8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ συναυτουργία στο ποινικό σύστημα

Η συναυτουργία στο ποινικό σύστημα


Του Γεώργιου Ποτουρίδη,

Η συμμετοχική δράση αποτελεί μορφή τέλεσης του εγκλήματος ρυθμιζόμενη στο γενικό μέρος του Ποινικού Κώδικα (45-49 ΠΚ) με ουσιώδες γνώρισμα τη διεύρυνση του αξιοποίνου. Ενώ στην απόπειρα τιμωρείται ένα μη ολοκληρωμένο έγκλημα, στη συμμετοχή τιμωρείται όχι μόνο το πρόσωπο που το ίδιο τέλεσε την αξιόποινη πράξη, αλλά και εκείνο που το παρακίνησε ή πρόσφερε την όποια συνδρομή.

Η συναυτουργία αποτελεί μορφή συμμετοχής με την ευρεία έννοια του όρου. Κάθε συναυτουργός απαιτείται να έχει τελέσει τουλάχιστον ένα τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, έχοντας φυσικά τον απαιτούμενο διπλό δόλο. Πρόκειται κατ’ ουσία για αυτουργική πραγμάτωση της πράξης από τα συμμετέχοντα πρόσωπα, χωρίς να εξαρτάται το άδικο του ενός από την πράξη του άλλου, πράγμα που επιβάλλεται κατά το σύστημα της περιορισμένης αντικειμενικής εξάρτησης στις υπόλοιπες μορφές συμμετοχικής δράσης (ηθική αυτουργία, συνέργεια ).

Σύμφωνα με το άρθρο 45 ΠΚ, «αν δύο ή περισσότεροι πραγμάτωσαν από κοινού, εν όλω ή εν μέρει τα στοιχεία της περιγραφόμενης στον νόμο αξιόποινης πράξης, καθένας τους τιμωρείται ως αυτουργός». Από τη γραμματική διατύπωση της διάταξης συνάγεται ότι για την εφαρμογή της προϋποτίθενται δύο στοιχεία: αφενός το αντικειμενικό της από κοινού πραγμάτωσης της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος και αφετέρου το υποκειμενικό της εν δόλω τέλεσής του με ένα ή περισσότερα πρόσωπα.

Πηγή εικόνας: pixabay.com/ Δικαιώματα χρήσης: toodlingstudio

Ειδικότερα, η από κοινού τέλεση της αξιόποινης πράξης μπορεί να λάβει την μορφή τόσο της εν όλω (συν)πραγμάτευσης, όσο και αυτή της εν κατανομή ρόλων, η οποία ακριβώς θεμελιώνει και τη διεύρυνση του αξιοποίνου καθώς κάθε πρόσωπο ενώ τέλεσε τμήμα της πράξης τιμωρείται για το σύνολο αυτής εξαιτίας του κοινού δόλου. Στη θεωρία γίνεται δεκτό πως υπάρχει συναυτουργία και όταν η πράξη του ενός παραμένει στο στάδιο της απόπειρας, ενώ του άλλου επιφέρει το αποτέλεσμα. Αν λοιπόν οι Α και Β έχοντας σκοπό να σκοτώσουν τον Γ πυροβολούν στοχεύοντάς τον, αλλά τελικά ο τελευταίος πεθαίνει από πυροβολισμό μόνο του Β, γίνεται δεκτό ότι υπήρξε συνεκτέλεση στην ανθρωποκτονία.

Πρέπει να τονισθεί ότι ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες του είδους του αδικήματος διαφοροποιείται και η δυνατότητα της από κοινού πραγμάτωσής του. Έτσι, κρίσιμο μέγεθος είναι η συγκεκριμένη πράξη και αν εννοιολογικά είναι νοητή η κατά κατανομή ρόλων πλήρωσή της. Αν ο Α αφαιρεί βενζίνη από το βυτιοφόρο και ο Β τη συγκεντρώνει στα δοχεία για να φύγουν, τότε είναι συναυτουργοί κλοπής, καθώς η αφαίρεση εννοιολογικά συνίσταται σε δύο επιμέρους σκέλη: αφενός την θραύση της παλιάς κατοχής και αφετέρου τη θεμελίωση της νέας. Στα πολύτροπα εγκλήματα η κατά κατανομή ρόλων συνεκτέλεση είναι εξ αρχής νοητή λόγω της σώρευσης δύο αυτοτελών πράξεων σε μία εγκληματική μονάδα. Έτσι αν ο Χ τελεί τη σωματική βία και ο Δ τη γενετήσια πράξη, τότε ευθύνονται για κατά συναυτουργία βιασμό.

