Της Μαργαρίτας Οικονόμου,
Η ιστορία των γυναικών καλλιτέχνιδων αποτελεί ένα πεδίο άγνωστο, ειδικότερα όσον αφορά την Ελλάδα, εξαιτίας της έλλειψης ερευνητικών δεδομένων και της υιοθέτησης παλαιότερων κειμένων χωρίς κριτική. Κάπως έτσι μέσα από αυτά τα κείμενα, θα γνωρίσουμε σήμερα μία ακόμη μεγάλη καλλιτέχνη που άφησε το στίγμα της όσον αναφορά την τέχνη. Μία τολμηρή γυναίκα που παρέβηκε τους κανόνες για να μπορέσει όχι μόνο να κάνει το όνειρό της πραγματικότητα, αλλά και να ανοίξει τον δρόμο δίνοντας το παράδειγμα με θάρρος.
Ο λόγος για την Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα που ήταν κόρη του καπετάν Γιάννη Μπούκουρα ή Μπούκουρη, του μετέπειτα πρώτου θεατρώνη της Αθήνας, είναι εκείνος δηλαδή που δημιούργησε το πρώτο θέατρο στην Αθήνα στη γνωστή ως τις μέρες μας πλατεία Θεάτρου. Η Ελένη γεννήθηκε στις Σπέτσες το 1821. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο Ναύπλιο. Από παιδί είχε κλίση στη ζωγραφική και, πράγμα σπάνιο για τον συντηρητισμό του 19ου αιώνα, η οικογένειά της θα την βοηθήσει να καλλιεργήσει το ταλέντο της, καθώς από μαρτυρίες ξέρουμε πως έπαιρνε κρυφά αποκέρια και ζωγράφιζε φίλες της που της πόζαραν στην αυλή του παρθεναγωγείου. Ο πατέρας της, αναγνωρίζοντας το ταλέντο της, προσέλαβε δάσκαλο στο σπίτι τον καθηγητή του Σχολείου των Τεχνών, Ραφαέλο Τσέκκολι. Η Αθηνά Ταρσούλη που έγραψε για τη ζωή τής Ελληνίδας ζωγράφου σημειώνει: «Η μεθοδική διδασκαλία του Τσέκκολι την υπέταξε στην πειθαρχία του ακαδημαϊσμού, χωρίς όμως να της περιορίζει την ορμή του ενθουσιασμού της».
Με συστατική επιστολή του, η Ελένη έφυγε στην Ιταλία το 1848 για σπουδές. Στην Ιταλία, παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής σε αρκετές πόλεις της, ενώ για να το καταφέρει αυτό καθώς η φοίτηση των γυναικών στις Ακαδημίες Τέχνης ήταν απαγορευμένη τόλμησε να ντυθεί άνδρας για να αποκτήσει ένα πτυχίο, μα και να μελετήσει με γυμνό μοντέλο. Αποδεδειγμένα υπάρχει και μία φωτογραφία της. Έτσι με το όνομα Χρυσίνης Μπούκουρης και φορώντας ανδρικό κοστούμι παρακολούθησε για 4 χρόνια μαθήματα ζωγραφικής στην Ιταλία. Τα χρόνια εκείνα ερωτεύθηκε τον Ιταλό ζωγράφο Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα. Απέκτησε μαζί του τρία παιδιά εκτός γάμου και καθώς οι πιέσεις του κοινωνικού περίγυρου ήταν έντονες θέλοντας να νομιμοποιήσει τη σχέση της ασπάστηκε τον καθολικισμό και τον παντρεύτηκε. Δυστυχώς, το 1857 ο Φραντσέσκο την εγκατέλειψε και έφυγε με την ερωμένη του, την Αγγλίδα φίλη της και ζωγράφο Τζέιν Μπένμαν Χέυ παίρνοντας μαζί του τον μικρότερο γιο τους. Η Ελένη έκτοτε επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε κοπέλες της Αθήνας,
