οι αναγκαίες υπογραφές και δεν είναι δυνατή η υπογραφή της απόφασης από αυτά τα πρόσωπα. Σημαντικό είναι εδώ να σημειώσουμε πως το παραπάνω δεν αποτελεί κακή σύνθεση του δικαστηρίου στην οποία χωρεί αναίρεση και όχι αναψηλάφηση.
Οι περιπτώσεις 9 και 10 αφορούν στην κλεψιδικία και δωροληψία, αντίστοιχα. Σχετικά με την κλεψιδικία της περίπτωσης 9, χωρεί αναψηλάφηση αν ο διάδικος κλήτευσε τον αντίδικό του ως άγνωστης διαμονής, ενώ γνώριζε τη διαμονή του. Κατανοούμε τη σημαντικότητα της παραγράφου, αφού ο αιτών την αναψηλάφηση έχει προηγουμένως κλητευθεί στη δίκη ως άγνωστης διαμονής, με αποτέλεσμα να δικασθεί ερήμην, και ενώ ο αντίδικός του γνωρίζει τη διαμονή του, φέρεται δολίως. Η δωροληψία, από την άλλη, της παραγράφου 10, αφορά τις περιπτώσεις που το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης έχει επηρεαστεί κατά τρόπο ουσιώδη ή έχει διαπιστωθεί παράβαση καθήκοντος του δικαστή, που υπέγραψε για την έκδοση αυτής, από πρόθεση. Πρέπει, ωστόσο, τα παραπάνω να αποδεικνύονται με αμετάκλητη απόφαση εκδιδόμενη από ποινικό δικαστήριο και, σε περίπτωση που αυτό είναι αδύνατο, η αναγνώριση των παραπτωμάτων μπορεί να γίνει και με κύρια αγωγή, μέσα σε έξι μήνες από την έκδοση της αποφάσεως.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, Νικόλαος Θ. Νίκας, Δ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2022