Του Μάνου Πατρινιού,
Το Κίνημα των Ζηλωτών φαίνεται εκ πρώτης όψεως για έναν που το πρωτοσυναντά ως ένα σχετικά ασήμαντο γεγονός της Βυζαντινής ιστορίας. Λαϊκές εξεγέρσεις συνέβαιναν παντού και πάντα για ποικίλα αίτια. Εκτός αυτού, διήρκεσε μόνο επτά έτη και ξέσπασε στην Θεσσαλονίκη, δηλαδή όχι στην Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους. Έτσι, θα ήταν λογικό να εικάσουμε ότι, λόγω της κοινότοπης φύσης του, θα υπάρχει σε μεγάλο βαθμό συμφωνία των αναλύσεων από ιστορικούς ή λοιπούς μελετητές. Λάθος!
Το Κίνημα αναλύθηκε ποικιλοτρόπως από διαφορετικούς μελετητές, την κρίση και τα συμπεράσματα των οποίων επηρέασε η εποχή τους, η κοινωνική τους θέση, αλλά και η ιδεολογία τους. Μερικοί σύγχρονοι του κινήματος ιστορικοί έβλεπαν έναν μανιώδη, αιμοβόρο όχλο, κατευθυνόμενο από ιδιοτελή συμφέροντα. Άλλοι, παραδοσιακοί μαρξιστές στις αρχές του 20ου αιώνα, εντοπίζουν στην εξέγερση των Ζηλωτών και την μετέπειτα διακυβέρνησή τους μία λαοκρατική δημοκρατία. Οι ίδιοι χαρακτήρισαν, μάλιστα, το ζηλωτικό καθεστώς «Κομμούνα», την πρώτη κιόλας της νεότερης ιστορίας. Άλλοι πάλι μετριοπαθέστεροι αναλύουν το κίνημα πιο ψύχραιμα από πολλές σκοπιές: ιστορική, πολιτική, θρησκευτική, κοινωνιολογική κ.α..
Ως ένας αρχάριος και αντικειμενικός μελετητής της ιστορίας δεν θα ήταν σωστό να επιλέξω κάποιο από τα «στρατόπεδα» ανάλυσης του Κινήματος και να παρουσιάσω μονάχα αυτό. Μπορώ όμως να παραθέσω κριτικά τα δεδομένα που συγκέντρωσα έπειτα από ενδελεχή μελέτη της βιβλιογραφίας, και να πλέξω ένα συνδυαστικό αφήγημα των γεγονότων, το οποίο (όπως το βλέπω εγώ τουλάχιστον) αποδίδει όσο πιο κοντά στην πραγματικότητα είναι εφικτό το Ζηλωτικό Κίνημα, που τελικά μόνο ένα απλό Κίνημα δεν ήταν.
Πριν αρχίσω, όμως, την παρουσίαση, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι πραγματικός αντικειμενισμός δεν υπάρχει: όσο αντικειμενικοί κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε, στην πραγματικότητα κουβαλάμε προσωπικά βιώματα, απόψεις, και σκέψεις που μας επηρεάζουν. «Η αντικειμενικότητα είναι ο βαθμός της ευπρέπειας του υποκειμενισμού μας» είχε αναφέρει ο Κώστας Βαξεβάνης και θα συμφωνήσω μαζί του. Πάμε, λοιπόν, να δούμε τι συνέβη.
Το 1341 ξεσπά ο Δεύτερος Εμφύλιος Πόλεμος του Βυζαντίου (1341-1347), αμέσως μετά τον θάνατο του Αυτοκράτορα Ανδρονίκου Γ’ Παλαιολόγου. Επίκεντρο της διαμάχης ήταν το ζήτημα της κηδεμονίας του διαδόχου. Ο Ανδρόνικος πέθανε χωρίς να επιλέξει τον επόμενο Αυτοκράτορα. Ο γιος του, Ιωάννης Ε’ Παλαιολόγος, ήταν ο επικρατέστερος διάδοχος και αρχικά στηρίχθηκε από τον Καντακουζηνό. Σύντομα, όμως, ο Καντακουζηνός απέκτησε ηγετικές φιλοδοξίες, και το 1341, υποστηριζόμενος από ευγενείς και αριστοκράτες, αυτοανακηρύσσεται Αυτοκράτορας στο Διδυμότειχο. Η αντιβασιλεία στην Κωνσταντινούπολη απαντά με στέψη του ανήλικου Ιωάννη. Έτσι, δύο Αυτοκράτορες, ο καθένας με διαφορετικά κοινωνικά ερείσματα, είναι παράλληλα εστεμμένοι.
