Της Μαρίας Σαντοριναίου,
Η νόσος της Νάξου αποτελεί μια μορφή δυσπλασίας δεξιάς κοιλίας, η οποία περιγράφηκε από έναν Ναξιώτη ιατρό, ως αποτέλεσμα μιας έρευνάς του για αιφνίδιους θανάτους στο νησί. Ο ίδιος παρατήρησε ασυνήθιστους θανάτους σε νεαρά άτομα, μεταξύ των οποίων πια και αθλητές, πολλοί εξ αυτών σε ηλικία μικρότερη των 35 ετών. Οι αρρυθμίες αυτών των ασθενών αποβήκαν μοιραίες και, συνήθως, δίχως κάποιο προειδοποιητικό σύμπτωμα, αφού σε ποσοστό περίπου 70% είναι ασυμπτωματικοί ως προς την καρδιοπάθεια μέχρι την τρίτη δεκαετία της ζωής τους, γεγονός το οποίο κέντρισε το ερευνητικό ενδιαφέρον.
Η νόσος της Νάξου συνιστά μια μορφή αρρυθμιογενούς δυσπλασίας δεξιάς κοιλίας (ARVD/C). Κοιτώντας την ιστορία της ευρύτερης πάθησης, η πρώτη αναφορά σ’ αυτήν καταγράφηκε το 1977, ύστερα από ένα χειρουργείο σε ασθενή με αρρυθμίες. Η νόσος της Νάξου μελετάται από το 1986 και ονομάστηκε έτσι το 1994-95, μετά από την παρουσίασή της σε διεθνές επίπεδο από τον ιατρό-μελετητή της. Ο καρδιολόγος που την κατηγοριοποίησε ονομάζεται Νικόλαος Πρωτονοτάριος, ο οποίος σε έρευνα με τη σύζυγό του και συνάδελφο –παιδίατρο Αντιγόνη-Ελένη Τσατσοπούλου (υπηρετεί έως και σήμερα στο Νοσοκομείο Νάξου)– παρατήρησε τον κλινικό φαινότυπο σε συνδυασμό με τον γονότυπο των πασχόντων. Η νόσος ονομάζεται νόσος της Νάξου, λόγω της εντόπισής της αρχικά και κυρίως στο νησί, εκφράζοντας, παράλληλα, και την αγάπη του Πρωτονοτάριου για τον τόπο καταγωγής, διαμονής και έρευνάς του.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για μια αυτοσωμική υπολειπόμενη ασθένεια με μεγάλο βαθμό διείσδυσης (90%!). Τα άτομα που πάσχουν εμφανίζουν, κυρίως, μια μετάλλαξη στο γονίδιο της πλακογλοβίνης (γ κατενίνη), προσβάλλοντας κατά κύριο λόγο την καρδιά. Η μετάλλαξη αυτή είναι μια έλλειψη δύο ζευγών βάσεων (Pk2157del2TG). Πιθανολογείται ότι προκύπτει de novo και διασπείρεται λόγω ενδογαμίας στα μικρά χωριά του νησιού.
Ο Πρωτονοτάριος, ως ιδιαίτερα οξυδερκής και παρατηρητικός, συμπέρανε ότι οι πάσχοντες εμφανίζουν μαλλιά σαν τρίχες προβάτου από τη γέννηση και κεράτωση παλαμών ή πελμάτων, ένα κλινικό σημείο που παρατηρεί στη χειραψία όταν τους καλεί κατ’ επανάληψη για ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ). Τα ευρήματα αυτά είναι φανερά από νωρίς και μετά την ενηλικίωση ακολουθεί η αντικατάσταση του καρδιακού ιστού με ινολιπώδη, οδηγώντας στις αρρυθμίες.