Σε υποκειμενικό επίπεδο απαιτείται διπλός δόλος των συναυτουργών. Δόλος ως προς την τέλεση της συγκεκριμένης αξιόποινης πράξης, ώστε να πληρείται η υποκειμενική της υπόσταση και δόλος συνεκτέλεσης αυτής από κοινού με άλλο πρόσωπο. Αν δεν συντρέχουν σωρευτικά αυτά τα στοιχεία συναυτουργία δεν υφίσταται στο ποινικό δίκαιο. Αν λοιπόν δεν υπάρχει δόλος συμμετοχής, παρά μόνο αυτοτελής δόλος τέλεσης π.χ. κλοπής από τους Α και Β, τότε πρόκειται αμιγώς για παραυτουργία και σε καμία περίπτωση για συμμετοχική δράση. Φυσικά, όπως εύλογα γίνεται αντιληπτό, συναυτουργία από αμέλεια δεν είναι νοητή! Παραυτουργία όμως από αμέλεια είναι αντιθέτως καθ’ όλα νοητή, καθώς εκεί δόλος συνεκτέλεσης δεν απαιτείται.

Πηγή εικόνας: pixabay.com/ Δικαιώματα χρήσης: geralt

Ζήτημα γεννάται ως προς το αν νοείται συναυτουργία όταν ένας θετικά ενεργεί και ο άλλος παραλείπει. Έστω ότι ο Α ρίχνει τον Β στη θάλασσα προκειμένου να πνιγεί και ο ναυαγοσώστης Γ έχοντας συννενοηθεί με τον Α κοιτά αμέριμνος τον πνιγμό του θύματος. Κατά μία άποψη στη θεωρία η ενέργεια υπερέχει πάντα έναντι της παράλειψης και άρα μόνο ως συνεργός θα μπορούσε να τιμωρηθεί ο Γ, με επιχείρημα το 15 παρ.2 ΠΚ ως προς τη δυνατότητα επιβολής μειωμένης ποινής σε εγκλήματα μη γνήσιας παράλειψης. Κατά άλλη γνώμη συναυτουργία σε αυτή τη περίπτωση είναι νοητή, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά δύο προϋποθέσεις: αφενός το περιεχόμενο της ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του παραλείποντος να είναι ακριβώς η παρεμπόδιση της εγκληματικής ενέργειας του θετικώς ενεργούντος  και αφετέρου η ενέργεια του παραλείποντος αυτοτελώς να μπορεί να αποτρέψει το αξιόποινο αποτέλεσμα. Κατά την άποψη μου αυτή είναι και η ορθή γνώμη, καθώς δεν συνάγεται στο ποινικό μας σύστημα ιεράρχηση μεταξύ ενεργείας και παράλειψης, ούτε η απαξία διαφοροποιείται από την επιλογή τέλεσης της πράξης. Η πρώτη γνώμη που υποστηρίζεται σθεναρά και στη νομολογία δεν είναι ορθή και οδηγεί σε μη ανεκτή επιείκεια ακόμη και στο φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο.

Ένα επιπλέον σοβαρό θέμα ανακύπτει όσον αφορά τη συναυτουργία σε απόπειρα εγκλήματος. Ας υποτεθεί ότι ο Α και ο Β έχουν συμφωνήσει να βιάσουν τη Γ. Κατά το σχέδιό τους, ο Α θα επιτελέσει τη σωματική βία και ο Β τη γενετήσια πράξη. Ωστόσο ενώ ο Α κρατά τη Γ καταφθάνει η αστυνομία και τους συλλαμβάνει χωρίς ο Β να προλάβει να εκτελέσει το σχέδιό του. Η νομολογία μας πάγια δέχεται τη συνολική λύση. Θεωρεί το Ανώτατο Ακυρωτικό ότι επί συναυτουργίας το άδικο του ενός καταλογίζεται στον άλλο ωσάν ο ίδιος να τελούσε την πράξη και κατά συνέπεια έστω και ο ένας να πραγμάτωσε σε απόπειρα το επιδιωκόμενο έγκλημα, ευθύνονται αμφότεροι για συναυτουργία σε απόπειρα. Η θέση αυτή δεν είναι ορθή, ούτε και συμβατή με τις θεμελιώδεις αρχές του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου. Η Θεωρία, σεβόμενη τη συνταγματική επιταγή του άρθρου 7 παρ.1 Συντ. περί απαγόρευσης τιμώρησης του φρονήματος, υιοθετεί τη διακρίνουσα λύση. Υποστηρίζει λοιπόν ότι για να είναι κανείς συναυτουργός έστω και σε απόπειρα θα πρέπει να έχει ο ίδιος πραγματώσει ένα τμήμα της αντικειμενικής υπόστασης. Διαφορετικά μόνο ως απλός συνεργός κατά το 47 ΠΚ μπορεί να τιμωρηθεί. Έτσι, κατά την ορθή γνώμη, ο Β στο παράδειγμά μας είναι απλός συνεργός και όχι συναυτουργός, καθώς τότε θα τιμωρούνταν το φρόνημά του ελλείψει πεπραγμένου.