Η Βυζαντινή κοινωνία διχάστηκε έντονα ως προς το ποιος ήταν (ή έπρεπε να είναι) Αυτοκράτορας. Οι Παλαιολόγοι ήταν πάντα λαοφιλείς, ωστόσο ο Καντακουζηνός είχε βρει υποστήριξη στους τοπικούς κοσμικούς και θρησκευτικούς άρχοντες. Γενικότερα, ο λόγος που δημιουργήθηκαν τόσο μεγάλα κοινωνικά ρήγματα εξαιτίας αυτής της διαμάχης διαδοχής ήταν ότι η αριστοκρατία και οι εύπορες τάξεις γενικά υποστήριξαν τον Καντακουζηνό, ενώ οι χαμηλές και μεσαίες τάξεις, οι αστοί, οι έμποροι και οι ναυτικοί τάχθηκαν με την αντιβασιλεία.
Λαϊκή δυσαρέσκεια και αντιδράσεις εκφράστηκαν και κλιμακώθηκαν σε βίαιες εξεγέρσεις, με αίτημα να μην αναγνωριστεί ο Καντακουζηνός. Σε μερικές περιπτώσεις καταπνίγηκαν εύκολα και γρήγορα στο αίμα, σε άλλες περιπτώσεις οι Καντακουζηνικοί εξορίστηκαν και δημεύτηκαν οι περιουσίες τους. Πουθενά όμως ο ένοπλος αγώνας υπέρ του Παλαιολόγου δεν γνώρισε την ίδια οργάνωση, ούτε πήρε τις ίδιες διαστάσεις εμφυλίου, όπως στην Θεσσαλονίκη.
Η Σαλονίκη δεν ήταν μία πόλη σαν όλες τις άλλες του Βυζαντίου. Επικρατούσαν σε αυτή ιδιαίτερες συνθήκες που ευνόησαν την άνοδο αυτού του κινήματος. Ήδη από τον 10ο αιώνα γεννιέται στην Αυτοκρατορία μία καινούργια κοινωνική τάξη: η αστική (ιδίως στα εμπορικά κέντρα, όπως στην περίπτωσή μας). Τι σημαίνει αυτό για την Βυζαντινή κοινωνία; Σημαίνει ότι αναιρείται η αυστηρή διπολικότητα στις κοινωνικές τάξεις: από τη μία οι δυνατοί (διοικητικοί άρχοντες και Κλήρος) και από την άλλοι ο δήμος (όλος ο υπόλοιπος λαός). Μία νέα τάξη, η μεσαία, έχοντας εξασφαλίσει οικονομική ισχύ, διεκδικεί μερίδιο στην πολιτική εξουσία.
Παράλληλα, χάρη στο λιμάνι της, η Θεσσαλονίκη πλουτίζει, ακμάζει, μεγαλώνει. Σταδιακά εξελίσσεται στην δεύτερη μεγαλύτερη πόλη του Βυζαντίου μετά την Πόλη με πληθυσμό περίπου 200.000. Κατοικούν σε αυτήν όχι μόνο Έλληνες, αλλά Εβραίοι, Σέρβοι, Ρουμάνοι, Αρμένιοι, ακόμα και μερικοί Τούρκοι. Το λιμάνι της μετατρέπεται σε κεντρικό σταθμό του μεσογειακού θαλάσσιου εμπορίου, τροφοδοτώντας ολόκληρη την Βαλκανική με αγαθά. Ο αστικός χώρος της Θεσσαλονίκης γίνεται τόπος συνάντησης διανοούμενων. Το ρεύμα του ουμανισμού ξεπροβάλει πρώτα στον Ανατολικό κόσμο από την Σαλονίκη. Εκεί συντελείται η πνευματική στροφή με την αναβίωση των αρχαιοελληνικών κειμένων, αλλά και της ελληνικής ταυτότητας της Αυτοκρατορίας, μη ταυτισμένης πλέον με την παλαιότερη έννοια της ειδωλολατρίας.
