Της Δήμητρας Μίγγου,
Ήδη από την αρχαιότητα, είχε περιγραφεί μια ασθένεια που προκαλούσε μυϊκούς σπασμούς, αναγκάζοντας το σώμα να τεντωθεί τόσο, ώστε να επέλθει σε μια κατάσταση ακαμψίας. Έτσι, από το επίθετο τετανός, που σημαίνει τεντωμένος και προέρχεται από το ρήμα τείνω, «γεννήθηκε» μια γνωστή σε όλους μας ασθένεια, ο τέτανος. Σήμερα, ο τέτανος εξακολουθεί να αποτελεί μία απειλή, ειδικότερα στις υποανάπτυκτες χώρες, όπου η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και εμβόλια είναι περιορισμένη.
Από τι προκαλείται, όμως, ο τέτανος; Γνωρίζουμε ότι το βακτήριο που προκαλεί τον τέτανο είναι το κλωστηρίδιο του τετάνου (Clostridium tetani). Σπόροι του συγκεκριμένου βακτηρίου μπορεί να βρίσκονται στο έδαφος, στη στάχτη, στα κόπρανα ανθρώπων και ζώων και στην επιφάνεια σκουριασμένων εργαλείων, όπως σε καρφιά, βελόνες, συρματοπλέγματα και άλλα. Οι σπόροι του βακτηρίου είναι πολύ ανθεκτικοί στη θερμότητα και τα περισσότερα αντισηπτικά, οπότε μπορούν να επιβιώσουν για χρόνια. Το βακτήριο εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα μέσω πληγών ή αμυχών του δέρματος. Βρίσκοντας εντός του σώματος ευνοϊκές συνθήκες, αρχίζει να πολλαπλασιάζεται και, στη συνέχεια, να εκκρίνει την τετανοσπασμίνη, μια τοξίνη που πλήττει νεύρα που ελέγχουν τη σύσπαση μυών. Σημαντικό είναι το γεγονός ότι ο τέτανος δεν είναι μεταδοτικός από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Υπάρχουν πολλά είδη τετάνου. Ένα από αυτά είναι ο λεγόμενος εντοπισμένος τέτανος, μια ασυνήθιστη μορφή της νόσου, που εκδηλώνεται με συνεχείς μυϊκούς σπασμούς τοπικά στην περιοχή του τραύματος. Μπορεί να εξελιχθεί στον συχνότερο γενικευμένο τέτανο, αλλά είναι πιο ήπιος. Μια ακόμη σπάνια μορφή εντοπισμένου τετάνου είναι και ο κεφαλικός τέτανος, ο οποίος προκαλείται από πληγές στο κεφάλι και κρανιοπροσωπικές λοιμώξεις. Καθιστά αδύναμους τους μύες του προσώπου, ενώ οδηγεί σε σπασμούς τους μύες στην περιοχή του σαγονιού. Ο κεφαλικός τέτανος μπορεί επίσης να μετατραπεί σε γενικευμένο τέτανο, που αποτελεί και τη συνηθέστερη μορφή τετάνου (80% των περιπτώσεων).
Ο γενικευμένος τέτανος εμφανίζει μια σειρά συμπτωμάτων που προκαλούνται από τη δράση της τετανοσπαμίνης στον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό. Το πρώτο σύμπτωμα που παρουσιάζει είναι σπασμοί στους μασητήρες μύες, ενώ ακολουθούν ακαμψία στον αυχένα, δυσκολία στην κατάποση και ακαμψία των μυών της κοιλιακής χώρας. Άλλα συμπτώματα που ενδέχεται να εκδηλωθούν είναι ο πυρετός, η εφίδρωση, η αυξημένη πίεση του αίματος και η ταχυκαρδία. Οι σπασμοί μπορεί να κρατάνε αρκετά λεπτά, να συνεχιστούν για 3-4 εβδομάδες και δύναται να προκύψουν ως απόκριση σε αισθητήρια ερεθίσματα, όπως σε έναν δυνατό θόρυβο ή στο φως.
