Του Δημήτρη Μήλιου,
Καταρχήν, η συναλλαγματική αποτελεί αξιόγραφο το οποίο εκδίδεται με ορισμένο τύπο, όπως ορίζεται στο ά. 1 του Ν. 5325/1932. Περιέχει εντολή πληρωμής και αποτελεί τριπρόσωπη σχέση με εκταξιακό χαρακτήρα (άρθρα ΑΚ 876 επ.). Πιο συγκεκριμένα, η εντολή πληρωμής απευθύνεται από τον εκδότη, δηλαδή το πρόσωπο που εκδίδει τη συναλλαγματική, σε ένα δεύτερο πρόσωπο, τον πληρωτή, με σκοπό αυτός να πληρώσει σε ένα τρίτο πρόσωπο, τον λήπτη, ορισμένο χρηματικό ποσό σε ορισμένο τόπο και χρόνο. Εκτός των τριών κύριων προσώπων, στη συναλλαγματική είναι δυνατή η εμφάνιση και άλλων προσώπων, τα οποία χαρακτηρίζονται ως ενδεχόμενα. Αυτά είναι κυρίως οι οπισθογράφοι και οι τριτεγγυητές.
Ειδικότερα και όσον αφορά την παραγραφή των απαιτήσεων από τη συναλλαγματική, αυτή ρυθμίζεται στα άρθρα 70 και 71 του Ν. 5325/1932, ενώ, αναφορικά με τους λόγους διακοπής και αναστολής της παραγραφής, το άρθρο 81 Ν. 5325/1932 παραπέμπει στα άρθρα 247 επ. ΑΚ περί βραχυπρόθεσμων παραγραφών.
Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων από τη συναλλαγματική είναι άρρηκτα συνδεδεμένος πρωτίστως με την ιδιότητα του προσώπου κατά του οποίου στρέφεται η αξίωση και δευτερευόντως με την ιδιότητα του δικαιούχου. Ωστόσο, λόγω της ταχύτητας κυκλοφορίας της συναλλαγματικής, καθώς και της βαρύνουσας σημασίας ευθύνης που συνεπάγεται η ανάληψή της, οι προβλεπόμενες προθεσμίες είναι σύντομες και διαμορφώνονται ως εξής:
- Οι αξιώσεις κατά του αποδέκτη και του ενδεχόμενου τριτεγγυητή του παραγράφονται μετά τρία έτη από τη λήξη της συναλλαγματικής (άρθρο 70 παρ. 1 συνδυαστικά με το άρθρο 32 παρ. 1 Ν. 5325/1932). Μάλιστα, στις αξιώσεις κατά του αποδέκτη περιλαμβάνεται και η αξίωση του κομιστή προς πληρωμή αλλά και η αξίωση του υποχρέου από αναγωγή, ο οποίος πλήρωσε τη συναλλαγματική, προς απόδοση των καταβληθέντων.
- Οι αξιώσεις από αναγωγή προς πληρωμή, δηλαδή οι αξιώσεις του κομιστή κατά του εκδότη, των ενδεχόμενων οπισθογράφων και τριτεγγυητών τους παραγράφονται μετά ένα έτος από τη χρονολογία της εμπρόθεσμης σύνταξης διαμαρτυρικού, ενώ σε περίπτωση που δε συντάχθηκε διαμαρτυρικό λόγω ύπαρξης της ρήτρας «ανέξοδος επιστροφή» ή «άνευ διαμαρτυρικού», μετά ένα έτος από τη λήξη της συναλλαγματικής (άρθρο 70 παρ. 2 συνδυαστικά με το άρθρο 32 παρ.1 Ν. 5325/1932).