Μερικά ακόμα στοιχεία που βοηθούν στην κατανόηση του Κινήματος είναι ο θρησκευτικός χαρακτήρας της πόλης, καθώς και η εμφάνιση του ρεύματος των Ησυχαστών. Η Θεσσαλονίκη ήταν σύμφωνα με τον Κορδάτο μία πόλη θρησκοληπτική έως και ειδωλολατρική, ιδίως στην συλλογική συνείδησή της προς το πρόσωπο του Πολιούχου της, Αγ. Δημητρίου. Θεωρούσαν τον Άγιο ως φυσικό προστάτη της πόλεως, σε σημείο που πίστευαν ότι θα έβγαινε έφιππος από τον ναό για να την υπερασπιστεί.
Την εποχή εκείνη, λοιπόν, άρχισε να διαμορφώνεται ένα θεολογικό ρεύμα, οι εκπρόσωποι του οποίου ονομάστηκαν Ησυχαστές, με πρώτο τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά. Αυτοί υποστήριζαν ότι μέσα από τον μυστικισμό, τον ασκητισμό, και την αδιάλειπτη προσευχή μπορεί κάποιος να έρθει πιο κοντά στον Θεό. Από την μία ήταν αντίδραση στην απομάκρυνση από τα θεολογικά πρότυπα εξαιτίας της αναγέννησης και της σπουδής των αρχαίων κειμένων. Από την άλλη, υποστηρίζει ο Κορδάτος, ήταν «η φιλοσοφική απολογία ενός τεμπέλικου και χαύνου καλογερισμού». Πολλοί ελευθερόφρονες κληρικοί, μαθημένοι στον δυτικό σχολαστικισμό, με πρώτο τον Βαρλαάμ, αντιτάχθηκαν στο κίνημα, δίνοντάς του μεγαλύτερη εμβέλεια. Φτάνοντας τελικά στην κρίση του Πατριαρχείου, εκείνο δικαίωσε τους Ησυχαστές και τον Παλαμά και καταδίκασε τον Βαρλαάμ και άλλους ως αιρετικούς. Η επικράτηση του Παλαμά έναντι του Βαρλαάμ είναι η επικράτηση του ασκητικού ιδεώδους του Ορθόδοξου Ανθρωπισμού, επί του διανοητικού μυστικισμού του Δυτικού Ουμανισμού, σχολιάζει ο Κωτσιόπουλος.
Γιατί τα αναφέρω όλα αυτά; Διότι το θρησκευτικό στοιχείο υπήρξε συνεκτικός παράγοντας τόσο στην διαμόρφωση των αντίπαλων παρατάξεων που θα μας απασχολήσουν σε επόμενο μέρος, όσο και στην ισχυροποίηση των δεσμών των μελών τους. Οι Ησυχαστές βρήκαν υποστήριξη στον Κλήρο και τους ευγενείς της Θεσσαλονίκης, ενώ ο Βαρλαάμ στους Ζηλωτές. Ας προσέξουμε όμως να μην προσδώσουμε στην επαναστατική κίνηση των Ζηλωτών θρησκευτικό χαρακτήρα: η διαμάχη τους δεν ήταν θεολογική. Το θρησκευτικό στοιχείο ήταν μία μόνο πτυχή που λειτούργησε ως ταυτοτική αντιπαράθεση με όσους πραγματικά αντιπολιτεύονταν.
Φυσικά, δεν πρέπει να λησμονούμε τις αντικειμενικές οικονομικές συνθήκες που διόγκωσαν την λαϊκή δυσαρέσκεια και αγανάκτηση των φτωχών απέναντι στους ευγενείς. Ίσως αυτός να είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας, χωρίς τον οποίο το Κίνημα να μην είχε ξεσπάσει ή να είχε ξεσπάσει ανεπιτυχώς. Τα πλατιά λαϊκά ερείσματα, αλλά και την έμπνευση για το μεγαλύτερο μέρος της οργανωμένης πολιτικής δράσης τους, οι Ζηλωτές απέκτησαν μέσα από την οικονομική κρίση του 1300-1320.
