Της Ιωάννας Τσούκλα,
Ο τουρισμός αποτελεί τον βασικότερο πυλώνα της ελληνικής οικονομίας και τη βασική πηγή εσόδων στα ελληνικά ταμεία και τρέπεται εύλογα κάθε χρόνο σε φλέγον θέμα της ελληνικής κοινότητας. Ο τουρισμός, κυρίως ο εποχιακός τους θερινούς μήνες, γεννά την ανάγκη για εποχικούς εργαζόμενους σε ξενοδοχεία, εστιατόρια και άλλες τουριστικές υπηρεσίες. Η εργατική νομοθεσία έχει προσαρμοστεί με τέτοιο τρόπο, ούτως ώστε να ρυθμίσει την εποχική αυτή απασχόληση, παρέχοντας κανονισμούς για τις συμβάσεις εργασίας, την προστασία και τα δικαιώματα των εποχικών εργαζομένων. Ζήτημα αποτελεί, ωστόσο, αν τα εργασιακά δικαιώματα χαίρουν της αιγίδας προστασίας της νομοθεσίας σε ένα τόσο γρήγορο πλαίσιο, όπως αυτή της εποχιακής εργασίας.
Στην Ελλάδα, το νόμιμο ωράριο εργασίας ρυθμίζεται από τον Κώδικα Εργασίας και επηρεάζεται από τις πρόσφατες τροποποιήσεις και τις σχετικές νομοθεσίες. Βάσει των κανονισμών που ισχύουν, το τυπικό εβδομαδιαίο ωράριο εργασίας στην Ελλάδα είναι 40 ώρες την εβδομάδα. Συνήθως, αυτό διαμοιράζεται σε 5 ημέρες εργασίας, 8 ώρες την ημέρα. Οι ώρες που εργάζεται κάποιος πέραν του κανονικού 40ωρου θεωρούνται υπερωρίες. Οι υπερωρίες πρέπει να αμείβονται επιπλέον σε σύγκριση με την κανονική αμοιβή. Συνήθως, η αμοιβή τους συνίσταται στην αύξηση του ωρομισθίου κατά 25% τις πρώτες ώρες υπερεργασίας και 50% τις επόμενες.
Σε ορισμένους τομείς και κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις είναι δυνατή η εφαρμογή ελαστικών ωραρίων, όπου οι εργαζόμενοι μπορούν να προσαρμόζουν τις ώρες εργασίας τους σε συνεννόηση με τον εργοδότη. Εξάλλου, οι ώρες εργασίας μεταξύ 22:00 και 06:00 θεωρούνται νυχτερινή εργασία και αμείβονται με επιπλέον ποσοστό πάνω στον κανονικό μισθό. Ουκ ολίγες φορές, κυρίως στην εποχιακή εργασία, η έννοια της υπερωρίας λαμβάνει νέα σταθμά, φέρνοντας στο προσκήνιο εργαζομένους να δουλεύουν ακόμα και διπλή εργατική βάρδια, για την οποία πληρώνονται με «μαύρα χρήματα» τα οποία ο εργοδότης δεν δηλώνει και σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα δεν καταβάλλει εξολοκλήρου.
Ως υπερωρία νοείται η απασχόληση του εργαζομένου που υπερβαίνει τα χρονικά όρια του νόμιμου ωραρίου εβδομαδιαίας και ημερήσιας εργασίας. Με άλλα λόγια, ως υπερωρία θεωρείται η απασχόληση πέραν των 48 ωρών εβδομαδιαίως και των 8 ωρών ημερησίως (για τους εργαζόμενους με το σύστημα της εξαήμερης απασχόλησης) και πέραν των 45 ωρών εβδομαδιαίως και των 9 ωρών ημερησίως (για τους εργαζόμενους με το σύστημα του πενθημέρου). Η υπέρβαση των 9 ωρών εργασίας ημερησίως λαμβάνεται πάντοτε υπόψη ως υπερωρία (είτε νόμιμη είτε παράνομη), διότι εν προκειμένω υφίσταται υπέρβαση του νόμιμου ημερήσιου ωραρίου, χωρίς να ενδιαφέρει αν έχουμε ταυτόχρονα και υπέρβαση του νόμιμου εβδομαδιαίου ωραρίου των 48 και των 45 ωρών αντιστοίχως. Καταρχήν, η υπερωρία απαγορεύεται και κάθε σχετική συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζομένου είναι άκυρη. Ωστόσο, ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει την παροχή υπερωριακής απασχόλησης σε συγκεκριμένες περιπτώσεις και εφόσον τηρηθούν ορισμένες ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις:
- Ύπαρξη ορισμένου λόγου που να τη δικαιολογεί (την υπερωρία).