Το ΗΚΓ πιστοποιεί τη δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια με ανωμαλίες επαναπόλωσης ή/και εκπόλωσης. Δυστυχώς, δεν είναι λίγες οι φορές εκείνες που η δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια συνοδεύεται και από αριστερή με θανατηφόρες, εάν δεν υπάρχει παρέμβαση, για τη ζωή συνέπειες. Ένα ποσοστό 3% των ασθενών καταλήγουν αιφνίδια πριν την τρίτη δεκαετία της ζωής τους, ενώ υψηλό ποσοστό ταλαιπωρείται από καρδιαγγειακά προβλήματα και καταλήγει σε πολύ μικρότερες ηλικίες του προσδόκιμου ζωής.
Κατά την ανακάλυψή της, δύο περιστατικά είναι εκείνα που συνδέουν τις καρδιακές αρρυθμίες με το δερματικό φαινότυπο. «Τυχαίνει» οι δύο νοσούντες να εμφανίζουν ίδια σημεία στις απεικονίσεις, με μόνο το δεύτερον να έχει κερατόδερμα. Οι ερευνητές, αναζητώντας το οικογενειακό ιστορικό, το ατομικό αναμνηστικό και τις συνήθειες/καθημερινότητά τους, συνδυάζουν τις δύο μέχρι τότε διαφορετικές παθήσεις τους με τον τόπο καταγωγής. Τότε, ο Πρωτονοτάριος συμπεραίνει ότι χωρικοί που παντρεύονται με ανθρώπους από άλλα χωριά εκτός του δικού τους δεν εμφάνιζαν κατά κόρον τη νόσο.
Επίσης, δεν συσχετίζεται με το φύλο, άρα δίνεται έτσι ο τρόπος κληρονόμησης. Ιδιαίτερη προσοχή δείχνουν στο γεγονός ότι τα άτομα της ίδιας οικογένειας εμφανίζουν διαφορετικής έντασης συμπτώματα (διαφορετική γενετική επίσπευση), με τους απογόνους νοσούντες να ασθενούν βαρύτερα.
Αφότου διευκρινίζεται ο τρόπος κληρονόμησης, οι ερευνητές στέκονται περισσότερο στο γονίδιο της πλακογλοβίνης στο μεγάλο βραχίονα του χρωμοσώματος 17. Είναι μια πρωτεΐνη σύνδεσης των καρδιομυοκυττάρων –δεσμοσώματα της οικογένειας Armadillo δημιουργώντας μαζί με τις πλακοφιλίνες την κυτταροπλασματική πλάκα πρόσδεσης. Μάλιστα, λειτουργικοί ρόλοι τους αποτελούν η ακεραιότητα του κυττάρου μέσω σύνδεσης των κυτταροσκελετών των κυττάρων μεταξύ τους, η αντίσταση στις μηχανικές πιέσεις, η κυτταρική αναγνώριση, η μορφογένεση και η σηματοδότηση.
Η πλακογλοβίνη συνδέεται άρρηκτα με την αντίσταση στη μηχανική πίεση σε βλεννογόνους, επιδερμίδα και καρδιομυοκύτταρα με την νόσο της Νάξου να επηρεάζει τα τελευταία δύο. Στα σημεία σύνδεσης της πλακογλοβίνης συνδέονται νημάτια δεσμίνης. Η πρωτεΐνη πλακογλοβίνη αποτελεί μέρος των ενδιάμεσων νηματίων και αντιστοιχεί στα νημάτια κερατίνης του δέρματος. Κατ΄αυτόν τον τρόπο, συνδέεται η δεξιά καρδιακή ανεπάρκεια με τα δεσμοσώματα του δέρματος που συνδέεται η κερατίνη. Η μη φυσιολογική σύνδεση των δεσμοσωμάτων ειδικά στην παλάμη και στο πέλμα που δέχονται πιέσεις από καθημερινές εργασίες και το βάδισμα αντίστοιχα προκαλεί υπερπλασία της κεράτινης στιβάδας (κερατόδερμα), δίνοντας το χαρακτηριστικό φαινότυπο.