Το 1872 αρρωσταίνει από φυματίωση η κόρη της και αναγκάζεται να πάει στις Σπέτσες. Τελικά, η κόρη της Σοφία πεθαίνει στα τέλη του ίδιου έτους και η Ελένη επιστρέφει ξανά στην Αθήνα. Το 1876 ο γιος της και ανερχόμενος ζωγράφος Ιωάννης Αλταμούρας ολοκληρώνει τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη κοντά στον ζωγράφο Καρλ Σόρενσεν με υποτροφία της Σχολής Καλών Τεχνών, επιστρέφει στην Αθήνα. Μέχρι σήμερα θεωρείται ένας από τους καλύτερους Έλληνες θαλασσογράφους. Τον ίδιο χρόνο, όμως, θα προσβληθεί και εκείνος από φυματίωση καταλήγοντας τον Μάιο του 1878. Η απώλεια και των δύο παιδιών σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα θα της προκαλέσει νευρικό κλονισμό, ο οποίος εν τέλει θα την οδηγήσει στην τρέλα και θα απομονωθεί στις Σπέτσες. Η καλλιτέχνης θα δεχθεί μία φορά να φύγει από το σπίτι της πριν από τον θάνατό της, όταν η διευθύντρια της «Εφημερίδας των Κυριών» Καλλιρρόη Παρρέν θα την επισκεφθεί για να της πάρει συνέντευξη. Την έπεισε, μάλιστα, να έρθει μαζί της, για λίγες μέρες, στην Αθήνα. Η οξυδερκέστατη Παρρέν, αγωνίστρια και η ίδια για τα δικαιώματα των γυναικών στην εκπαίδευση, θέλησε να γνωρίσει τη γυναίκα που πενήντα περίπου χρόνια πριν διεκδίκησε το δικαίωμά της στη μόρφωση και την καλλιτεχνική δημιουργία, ανατρέποντας το κατεστημένο στην Ελλάδα και την Ιταλία. Για την πρώτη Ελληνίδα δημοσιογράφο η μαυροφορεμένη και μεγάλη πλέον ζωγράφος ήταν ένα αίνιγμα. Μάλιστα, η Παρρέν θα γράψει την εφημερίδα της: «Ανήκει εις τας προσωπικότητας εκείνας ας και ο οξυδερκέστερος ψυχολόγος αδυνατεί να χαρακτηρίση εκ πρώτης όψεως».
Σε ηλικία περίπου 60 ετών, η Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα θα επιστρέψει στις Σπέτσες, όπου και θα πεθάνει στις 19 Μαρτίου του 1900. Θα κηδευτεί στο κοιμητήριο της Αγίας Άννας στις Σπέτσες, αλλά αργότερα, τα οστά της, όπως και των παιδιών της θα μεταφερθούν από τους απογόνους της στο A΄ Νεκροταφείο Αθηνών σε κοινό τάφο της οικογενείας Μπούκουρα-Αλταμούρα. Στη μαρμάρινη σαρκοφάγο (έργο τού Ιάκωβου Μαλακατέ) αναγράφεται το έτος 1824 ως έτος γέννησης.
Η Καλλιρρόη Παρρέν και η Αθηνά Ταρσούλη διέσωσαν αρκετές πληροφορίες για τη ζωή της. Όταν πια επέστρεψε και ξεκίνησε να παραδίδει μαθήματα ζωγραφικής σε νεαρά κορίτσια των επιφανών Αθηναίων η φήμη της προηγούνταν καθώς στην πατρίδα ήταν πλέον μία καταξιωμένη ζωγράφος. Το 1859 και το 1870 εξελέγη, μαζί με τον Νικηφόρο Λύτρα, μέλος της επιτροπής των «Ολυμπίων» και μέλος της εξεταστικής επιτροπής του Καλλιτεχνικού τμήματος του Πολυτεχνείου, μαζί με τους Αλέξανδρο Ραγκαβή, Γεώργιο Μαργαρίτη και Ερνέστο Τσίλλερ. Το 1863 θα δεχθεί επιστολή της Βασίλισσας Όλγας να την συναντήσει και η οποία θα θελήσει έπειτα από την γνωριμία τους να την επιλέξει, ώστε να την διδάξει ζωγραφική. Με τη βοήθεια του παλατιού διορίστηκε στο Αρσάκειο, όπου ανέλαβε να οργανώσει και να ανανεώσει το μάθημα της Ζωγραφικής. Υπέβαλε, μάλιστα, στο Δ.Σ. και έκθεση-μελέτη για τη βελτίωση της διδασκαλίας του μαθήματος.
Λίγα πράγματα απέμειναν από το έργο της καλλιτέχνιδας καθώς φημολογείται πως πάνω στην τρέλα της πριν πεθάνει έκαψε όλα –ή σχεδόν όλα– τα ζωγραφικά της έργα, αν και κατά μία εκδοχή τα έργα της καταστράφηκαν από συγγενείς της που καθάρισαν το σπίτι μετά τον θάνατό της.