Η περίοδος επώασης του βακτηρίου (δηλαδή το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την είσοδό του στον οργανισμό μέχρι την εμφάνιση των πρώτων συμπτωμάτων) ποικίλλει από 3 έως 21 μέρες, αλλά είναι, κατά μέσο όρο, ίση με 8 ημέρες. Ορισμένες επιπλοκές περιλαμβάνουν τον λαρυγγόσπασμο και σπασμούς στους αναπνευστικούς μύες (άρα δυσκολία στην αναπνοή), ενώ εξαιτίας των έντονων μυϊκών συσπάσεων μπορούν να προκληθούν ακόμη και κατάγματα στη σπονδυλική στήλη ή σε μακρά οστά. Ο θάνατος αποτελεί μια επιπλέον επιπλοκή.
Ο τέτανος διαγιγνώσκεται αποκλειστικά από την κλινική εικόνα του ασθενούς (ενδείξεις αποτελούν και το ιστορικό τραυματισμού του ασθενούς και ο μη εμβολιασμός του) και όχι από τον εντοπισμό του κλωστηριδίου του τετάνου, καθώς αυτό δεν μπορεί να απομονωθεί από την πληγή του πάσχοντος και μπορεί να εμφανιστεί και στο δέρμα ατόμου που δεν νοσεί από τέτανο.
Μια υποκατηγορία τετάνου που έρχεται να προστεθεί στα προηγούμενα είδη είναι και ο νεογνικός τέτανος. Αυτός είναι, ουσιαστικά, γενικευμένος τέτανος σε νεογνά, τα οποία γεννιούνται από ανεμβολίαστες μητέρες και σε συνθήκες χαμηλής υγιεινής. Τέτοιες συνθήκες συμπεριλαμβάνουν το κόψιμο του ομφάλιου λώρου με μη αποστειρωμένα εργαλεία και τοκετούς που πραγματοποιούνται σε μολυσμένες επιφάνειες ή από μαιευτήρες με ακάθαρτα χέρια. Ο νεογνικός τέτανος παρουσιάζει κι αυτός μυϊκούς σπασμούς στο νεογνό ως σύμπτωμα, οι οποίοι φαίνονται από τη δυσκολία του νεογνού να θηλάσει και το υπερβολικό κλάμα του.
Το κριτήριο που θέτει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας για τη διάγνωση του νεογνικού τετάνου είναι η μετάβαση του νεογνού από μια φυσιολογική κατάσταση κλάματος και θηλασμού τις πρώτες δύο μέρες από τη γέννησή του σε ανικανότητα να θηλάσει ή να ελέγξει το κλάμα του, που μπορεί να συνοδεύεται από ακαμψία και σπασμούς και παρατηρείται σε κάποια χρονική στιγμή μεταξύ της 3ης και 28ης ημέρας της ζωής του. Σωτήριες ήταν η εξέλιξη και η ευρεία χρήση του αντιτετανικού εμβολίου, αφού το 2018 σημειώθηκε μείωση του αριθμού των θανάτων νεογνών από τέτανο κατά 97% σε σχέση με το 1988. Τα νούμερα παρουσιάζουν τεράστια διαφορά, με το 1988 να σημειώνει 787.000 θανάτους νεογνών εντός του πρώτου μήνα της ζωής τους, ενώ το 2018 να καταγράφει 25.000 θανάτους.