Μέσα σε εκείνα τα 20 χρόνια, ολόκληρη η Βυζαντινή οικονομία δέχθηκε σοβαρά πλήγματα. Η Σαλονίκη δεν αποτέλεσε εξαίρεση στον κανόνα: το λιμάνι της παράκμασε, οι εμπορικοί δρόμοι έκλεισαν εξαιτίας σλαβικών επιδρομών, η πόλη γέμισε με πρόσφυγες από τις γύρω περιοχές για τους ίδιους λόγους, ενώ τα χρήματα ολοένα λιγόστευαν. Μέσα σε αυτές τις συνθήκες, ένα ακόμη πρόβλημα προστίθεται στις ήδη εξαθλιωμένες αστικές μάζες: η ανηλεής τοκογλυφία.
Οι άρχοντες της πόλης, έχοντας πολλά περισσότερα χρήματα από όσα χρειάζονταν, αποφάσισαν εκείνη την ώρα ανάγκης να τα δανείσουν με υψηλούς τόκους. Τα ποσοστά των τόκων ξεπερνούσαν τα όρια που είχε θέσει η κεντρική εξουσία, οι εγγυήσεις των δανείων άγγιζαν ολόκληρες τις περιουσίες των δανειζόμενων, οι κακοπληρωτές αντιμετωπίζονταν με εξευτελιστικό τρόπο και σκληρή βία, η δικαιοσύνη δεν στέκονταν στο ύψος των περιστάσεων. Οι τοκογλύφοι είχαν ξεπεράσει κάθε όριο.
Έλεγαν: «Πώς θα ζήσουμε, αφού ούτε τον έμπορα ξέρουμε να κάνουμε, ούτε τον γεωργό, ούτε κανένα άλλο επάγγελμα». Ο Καβάσιλας, μεγάλος θρησκευτικός διανοούμενος, ηθικός απολογητής της λαϊκής δυσαρέσκειας, απάντησε δηκτικά: «Πολύ καλά, μα την ίδια δικαιολογία μπορούν να φέρουν και οι ληστές. Σάματις κι αυτοί ξέρουν κανένα άλλο επάγγελμα από την κλεψιά;».
Στο μεταξύ, οι νουθετήσεις των θρησκευτικών αρχόντων για αυτοσυγκράτηση, ανθρωπιά, ελεημοσύνη, χριστιανική συμπεριφορά από μέρους των τοκογλύφων αγνοήθηκαν παντελώς. Παραθέτω ένα σχόλιο του Κορδάτου: «Δεν υπάρχει ιστορικό παράδειγμα που να μας λέει πως κάποτε η κυρίαρχη, η εκμεταλλεύτρια τάξη έκαμε αυτοέλεγχο και συγκινήθηκε από την κοινωνική δυστυχία σε τέτοιο σημείο που να μοιράσει τα υπάρχοντά της. […] Την κοινωνική δικαιοσύνη επιβάλλουν μόνο οι επαναστάσεις από τα κάτω».
Κάπου εδώ πρέπει να ολοκληρωθεί το πρώτο μέρος της θεματικής μας. Στο επόμενο μέρος, θα αναλύσουμε το ζήτημα της συγκρότησης «κόμματος» Ζηλωτών, της προέλευσής τους, της οργάνωσής τους, το ξέσπασμα της εξέγερσης, την φύση της επανάστασης, και τις αντιδράσεις, ενώ σε τρίτο μέρος την διακυβέρνησή τους, την τρομοκρατία, την μεταμόρφωση του αστικού χώρου και τελικά την πτώση και την αποτίμηση του Κινήματος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιάννης Κορδάτου (1928), Η Κομμούνα της Θεσσαλονίκης, Αθήνα: εκδόσεις Επικαιρότητα.
- Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος (1997), Το Κίνημα των Ζηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1342-1349): Ιστορική, θεολογική, κοινωνική διερεύνηση, Θεσσαλονίκη: Ελληνικό Κολλέγιο Θεσσαλονίκης.