17.6 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤυχηρές συμβάσεις: Το Παίγνιο, το Στοίχημα και το Λαχείο

Τυχηρές συμβάσεις: Το Παίγνιο, το Στοίχημα και το Λαχείο


Του Ανδρέα Κουρή,

Οι λεγόμενες «τυχηρές συμβάσεις» αποτελούν μέρος του Ειδικού Ενοχικού δικαίου και είναι γνωστές στην πράξη με την ονομασία «παιχνίδια τζόγου». Κύριο χαρακτηριστικό των δικαιοπραξιών αυτών είναι το χρηματικό αντάλλαγμα που συνδυάζεται με κάθε τέτοιου είδους δραστηριότητα.

ΠΑΙΓΝΙΟ

Γενικό πλαίσιο

Συγκεκριμένα, το παίγνιο συνιστά μια σύμβαση κατά την οποία ένας τουλάχιστον συμβαλλόμενος καταβάλει στον αντισυμβαλλόμενό του μία παροχή προκειμένου να συμμετάσχει στην άσκηση μιας ψυχαγωγικής δραστηριότητας. Με βάση τους κανόνες που διέπουν το παίγνιο, σε περίπτωση που αποτύχει τον επιδιωκόμενο σκοπό ο συμμετέχων και χάσει το παιχνίδι, οφείλει να καταβάλει το τίμημα. Αυτή η υποχρέωση προς εκπλήρωση παροχής, όταν χάνει ο παίχτης, αποτελεί μία υπόσχεση. Εν ολίγοις, το παίγνιο λειτουργεί στη βάση δύο αιρέσεων αντίθετων μεταξύ τους ανάλογα με το αποτέλεσμα του παιχνιδιού.

Νομοθετικό πλαίσιο

Η εν λόγω σύμβαση δε ρυθμίζεται ειδικώς στην νομοθεσία. Ο Αστικός Κώδικας στο άρθρο 844 ορίζει πως «από παίγνιο ή από στοίχημα δεν γεννιέται απαίτηση. Το ίδιο ισχύει και για την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση τέτοιας οφειλής, ή για την έκδοση συναλλαγματικής, ή άλλου χρεωστικού ομολόγου για το σκοπό αυτό», ενώ η διάταξη του άρθρου 845 αναφέρει πως «τα χρέη από παίγνιο ή από στοίχημα που καταβλήθηκαν εκούσια και χωρίς δόλο ή άλλο τέχνασμα εκείνου που κέρδισε, δεν αναζητούνται». Με τον τρόπο αυτό, το Αστικό Δίκαιο σκιαγραφεί τις ενοχές που προκύπτουν από σύμβαση παιγνίου, χωρίς πολλές λεπτομέρειες. Η σύμβαση παιγνίου συγκαταλέγεται, όπως έχει ήδη επισημανθεί, στις τυχηρές συμβάσεις, οι οποίες το κύριο χαρακτηριστικό που φέρουν είναι ο κίνδυνος. Και αυτό γιατί οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από αυτές καθίστανται απαιτητές. Παράλληλα, η σύμβαση παιγνίου είναι αμφοτεροβαρής, ενοχική και υποσχετική, καθώς γεννά την υποχρέωση προς εκπλήρωση αμοιβαίων παροχών. Τα συμβαλλόμενα μέρη αποφασίζουν την κατάρτιση της σύμβασης άτυπα, καθώς το μόνο που απαιτείται να υφίσταται είναι η σύμπτωση των δηλώσεων βουλήσεως των συμβαλλόμενων μερών. Η συμπεφωνημένη παροχή δύναται να καταβληθεί αφότου ολοκληρωθεί το παιχνίδι, δηλαδή αφού διαπιστωθεί αν πληρώνεται ή όχι η αίρεση από την οποία εξαρτήθηκαν τα αποτελέσματα του παιχνιδιού.

Έννομα αποτελέσματα

Παρεπόμενη συνέπεια της συμβάσεως παιγνίου είναι η ατελής ενοχή. Σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, από το παίγνιο δε γεννάται απαίτηση. Με άλλα λόγια, αυτός που κέρδισε δεν μπορεί να εξαναγκάσει τον αντισυμβαλλόμενο του, δικαστικά ή εξώδικα, στην εκπλήρωση της συμφωνημένης παροχής. Ακόμη, η άσκηση αγωγής για χρέος από παίγνιο θα απορριφθεί ως νομικά αβάσιμη. Έπειτα, με βάση το γράμμα της διάταξης του άρθρου 845 ΑΚ, αποκλείεται η περίπτωση αναζήτησης της παροχής που κατέβαλε ο ηττηθείς με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Εξάλλου, η δημιουργία χρέους από παίγνιο και η έγκυρη καταβολή του εξαρτώνται από ορισμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, πρέπει να πρόκειται για επιτρεπόμενο παίγνιο, δηλαδή η έννομη τάξη να θέτει το είδος του και τους περιορισμούς του. Επιπλέον, απαιτείται κατάρτιση έγκυρης σύμβασης, οριστική έκβαση του παιχνιδιού και εκούσια καταβολή από τον ατελώς ενεχόμενο οφειλέτη.

