Του Θεμιστοκλή Καγκέλη,
Την τελευταία φορά αναλύσαμε το πώς και το γιατί των στρατιωτικών κινημάτων του Γονατά και του Πάγκαλου στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής αναταραχής γύρω από τη διευθέτηση του πολιτειακού. Σήμερα πηγαίνουμε ένα βήμα παραπέρα και εξετάζουμε τις υπόλοιπες επαναστάσεις του ελληνικού μεσοπολέμου από την αρχή μέχρι το τέλος, προκειμένου να δούμε πώς διαμορφώθηκε το πολίτευμα στα χρόνια που ακολούθησαν.
Ξεκινάμε, λοιπόν, από εκεί που σταματήσαμε στο πρώτο μέρος: την πτώση του Πάγκαλου και τη φυλάκισή του από το στρατιωτικό κίνημα του Κονδύλη, στις 22 Αυγούστου του 1926, μετά από ένα μακροσκελές ανθρωποκυνηγητό σε στεριά και θάλασσα. Ακολούθησαν πάνδημα συλλαλητήρια υποστήριξης της κυβέρνησης Κονδύλη, ο οποίος παράλληλα επιδίωξε να εκριζώσει από τον στρατό ό,τι απέμεινε απ’ τις δυνάμεις του Πάγκαλου, δηλαδή τα λεγόμενα «δημοκρατικά τάγματα». Η προσπάθεια εκτονώθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου, όταν λαμβάνει χώρα ένα αιματηρό επεισόδιο στο κέντρο των Αθηνών. Επρόκειτο για μία ευθεία σύρραξη του Κονδύλη και των επικεφαλής των ταγμάτων του Πάγκαλου, Ναπολέοντα Ζέρβα και Βασίλειο Ντερτιλή, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο περίπου τριακοσίων ανθρώπων και την αποστράτευση των παγκαλικών, που αργότερα καταδικάσθηκαν σε ισόβια κάθειρξη αλλά αμνηστεύθηκαν εντός ολίγων μηνών. Ο Ζέρβας στα χρόνια που ακολούθησαν συνέδεσε το όνομα του με τον ΕΔΕΣ, ενώ ο Ντερτιλής με τα Τάγματα Ασφαλείας της 21ης Απριλίου.
Όλα τα πολιτικά μέτωπα ασκούσαν πίεση στον Κονδύλη για προκήρυξη εκλογών, εκτός από το ΚΚΕ, το οποίο γιγαντωνόταν εκείνη την περίοδο, λόγω των εργατικών οργανώσεων, όπως της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ. Έτσι, σχηματίστηκε η οικουμενική κυβέρνηση Ζαΐμη, με μοναδικό στόχο την εθνική ομόνοια, και ψηφίστηκε το Σύνταγμα του 1927, που εδραίωσε την αβασίλευτη δημοκρατία για οκτώ περίπου χρόνια. Σύμφωνα με αυτό, ο ανώτατος άρχοντας του κράτους, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεν έφερε ουσιαστική πολιτική ευθύνη και πρακτικά μπορούσε να διαλύσει την βουλή μόνο κατόπιν συνεννόησης με τη Γερουσία. Επίσης, το ίδιο Σύνταγμα εισήγαγε πληθώρα κοινωνικών δικαιωμάτων, καθιέρωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας, που, όπως και σήμερα, ασκούσε συνταγματικό έλεγχο επί των νόμων, και, τέλος, καθιέρωσε θεσμικά την αρχή της δεδηλωμένης για την εκάστοτε κυβέρνηση.
