Του Γιάννη Λεωτσάκου,
Τους τελευταίους μήνες, ο απόδημος Ελληνισμός έχει μπει πολλές φορές στο επίκεντρο της πολιτικής –και όχι μόνο– συζήτησης μέσω διάφορων ζητημάτων. Η αμφιλεγόμενη δημιουργία των ειδικών εκλογικών τμημάτων σε πόλεις του εξωτερικού λόγω των Βουλευτικών Εκλογών, το νομοσχέδιο για την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου για όλους τους Έλληνες πολίτες, ανεξαρτήτως αν βρίσκονται εντός ή εκτός της χώρας, και η φυλάκιση του Φρέντυ Μπέλερη, εκλεγμένου Δήμαρχου της Χειμάρρας, αποτελούν τα πιο γνωστά και συζητημένα θέματα που μονοπώλησαν και συνεχίζουν να μονοπωλούν αναλύσεις και συζητήσεις.
Είναι προφανές ότι η ομογένεια και τα θέματα που σχετίζονται με αυτήν, μπορούν εύκολα να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των Ελλήνων που βρίσκονται εντός των συνόρων της χώρας. Αυτό συμβαίνει αφενός επειδή ο αριθμός των απόδημων Ελλήνων είναι αρκετά μεγάλος και επομένως, σχεδόν κάθε οικογένεια έχει έναν ή και περισσότερους συγγενείς που βρίσκονται μόνιμα στο εξωτερικό και αφετέρου επειδή οι Έλληνες του εξωτερικού αποτελούν το προπύργιο του Ελληνισμού, έχοντας προάγει τις αξίες του πολιτισμού μας εδώ και πολλές δεκαετίες. Αυτό το ενδιαφέρον δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από τους ηγέτες των κομμάτων, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, οι οποίοι προσπαθούν με ποικίλους τρόπους να ωφεληθούν από αυτό.
Οι εθνικές εορτές και οι προεκλογικές περίοδοι αποτελούν την τέλεια ευκαιρία για να πραγματοποιηθεί μια επίσκεψη σε κάποια πόλη ή περιοχή με έντονο ελληνικό στοιχείο, να τονιστεί η προσφορά των ομογενών για τη συντήρηση και τη διάδοση της Ελληνικής κουλτούρας και να δοθούν βαρυσήμαντες δηλώσεις και υποσχέσεις για στήριξη προς αυτούς, οι οποίες μένουν συχνά ανεκπλήρωτες.
Έτσι, λοιπόν, ενόψει των κρίσιμων Ευρωεκλογών της 9ης Ιουνίου, ο Πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-Π.Σ., Στέφανος Κασσελάκης, επισκέφτηκε τα μειονοτικά χωριά της Βόρειας Ηπείρου, μια πολυδιαφημισμένη επίσκεψη που δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, καθώς λίγες εβδομάδες έχουν περάσει από την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του Φρέντυ Μπελέρη με τη Νέα Δημοκρατία, μια κίνηση που προς το παρόν κρίνεται θετικά για το κυβερνών κόμμα, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, σαφέστατα, επιθυμεί να αποκομίσει όσο το δυνατόν περισσότερα εκλογικά οφέλη και να δείξει παράλληλα ένα πιο «πατριωτικό» πρόσωπο σε σχέση με το παρελθόν, μπαίνοντας σε χωράφια που τα δεξιά κόμματα γνωρίζουν και διαχειρίζονται πολύ καλά.
Για ακόμα μια φορά, όμως, η Πολιτική δεν κοιτάζει την ουσία των πραγμάτων. Όλοι επιχειρούν να «υπερασπιστούν» τα συμφέροντα των ομογενών, με το βάρος να πέφτει, φυσικά, στην Κυβέρνηση, η οποία δεν φαίνεται να έχει πράξει τις κινήσεις που απαιτούνται σε θέματα των ομογενών της Αλβανίας και όχι μόνο. Η υποψηφιότητα του Φρέντυ Μπελέρη έχει περιορίσει τη δημόσια συζήτηση στο αν είναι ορθή ή λανθασμένη η κίνηση της Νέας Δημοκρατίας να τον εντάξει στο Ευρωψηφοδέλτιό της, ποια προβλήματα ενδέχεται να προκύψουν στην πιθανότητα εκλογής του και ποιο κόμμα στηρίζει περισσότερο ή λιγότερο την ομογένεια. Κανείς δεν ασχολείται πια αρκετά με τον «πόλεμο» που έχει αρχίσει και συνεχίζει εδώ και χρόνια ο Πρωθυπουργός της Αλβανίας, Έντι Ράμα, εναντίον των Ελλήνων της Αλβανίας και ειδικά των Ελλήνων κατοίκων της Χειμάρρας, των οποίων επιχειρεί να απαλλοτριώσει τις περιουσίες τους. Σίγουρα, η στάση της Ελληνικής Πολιτείας, αλλά και των ευρωπαϊκών θεσμών δεν είναι αυτή που θα περίμενε κανείς και θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιεικώς κακή.
Όμως, δεν είναι μόνο τα θέματα των Ελλήνων της Αλβανίας στα οποία η Πολιτεία δείχνει αδιαφορία. Γενικότερα, υπάρχει μια αδιάφορη στάση στα θέματα αυτά. Σε πολλές περιοχές με μεγάλο και όχι μόνο ελληνικό πληθυσμό (Βρυξέλλες, Παρίσι, Μόναχο), τα μειονοτικά σχολεία υπολειτουργούν σε μεγάλο βαθμό, αναγκάζοντας τους γονείς να βρουν μια άλλη διέξοδο για την ελληνική εκπαίδευση των παιδιών τους, ενώ, παράλληλα, η γραφειοκρατία για ένα πλήθος ζητημάτων αποτελεί ένα διαρκές βάρος για τους ομογενείς.
Το ελληνικό κράτος οφείλει να σταθεί έμπρακτα δίπλα στις ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού, να στηρίξει την ύπαρξη και τις δράσεις τους με όλα τα απαραίτητα μέσα, να διευκολύνει τις διαδικασίες με τις οποίες εμπλέκονται οι ομογενείς και, συνεπώς, να αποτελέσει μια επιπλέον βοήθεια και όχι ένα εμπόδιο στη συντήρηση του ελληνικού πολιτισμού.