Στην καρδιά έχει βρεθεί πως φυσιολογικά η πλακογλοβίνη σηματοδοτεί την απόπτωση, ενώ η μεταλλαγμένη της δομή οδηγεί σε κυτταρικό θάνατο, προοδευτική απώλεια μυοκαρδίου και ινολιπώδη αντικατάσταση. Τα υγιή μυοκύτταρα της καρδιάς ανάμεσα στο λιπώδη ιστό οδηγούν στη παρουσία ζωνών βραδείας αγωγιμότητας και στο φαινόμενο επανεισόδου.
Τώρα πια, η διάγνωση γίνεται εκ γενετής με την ασθένεια να έχει περιοριστεί δίχως να εξαλειφθεί. Ο πάσχων εμφανίζει ομοζυγωτία. Παραταύτα, σύγχρονες μελέτες αποδεικνύουν πως ο φορέας του υπολειπόμενου ενδέχεται να εμφανίσει αρρυθμίες με πιθανότερη την ταχυκαρδία.
Η θεραπεία στηρίζεται σε αντιαρρυθμικά φάρμακα δια βίου (πχ σοταλόλη, αμιδιωράνη) με ή χωρίς β αποκλειστές και εμφύτευση αυτόματου απινιδωτή καρδιομετατροπής πριν την ηλικία των τριαντά πέντε ετών. Όσοι εμφανίζουν συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια λαμβάνουν διουρητικά και αναστολείς του μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης. Εάν αυτά δεν αποδώσουν, σε τελικά στάδια της νόσου, συνίσταται η μεταμόσχευση καρδιάς.
Η ερώτηση που γεννάται εύλογα μέσα από αυτήν την ανασκόπηση είναι κατά πόσο αυτή η πάθηση αφορά μόνο ανθρώπους καταγόμενους από τη Νάξο. Γίνεται να είναι μια «τοπική» ασθένεια; Όσον αφορά τη νόσο της Νάξου, όχι! Η νόσος της Νάξου έχει βρεθεί κυρίαρχα στο νησί, με λίγα περιστατικά σε άλλα νησιά του Αιγαίου, ενώ μεμονωμένες περιπτώσεις έχουν καταγραφεί στην Τουρκία, στην Ιταλία, στο Ισραήλ και στη Σαουδική Αραβία.
Ακόμα, μελέτες που ακολουθούν, πιστοποιούν υποπαραλλαγές της νόσου και εκτός Ελλάδος με συχνότερο το σύνδρομο Carvajal στην Ινδία και το Εκουαδόρ, το οποίο πρωτοαναφέρθηκε το 1998.
Εν έτη 2024, η νόσος της Νάξου μελετάται εκτενώς, καθώς αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία για προσδιορισμό γνωρισμάτων της δυσπλασίας δεξιάς κοιλίας και του αντίκτυπού της στην υγεία των ασθενών. Κύριος ερευνητής της είναι πια ο γιος, Αλέξανδρος, του «θεμελιωτή» Νικολάου Πρωτονοτάριου σε συνεργασία με τη μητέρα του και άλλους ερευνητές, Έλληνες και μη. Η προσπάθειά τους προσδοκά τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών, τη νωρίτερη διάγνωση μέσω screening και, τέλος, την πλαισίωση με κατάλληλη θεραπεία.
Η νόσος της Νάξου μπορεί να είναι μια κυρίως «τοπική ασθένεια», είναι όμως μια πάθηση παγκοσμίου ιατρικού ενδιαφέροντος… Και όχι αδίκως!
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Naxos disease: from the origin to today, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Naxos disease: Cardiocutaneous syndrome due to cell adhesion defect, PubMed. Διαθέσιμο εδώ
- Naxos disease and Carvajal syndrome: Cardiocutaneous disorders that highlight the pathogenesis and broaden the spectrum of arrhythmogenic right ventricular cardiomyopathy, Science Direct. Διαθέσιμο εδώ