Έπειτα, το 1928, ο Βενιζέλος επιστέφει στα πολιτικά δρώμενα ως ηγέτης του κόμματος των Φιλελευθέρων το οποίο κατάφερε να επικρατήσει στις επόμενες εκλογές. Κυβέρνησε ως πρωθυπουργός έως το 1932, αλλά η τετραετής θητεία του αναμφίβολα ήταν γεμάτη αναταραχές σε κάθε επίπεδο. Στα οικονομικά, η χώρα χρεοκόπησε κατόπιν της γιγαντιαίας διόγκωσης του εξωτερικού χρέους, γεγονός που κατέλυσε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση της εποχής και οι άκαρπες διαπραγματευτικές απόπειρες του Βενιζέλου με τους δανειστές. Ωστόσο, η πλέον επίμαχη στάση της κυβέρνησης είχε να κάνει με τα ελληνοτουρκικά, όπου ο Βενιζέλος επιτάχυνε τις διαδικασίες εδραίωσης της φιλίας των δύο κρατών με αποκορύφωμα την πρόταση να δοθεί το Νόμπελ Ειρήνης στον Μουσταφά Κεμάλ, των πρωτεργάτη της μικρασιατικής καταστροφής, γιατί «έθεσε τέρμα στους πολέμους που συγκλόνισαν την Ανατολή μέσω της ελληνοτουρκικής συνεννόησης». Φυσικά, η στάση αυτή επικρίθηκε μιας και ισοπέδωσε τις εθνικές βλέψεις της χώρας, μαζί όσες ελπίδες είχαν οι πρόσφυγες Μικρασιάτες να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών.
Προχωράμε, λοιπόν στην επόμενη φάση διακυβέρνησης της χώρας από το αντιβενιζελικό Λαϊκό Κόμμα του Παναγή Τσαλδάρη, η οποία ξεκινά σείοντας τον πολιτικό βίο τον Μάρτιο του 1933. Ακολουθεί πραξικόπημα από τον Νικόλαο Πλαστήρα, ο οποίος υποκινούμενος από τον ίδιο τον Βενιζέλο, επιχειρεί να εμποδίσει τον Τσαλδάρη να σχηματίσει κυβέρνηση, αλλά αποτυγχάνει, κατόπιν διαμεσολάβησης του τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Ζαΐμη, ώστε να αποφευχθεί η αιματοχυσία. Το κλίμα εκείνη την εποχή, όπως ήταν αναμενόμενο, ήταν έντονα αντιβενιζελικό, γεγονός που αποτυπώνεται και μέσα από μία καλομελετημένη απόπειρα δολοφονίας του ιδίου ένα καλοκαιρινό βράδυ στη Λεωφόρο Κηφισίας, όπου αντιβενιζελικοί πυροβόλησαν το όχημά του, τραυματίζοντας τη σύζυγό του και σκοτώνοντας πολλά μέλη της προσωπικής του ασφάλειας.
Δύο χρόνια μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1933, οι ίδιοι άνδρες, Πλαστήρας και Βενιζέλος επιχειρούν πάλι να ανατρέψουν τον φιλοβασιλικό Τσαλδάρη, ώστε να αποφευχθεί η πιθανή επαναφορά της μοναρχίας στην Ελλάδα. Πάλι αποτυγχάνουν, με τον Κονδύλη, τότε συνεργάτη του Τσαλδάρη, να συμβάλλει στην άμεση συντριβή τους, ειδικά στη Μακεδονία. Το Κίνημα του 1935, όπως ονομάστηκε, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στο φινάλε της πολιτικής καριέρας του Βενιζέλου, ο οποίος μετά από τον αλλεπάλληλο εξευτελισμό του κατέφυγε αυτοεξόριστος στο Παρίσι και καταδικάστηκε σε θάνατο.
Εκείνη την εποχή, όλα έδειχναν προς μία επικείμενη παλινόρθωση της μοναρχίας, πράγμα που επετεύχθη με ακόμα ένα στρατιωτικό κίνημα του Κονδύλη, ο οποίος γίνεται για δεύτερη φορά πρωθυπουργός μέσα στην ίδια δεκαετία και με παρόμοιο τρόπο όπως μετά την ανατροπή του Πάγκαλου. Έχοντας τη στήριξη των Ενόπλων Δυνάμεων και συγκεκριμένα των Παπάγου, Ρέππα και Οικονόμου, ζητά από τον άλλοτε σύμμαχό του, Τσαλδάρη, να παραιτηθεί με πρόφαση ότι ήταν ανίκανος να διευθετήσει εγκαίρως το πολιτειακό ζήτημα. Με τα ψηφίσματα που ακολούθησαν -αν και νοθευμένα- πραγματοποιήθηκαν οι βλέψεις του Κονδύλη, μιας και καταργήθηκε η αβασίλευτη δημοκρατία και επανήλθε ο Γεώργιος Β’ στη βασιλεία της Ελλάδος. Βέβαια, ο βασιλιάς επέλεξε τον Δεμερτζή ως Πρόεδρο της Κυβερνήσεως και όχι τον Κονδύλη, προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του δεύτερου.