- Οι αξιώσεις από αναγωγή προς απόδοση των καταβληθέντων, δηλαδή οι αξιώσεις των οπισθογράφων κατά άλλων οπισθογράφων, του εκδότη και των ενδεχόμενων τριτεγγυητών τους, συμπεριλαμβανομένων και των αξιώσεων των ενδεχόμενων τριτεγγυητών που πλήρωσαν, παραγράφονται μετά έξι μήνες από την ημέρα που ο οπισθογράφος ή ο τριτεγγυητής πλήρωσε τη συναλλαγματική ή από την ημέρα που ενήχθη προς τούτο (άρθρο 70 παρ. 3 συνδυαστικά με το άρθρο 32 παρ. 1 Ν. 5325/1932).
Συμπληρωματικά, η πρόθεση του νομοθέτη να εξαναγκάσει τον υπόχρεο να προβεί στην πληρωμή της συναλλαγματικής χωρίς καθυστέρηση, ώστε να μην απωλέσει το δικαίωμα αναγωγής προς απόδοση των καταβληθέντων στο σύντομο χρονικό διάστημα των έξι μηνών από την εκκίνηση της δικαστικής δίωξης εναντίον του, αποτυπώνεται μέσα από τη θέσπιση της έναρξης της δικαστικής δίωξης ως διαζευκτικής αφετηρίας της παραγραφής. Αξίζει να σημειωθεί ότι στις ως άνω περιπτώσεις η προθεσμία δεν περιλαμβάνει την ημέρα της αφετηρίας της (άρθρο 73 Ν. 5325/1932).
Πρακτικά, η άσκηση των αξιώσεων από τη συναλλαγματική γίνεται με την έκδοση διαταγής πληρωμής, η οποία αποτελεί εκτελεστό τίτλο (άρθρο 904 παρ. 2 περ. ε΄ ΚΠολΔ). Κατά την κρατούσα άποψη της νομολογίας (ΑΠ 1538/2007), η παραγραφή της αξίωσης από τη συναλλαγματική γίνεται εικοσαετής (άρθρο 286 εδάφιο α΄ ΑΚ), εφόσον η διαταγή πληρωμής καταστεί τελεσίδικη. Το ίδιο ισχύει, εφόσον η αξίωση από τη συναλλαγματική βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση.
Ως προς τη διακοπή και την αναστολή της παραγραφής, σύμφωνα με το άρθρο 70 Ν. 5325/1932 εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΑΚ περί βραχυπρόθεσμων παραγραφών (άρθρο 81 Ν. 5325/1932), δηλαδή τα άρθρα 255 επ. (για την αναστολή) και 260 επ. (για τη διακοπή). Σχετικά με τη διακοπή, σύμφωνα με το άρθρο 71 Ν. 5325/1932, αυτή ενεργεί υποκειμενικά, δηλαδή μόνο κατά εκείνου ως προς τον οποίο έλαβε χώρα το γεγονός που διέκοψε την παραγραφή. Το ίδιο ισχύει αναλογικά και για την αναστολή της παραγραφής.
Λαμβάνοντας υπόψιν ότι ο Ν. 5325/1932 δεν το προβλέπει ρητά, τα αποτελέσματα της παραγραφής αξίωσης από τη συναλλαγματική ρυθμίζονται από τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα. Κατά αυτόν τον τρόπο, η παραγραφή δε λαμβάνεται υπόψιν αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, αλλά προτείνεται κατ΄ ένσταση (άρθρο 277 ΑΚ). Επιπροσθέτως, δεν επιφέρει απόσβεση της αξίωσης, αλλά αυτή εξακολουθεί να υπάρχει και ο υπόχρεος έχει απλά δικαίωμα να αρνηθεί την παροχή (άρθρο 272 παρ.1 ΑΚ), ενώ ό,τι κατέβαλε χωρίς γνώση της παραγραφής δεν μπορεί να το αναζητήσει (άρθρο 272 παρ. 2 εδάφιο α’ ΑΚ).
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αχιλλέας Μπεχλιβάνης/ Έφη Τζίβα, ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΟΠΡΑΞΙΩΝ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ, ΑΘΗΝΑ-ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, 2022
- GREEK LAW, Παραγραφή απαίτησης από τη συναλλαγματική. Διαθέσιμο εδώ