Τα τελευταία 4 χρόνια που διέμενε στην Ιταλία, πριν επιστρέψει στην Ελλάδα, ταξίδεψε σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας κρατώντας σημειώσεις και σχέδια. Τα σχέδια αυτά συγκεντρώθηκαν από την ίδια σε λευκώματα, με την επιγραφή «Studi fatti a Perugia e ad Assisi». Εκεί συνυπήρχαν αντιγραφές από τα έργα του Giotto, του Perugino, του Andrea del Sarto και άλλων, αλλά και αρχιτεκτονικά σχέδια. Δεν γνωρίζουμε εάν διασώθηκαν, ωστόσο εκτός από λίγους πίνακες και σχέδια όπου απέμειναν ένα από αυτά είναι το έργο «Απελπισία», το οποίο η ζωγράφος υπέβαλε στον διαγωνισμό τής Σχολής όπου φοιτούσε με την υπογραφή Χρυσίνης Μπούκουρης. Μάλιστα, στην Ιταλία της προσέφεραν πολλά χρήματα ως αμοιβή για την αγορά του, εκείνη όμως προτίμησε να το στείλει στον πατέρα της με ιδιόχειρη αφιέρωση. Στο έργο αυτό ο συμβολισμός της απελπισίας, δείγμα ρομαντικής διάθεσης, αποδίδεται με νεοκλασική αντίληψη. Την ίδια εποχή ζωγράφισε την αυτοπροσωπογραφία της, όπου εικονίζεται με σκούρο φόρεμα να ζωγραφίζει αφοσιωμένη μπροστά στο καβαλέτο. Χαρακτηριστική είναι η συγκρατημένη έκφρασή της και η λιτότητα στο σχέδιο. Στην «Απελπισία», που της εξασφαλίζει την είσοδό της στην Ναζαρηνή Σχολή, τονίζει με την γυμνότητα του προσώπου και των χεριών της, τους δύο πυλώνες όπου εστιάζεται η υπαρξιακή της πάλη. Το βλέμμα και τα χέρια, η ενέργεια και η ύλη, η φαντασία και το όργανο της πραγμάτωσής της, είναι μια διαχρονική αξία αυτού που μπορούμε να αποκαλέσουμε ψυχή. Σε ένα ακόμα διάσημο έργο της την «Αυτοπροσωπογραφία» της, χωρίς να γίνεται αισθητό το φύλο, (καθώς η ψυχή δεν έχει φύλο), δίνει ιδιαίτερο τόνο στα χέρια της, τα χρώματα και την παλέτα. Η ταυτότητά της αντανακλά την ολότητα της ύπαρξης και την ολότητα του καλλιτέχνη. Η περίοδος που θα αποτυπώσει τα 3 σκίτσα από τα γυμνά μοντέλα (αποκαλούμενα ως Γυμνό 1, Γυμνό 2, Γυμνό 3) είναι η περίοδος του ερωτικού στοιχείου δοσμένο με ιδιορρυθμία. Πειραματίζεται με τον εαυτό της και την ταυτότητά της καθώς πιστεύει πως η μεταμφίεση σε άνδρα την έχει αποξενώσει από την γυναικεία φύση και το σώμα της. Έχει εμφανείς επιρροές από την αναγεννησιακή τέχνη και δίνει βαρύτητα στα μέλη του κορμιού και στα μάτια.
Σε όσα έργα της Ελένης Μπούκουρη-Αλταμούρα έχουν απομείνει και μπορούμε να σχολιάσουμε θα δούμε πως η καλλιτέχνης παρουσιάζει ιδιαιτερότητες, ασύμβατες με την κατεστημένη τάξη της εποχής της. Όλα τα καλλιτεχνήματά της διέπονται από την διαχρονικότητα. Το τρίπτυχο εαυτός, έρωτας, θάνατος είναι το μοτίβο της θεματογραφίας που επιλέγει, καθώς η αίσθηση του καλλιτεχνικού της φάσματος πηγάζει από την ιδιάζουσα ψυχολογική κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται ανά περιόδους. Ο τρόπος που ορίζει τα γεγονότα και εν συνεχεία τα αποτυπώνει, αφορά την έννοια της προοπτικής και της ανάλυσης που την κάνει αυτή η ίδια. Η τεχνική της, ακόμα και αν έχει μικροδιαφορές, δεν παύει να συναρμόζεται με την αισθητική της θεώρηση και κυρίως μ᾽ αυτό το όμοιο φιλτράρισμα, μέσα από το οποίο κατανοεί τον κόσμο.
Η Ελένη Μπούκουρη-Αλταμούρα υπήρξε, ίσως, η πρώτη γυναίκα τής νεότερης Ελλάδας που ξεπέρασε με τόλμη τις δυσκολίες σε ένα ανδροκρατούμενο κατεστημένο. Βρέθηκε αντιμέτωπη με την ανάγκη της δημιουργίας, τόλμησε να αγωνιστεί και το πλήρωσε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ζητήματα Καλλιτεxνικής Δημιουργίας στο έργο της Ελένης Μπούκουρη Αλταμούρα, Μεταπτυχιακή εργασία της Μαρίας Αλκμήνης Δασκαλάκη, pergamos.lib.uoa.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Ελένη Μπούκουρη-Αλταμούρα. Η πρώτη Ελληνίδα ζωγράφος που δίδαξε στο Αρσάκειο, history.arsakeio.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Ελένη Μπούκουρα-Αλταμούρα: Η ζωή και το άγνωστο έργο της πρώτης Ελληνίδας ζωγράφου, monopoli.gr, Διαθέσιμο εδώ