- Μη υπέρβαση ενός ανώτατου ορίου ωρών που καθορίζεται σε ημερήσια και σε ετήσια βάση (σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 58 του Ν. 4808/2021, 3 ώρες ημερησίως και 150 ώρες ετησίως).
- Αναγγελία της υπερωρίας, μέσω του Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ (ΈΝΤΥΠΟ Ε8), στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας πριν ή κατά την πραγματοποίησή της (άρθρο 80, Ν. 4144/2013, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 78 του Ν. 4808/2021).
Στην περίπτωση της νόμιμης υπερωρίας (εφόσον τηρηθούν οι προαναφερθείσες προϋποθέσεις σχετικά με την πραγματοποίησή της), ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει για κάθε ώρα και μέχρι τη συμπλήρωση 150 ωρών ετησίως, αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 40%, ενώ η αμοιβή για την πέρα των 150 ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι 60% επί του καταβαλλόμενου ωρομισθίου, πάντοτε υπό την προϋπόθεση ότι για την πραγματοποίηση αυτής θα έχει εκδοθεί απόφαση του αρμοδίου οργάνου της Επιθεώρησης Εργασίας. Στην περίπτωση της παράνομης υπερωρίας (όταν δηλαδή δεν τηρηθούν οι προϋποθέσεις που επιβάλλει η νομοθεσία) ο εργαζόμενος δικαιούται, για κάθε ώρα παράνομης υπερωρίας, να λάβει αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 120%.
Η μάστιγα της υποδηλωμένης εργασίας συνεχίζει να ανθεί στη χώρα μας, παρά τους ελέγχους και τα τσουχτερά πρόστιμα που κατά καιρούς επιβάλλονται. Υπολογίζεται πως ένας στους δέκα εργαζόμενους, αλλά και μια στις πέντε επιχειρήσεις καταφεύγουν σε αυτή τη μορφή απασχόλησης, ιδίως σε εστίαση, λιανεμπόριο και τουρισμό. Η λύση, αρχικώς, είναι η γνωστή σε όλους Επιθεώρηση εργασίας: η γνωστή Ανεξάρτητη αρχή που παρεμβαίνει στη λειτουργία των εργοδοτικών επιχειρήσεων, ελέγχοντας την τήρηση και επιβάλλοντας τη σωστή εφαρμογή, όπου κρίνεται αναγκαίο, της εργατικής νομοθεσίας. Παρά, ωστόσο, τις παρεμβάσεις της οι παρανομίες συνεχίζουν να υφίστανται και τα εργατικά δικαιώματα να καταπατώνται διαρκώς. Οι μορφές της υποδηλωμένης απασχόλησης είναι πολλές, με κυριότερες τις εξής:
- Ψευδώς δηλωμένη μερική εργασία (part time).
- Σύστημα «δύο μισθών» (ο εργοδότης καταβάλλει τον μισθό που δηλώνεται επίσημα στη σύμβαση εργασίας, αλλά και έναν παράλληλο μισθό ο οποίος παραμένει αδήλωτος ως «μαύρα» χρήματα).
- Εικονικά ρεπό τα οποία δουλεύονται κανονικά.
- Απασχόληση με σπαστά ωράρια (για παράδειγμα 12:00-14:00 και 17:00-19:00), ώστε οι εργαζόμενοι που μένουν μακριά δε συμφέρει να επιστρέψουν σπίτι κι έτσι –στο ενδιάμεσο- μένουν αναγκαστικά στο χώρο εργασίας τους.
Στην Ελλάδα, η παθογένεια της υποδηλωμένης εργασίας αντανακλά μια βαθύτερη δομική ανισότητα στην εργασιακή σχέση μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, ιδιαίτερα εμφανή στους τομείς όπως ο τουρισμός και η εστίαση. Οι εργοδότες συχνά εκμεταλλεύονται την ανάγκη για ευελιξία στις ώρες εργασίας, οδηγώντας σε μακροχρόνιες υπερωρίες που δεν αμείβονται καταλλήλως, καθώς και σε ελλιπείς περιόδους ανάπαυσης για τους εργαζομένους. Αυτή η κατάσταση αντανακλά ένα σύστημα που προσαρμόζεται μεν στα δεδομένα της πραγματικότητας, αλλά αποτυγχάνει να προστατεύσει τα δικαιώματα των εργαζομένων και ενθαρρύνει τη συνεχιζόμενη καταπίεσή τους, αντί να επιβάλλει τη συμμόρφωση των εργοδοτών με τους καθορισμένους εργατικούς κανόνες. Αυτή η διαρθρωτική αδυναμία στην επιβολή του νόμου υπονομεύει την εμπιστοσύνη στο εργατικό δίκαιο και επιτρέπει την επικράτηση εργασιακών πρακτικών που θίγουν τα δεδομένα ενός σύγχρονου κράτους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ενημερώσεις σχετικά με την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας, hli.gov.gr, Διαθέσιμο εδώ.