Πηγή εικόνας: Pixabay.com / Δικαιώματα χρήσης: WilliamCho

ΣΤΟΙΧΗΜΑ

Γενικό πλαίσιο

Το στοίχημα αποτελεί στην ουσία μία διαφωνία μεταξύ δύο ή περισσοτέρων προσώπων τα οποία αποβλέπουν σε ένα γεγονός με διαφορετικό πρόσημο. Ειδικότερα, τη νομική επιστήμη απασχολεί η σύμβαση του στοιχήματος, καθώς ο ένας συμβαλλόμενος υπόσχεται να καταβάλει ορισμένη παροχή στον αντισυμβαλλόμενο του υπό την προϋπόθεση πως δε θα αποδειχθεί αληθής ο ισχυρισμός του αναφορικά με το εριζόμενο γεγονός.

Νομική φύση και κατάρτιση

Τυπικά, στο στοίχημα τα συμβαλλόμενα μέρη στηρίζονται σε δύο αιρέσεις αντίθετες και αλληλοαποκλειόμενες μεταξύ τους. Με άλλες λέξεις, η εκπλήρωση της μίας αίρεσης αποκλείει την πλήρωση της άλλης και κατά συνέπεια μόνο η μία παροχή θα δοθεί σε εκείνον του οποίου ο ισχυρισμός θα αποδειχθεί αληθής.

Η σύμβαση στοιχήματος ανήκει, όπως και το παίγνιο, στις τυχηρές συμβάσεις. Κατά το στάδιο της σύναψής της είναι ετεροβαρής, όταν μόνο το ένα μέρος αναλαμβάνει υποχρέωση καταβολής ορισμένης παροχής, αλλιώς αμφοτεροβαρής, όταν και τα δύο μέρη αναλαμβάνουν αυτή την υποχρέωση. Βεβαίως, είναι και αυτή άτυπη δικαιοπραξία και καταρτίζεται με μόνη τη σύμπτωση βουλήσεων των μερών ως προς το εριζόμενο γεγονός, τους ισχυρισμούς που το συνοδεύουν και το ποσό της παροχής.

Πηγή εικόνας: Pixels.com/Δικαιώματα χρήσης: Waldemar

ΛΑΧΕΙΟ

Έννοια

Το λαχείο αποτελεί και αυτό μια ιδιόμορφη σύμβαση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους (εκδότης) υπόσχεται να καταβάλει έναντι ανταλλάγματος στον αντισυμβαλλόμενό του συγκεκριμένη παροχή. Εφόσον ο αντισυμβαλλόμενος κερδίσει με τον λαχνό του την αντίστοιχη κλήρωση που διενεργείται, δικαιούται την παροχή η οποία είναι συνηθώς χρηματική και πολλαπλάσιας αξίας από το αντίτιμο που αναλογεί στη δυνατότητα συμμετοχής. Αντικείμενο, συνεπώς, της σύμβασης είναι η ελπίδα κέρδους, δηλαδή η προσδοκία επιτυχίας στην κλήρωση. Ο λαχνός, που παραδίδεται από τον εκδότη έναντι ανταλλάγματος, συνιστά ανώνυμο χρεόγραφο το οποίο ενσωματώνει το δικαίωμα συμμετοχής στην κλήρωση (εκκύβευση) και σε περίπτωση επιτυχίας επιφέρει το αντίστοιχο κέρδος.

Νομική φύση

Η εν λόγω σύμβαση αποτελεί μια μορφή πώλησης ελπίδας, καθώς το αναμενόμενο κέρδος του κομιστή του λαχείου εξαρτάται από τυχαίο και μη προβλεπτό γεγονός, δηλαδή την επιτυχία της κλήρωσης. Και εδώ, επομένως, εμφανίζεται το στοιχείο του κινδύνου. Τέλος, η απαίτηση από λαχείο γεννάται μόνο αν η σύστασή του έχει επιτραπεί με νόμο (άρθρο 846 ΑΚ). Σχετικός νόμος είναι ο 4183/2013. Αν, λοιπόν, το λαχείο προβλέπεται ειδικά σε νόμο, η απαίτηση που πηγάζει από αυτό είναι καθόλα έγκυρη και αναπτύσσει πλήρη αποτελέσματα. Ειδικότερα, ο παίκτης υποχρεούται να καταβάλει το αντίτιμο του λαχνού, ενώ ο εκδότης του λαχείου έχει την υποχρέωση να διενεργήσει την κλήρωση, ακόμα και αν δεν πωλήθηκαν οι λαχνοί. Σε περίπτωση που ο εκδότης καθυστερήσει τη διεξαγωγή της κλήρωσης, ο αγοραστής έχει αγώγιμη αξίωση εναντίον του για την επιχείρηση της κλήρωσης, ενώ, αν δε διενεργηθεί νομίμως η κλήρωση, ο κομιστής δεν μπορεί να ζητήσει το αναμενόμενο κέρδος.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, Εγχειρίδιο Ειδικού Ενοχικού Δικαίου, Έκδοση 2η, Π. Ν. Σακκουλάς, Αθήνα 2024.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ανδρέας Κουρής
Ανδρέας Κουρής
Κατάγεται από την Κέρκυρα και είναι φοιτητής στη Νομική Σχολή του Εθνικού & Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Τιμάει τις παραδόσεις του τόπου του, όντας μουσικός στο αρχαιότερο μουσικό-εκπαιδευτικό ίδρυμα της Ελλάδας, την Φιλαρμονική Εταιρία Κέρκυρας. Μάλιστα, είναι πτυχιούχος ειδικής αρμονίας. Μιλάει αγγλικά, όπου και έχει πτυχίο γλωσσομάθειας επιπέδου B1, B2, C1 & C2. Του αρέσει να αρθρογραφεί, ιδίως θέματα που σχετίζονται με τη νομική επιστήμη.