Πηγή εικόνας: pixabay.com/ Δικαιώματα χρήσης: geralt

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί και η δυνατότητα διαδοχικής συναυτουργίας. Το συνήθως συμβαίνον είναι πράγματι ο κοινός δόλος να προηγείται της τέλεσης της πράξης. Ωστόσο μπορεί να δημιουργείται τη χρονική στιγμή πραγμάτωσης της εγκληματικής ενέργειας. Επί διαδοχικής συναυτουργίας απαιτείται η τέλεση της πράξης του ενός να συνεχίζει μέχρι την εκ των υστέρων ενεργοποίηση του διαδοχικού συναυτουργού και τη στιγμή που αρχίζει η συνεκτέλεση να καλύπτεται με δόλο συνολικά η αξιόποινη πράξη. Αν, αντίθετα, έχει ολοκληρωθεί ένα τμήμα της πράξης από τον αρχικό δράστη και εμφανισθεί ο δεύτερος μετέπειτα, τότε μόνο για το επιμέρους έγκλημα υπέχει ευθύνη και όχι για το τετελεσμένο, καθώς εκ των υστέρων ποινική ευθύνη δεν είναι νοητή. Έτσι, αν ο Α ασκεί βία στον Β για να του αφαιρέσει το πορτοφόλι και τη στιγμή που ο Β χάσει τις αισθήσεις του εμφανιστεί ο Γ και κλέψει μαζί με τον Α το πορτοφόλι, συναυτουργία σε ληστεία δεν υπάρχει.

Μόνο ο Α θα διωχθεί για ληστεία (380 ΠΚ) και ο Γ για κλοπή (372 ΠΚ) , επειδή η βία είχε ήδη συντελεστεί τη στιγμή που εμφανίστηκε ο Γ, με αποτέλεσμα να μην νοείται διαδοχική συναυτουργία. Μόνο στην κλοπή είναι συναυτουργοί, η οποία όμως για τον Α παρουσιάζει μικρή σημασία καθώς συρρέει φαινομενικά κατ’ ιδέαν με τη ληστεία και απορροφάται.

Είναι προφανές ότι η επισκόπηση της συναυτουργικής δράσης δεν εξαντλείται με μία επιφανειακή προσέγγιση των δογματικών ζητημάτων που ανακύπτουν στην πράξη. Η ratio του θεσμού και οι επιμέρους εκφάνσεις του αποτελούν αντικείμενο εξέτασης και διατριβής από νομολογία και θεωρία στο διηνεκές. Το καθήκον της επιστήμης είναι η ανεύρεση της ορθής γνώμης με γνώμονα την προσήκουσα και δέουσα αντιμετώπιση του εκάστοτε πραγματικού, ώστε η νομική πράξη να συμπληρώνει και να ερείδεται στις θεμελιώδεις αρχές που διέπουν την ποινική δικαιοσύνη. Η ορθή εφαρμογή του άρθρου 45 ΠΚ συμβάλλει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου αυτού σκοπού.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Μαρία Καϊάφα-Γκμπάντι, Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ποινικό δίκαιο Γενικό μέρος, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2022

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιώργος Ποτουρίδης
Γιώργος Ποτουρίδης
Γεννήθηκε στους Πύργους Πτολεμαΐδας. Είναι φοιτητής της Νομικής Σχολής του Α.Π.Θ. Του αρέσει η εξειδίκευση στον τομέα του Ουσιαστικού Ποινικού Δίκαιου και της ποινικής δικονομίας. Στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση επιστημονικών βιβλίων, την πολιτική και τον αθλητισμό. Παρακολουθεί επιστημονικά σεμινάρια και μελετά αντίστοιχα περιοδικά σε μηνιαία βάση. Επίσης, είναι ψάλτης στην εκκλησία.