Σε αυτό το σημείο, να θυμίσουμε ότι το πολίτευμα της χώρας ήταν πιο ευάλωτο από ποτέ. Με εξαίρεση την τετραετία του Βενιζέλου, η Ελλάδα δε γνώρισε άλλη περίοδο σχετικής σταθερότητας στα χρόνια του μεσοπολέμου, μιας και ο καθένας μπορούσε να επιβάλει στρατιωτικό νόμο σαν να μην ήταν τίποτα. Ο Εθνικός Διχασμός είχε φτάσει στο ζενίθ και, φυσικά, αυτή η κατάσταση θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην καταστροφή αν δε γίνονταν ριζικές αλλαγές.
Ξαφνικά, ο Δεμερτζής πεθαίνει από ανακοπή και Πρωθυπουργός ορκίζεται ο Ιωάννης Μεταξάς, ένας φιλοβασιλικός αντιδημοκράτης που παλαιότερα υπηρετούσε στο υπουργείο στρατιωτικών του Δεμερτζή. Η κυβέρνηση Μεταξά έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης με 241 ψήφους υπέρ και 16 κατά, αποτέλεσμα που κλόνισε την κοινή γνώμη, καθώς ο Μεταξάς ήταν φανερά κατά του κοινοβουλευτισμού και είχε βλέψεις δικτάτορα αν εκλεγόταν. Ωστόσο, τα γεγονότα εξελίχθηκαν πολύ πιο γρήγορα από το αναμενόμενο, μιας και ο Μεταξάς έβλεπε τον Κομμουνισμό να γιγαντώνεται μέσα από απεργίες ανά την Ελλάδα, κι έτσι, το βράδυ της 4ης Αυγούστου του 1936, πήγε στα ανάκτορα του Γεωργίου για να του παρουσιάσει το σχέδιο διακυβέρνησης που είχε στο μυαλό του. Το ίδιο βράδυ κατάφερε να αναστείλει πολλά άρθρα του Συντάγματος κι έπειτα, με την εύνοια του Γεωργίου, κήρυξε στρατιωτικό νόμο.
Όσον αφορά το έργο του, οι βασικότερες μεταρρυθμίσεις αφορούσαν την παραχώρηση εργασιακών δικαιωμάτων, τη στήριξη του αγροτικού τομέα, την ίδρυση του ΙΚΑ κ.α. Ακόμα, επί Μεταξά το οχτάωρο επεκτάθηκε στα περισσότερα επαγγέλματα, ενώ καθιερώθηκε και ο εορτασμός της Πρωτομαγιάς με παρελάσεις υπέρ του Έλληνα εργάτη. Ας μη ξεχνάμε, όμως, ότι επρόκειτο για καθεστώς και ως εκ τούτου υπήρχαν περιορισμοί στις ατομικές ελευθερίες και διώξεις ιδίως των Κομμουνιστών.
Έτσι, λοιπόν, καταλήγει η σημερινή ανάλυση. Με το δεύτερο αυτό μέρος ολοκληρώνεται η μελέτη μας για τα περισσότερα στρατιωτικά κινήματα, επιτυχημένα και μη, που επικράτησαν στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου και επέφεραν μεγάλες πολιτικές ανατροπές. Όπως είδαμε, ο βασικότερος λόγος που επιβάλλεται καθεστώς είναι η ύπαρξη σφοδρών πολιτειακών και οικονομικών κρίσεων. Συνεπώς, είναι στο χέρι μας να εξασφαλίσουμε ότι η δημοκρατία μας θα παραμείνει στέρεη και άτρωτη απέναντι σε όποιον θέλει να την καταργήσει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό έργο, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Δέκατος Πέμπτος Τόμος)», Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 2008
- Μαυρογορδάτος Γιώργος, «Μετά το 1922: η παράταση του Διχασμού», Εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2017
- Συνταγματική Ιστορία, hellenicparliament.gr, διαθέσιμο εδώ.