Έχουν παρασκευαστεί διάφορα είδη εμβολίων κατά του τετάνου, τα οποία συνδυάζονται πάντα με εμβόλια για άλλες ασθένειες (πχ. για τη διφθερίτιδα). Τα εμβόλια αυτά έχουν ενσωματωθεί παγκοσμίως σε προγράμματα εμβολιασμού, ενώ χορηγούνται και προγεννητικά στις έγκυες γυναίκες, προς αποφυγή του νεογνικού τετάνου. Βέβαια, ο νεογνικός τέτανος μπορεί να αποτραπεί και αν η γυναίκα έχει εμβολιαστεί πριν από την εγκυμοσύνη της. Για προστασία από την νόσο εφ’ όρου ζωής, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας συνιστά τη χορήγηση συνολικά 6 δόσεων εμβολίων ανά άτομο (3 πρωτογενείς δόσεις και 3 αναμνηστικές). Η σειρά των τριών πρωτογενών δόσεων, προτείνεται να ξεκινά από την ηλικία των 6 εβδομάδων στο βρέφος, με τις υπόλοιπες κύριες δόσεις να χορηγούνται με ελάχιστο μεσοδιάστημα τεσσάρων εβδομάδων μεταξύ τους. Η πρώτη αναμνηστική δόση θα έπρεπε να γίνει στη διάρκεια του 2ου έτους ζωής του παιδιού (12-23 μηνών), η δεύτερη στα 4-7 χρόνια του παιδιού και η τελευταία στα 9-15 χρόνια του. Ιδανικά, καλό θα ήταν να μεσολαβεί ένα ελάχιστο διάστημα 4 ετών μεταξύ των αναμνηστικών δόσεων.
Μετά τον εμβολιασμό με τη σειρά εμβολίων DTaP ή Td/Tdap, το 100% των εμβολιασμένων θα έχει αντισώματα κατά της τοξίνης του τετάνου. Ωστόσο, τα επίπεδα των αντισωμάτων μειώνονται στο αίμα με την πάροδο του χρόνου, γεγονός που καθιστά αναγκαία τη λήψη αναμνηστικών δόσεων του εμβολίου κάθε 10 έτη. Το εμβόλιο δημιουργείται γενικά έπειτα από χημική επεξεργασία της τετανοσπασμίνης (της τοξίνης του τετάνου), οπότε μετατρέπεται σε μια μη λοιμογόνο μορφή, ικανή να προκαλέσει ανασολογική απόκριση και, άρα, παραγωγή αντισωμάτων στο άτομο στο οποίο χορηγείται. Δεν περιέχει, δηλαδή, ζωντανούς μικροοργανισμούς ικανούς να πολλαπλασιαστούν, οπότε το εμβόλιο δεν μπορεί να προκαλέσει την ασθένεια. Υπάρχουν, βέβαια, ορισμένες αντενδείξεις για τη χορήγησή του, όπως τυχόν αλλεργικές αντιδράσεις και προϋπάρχουσες νευρολογικές παθήσεις, καθώς το εμβόλιο θα μπορούσε να πυροδοτήσει συμπτώματα μιας υποκείμενης νόσου.
Ανακεφαλαιώνοντας, η αξία του εμβολιασμού κατά του τετάνου είναι μεγάλη. Η πρόληψη σχεδόν ταυτίζεται με τη θεραπεία αυτής της νόσου, αφού δεν υπάρχει κάποιο πιο «άμεσο» φάρμακο για την εξουδετέρωση του βακτηρίου. Αν και, πλέον, τα κρούσματα έχουν μειωθεί σημαντικά λόγω εμβολιασμού στον αναπτυγμένο κόσμο, ελπίζουμε σε δράσεις και μέτρα προκειμένου ο τέτανος να μην αποτελεί πρόβλημα ούτε και για τους κατοίκους υποανάπτυκτων χωρών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Tetanus, World Health Organization. Διαθέσιμο εδώ
- Tetanus, Mayo Clinic. Διαθέσιμο εδώ
- Τέτανος (και Νεογνικός Τέτανος), ΕΟΔΥ. Διαθέσιμο εδώ
- Tetanus: Questions and Answers, Immunize. Διαθέσιμο εδώ
- Λεξιστορείν: ο τέτανος!, Η ΡΟΔΙΑΚΗ. Διαθέσιμο εδώ