Της Δήμητρας Μίγγου,
Όλοι μας έχουμε σίγουρα ακούσει για περιπτώσεις δηλητηριάσεων από κατανάλωση ακατάλληλων οργανισμών, που συχνά έχουν μοιραίο αποτέλεσμα. Στις περιπτώσεις αυτές, οι βλάβες που προκαλούνται στον καταναλωτή σχετίζονται, κυρίως, με τη δράση τοξινών, δηλαδή χημικών ουσιών, που παράγουν τα εξωτικά αυτά φυτά ή ζώα. Μία τέτοια νευροτοξίνη είναι και η τετροδοτοξίνη, η οποία εντοπίζεται περισσότερο σε θαλάσσιους οργανισμούς, αλλά και σε ορισμένους χερσαίους.
Η τετροδοτοξίνη φαίνεται να συναντάται συχνά στη φύση. Εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ανιχνεύεται τόσο σε σπονδυλωτά όσο και σε ασπόνδυλα, χωρίς αυτά να έχουν κάποια στενή φυλογενετική σχέση. Συγκεκριμένα, έχει βρεθεί στους τρίτωνες (σαλαμάνδρες) του γένους Taricha, στους βατράχους του γένους Atelopus, σε ορισμένα αγγελόψαρα, σε πολλά είδη του χταποδιού με μπλε δακτυλίους, καθώς και σε ορισμένα είδη σαλιγκαριών, σκουληκιών και καβουριών.
Ωστόσο, το ζώο εκείνο που είναι πιο γνωστό ως φορέας της συγκεκριμένης τοξίνης είναι το ψάρι-φούσκα (pufferfish), με πάνω από 20 είδη του να την παράγουν. Μάλιστα, επειδή το ήπαρ και οι ωοθήκες στα ψάρια αυτά είναι πιο τοξικά σε σχέση με άλλους ιστούς του ψαριού, υποστηρίζεται ότι τα θηλυκά ψάρια του είδους είναι πιο τοξικά από τα αρσενικά. Σχετικά με την παραγωγή της τετροδοτοξίνης, έχει βρεθεί ότι στα ψάρια-φούσκες γίνεται από βακτήρια που αποτελούν μια φυσιολογική μικροχλωρίδα τους και έχουν εγκατασταθεί στο εσωτερικό τους, ενώ άλλα χερσαία ζώα (σαλαμάνδρες και βατράχια) παράγουν τα ίδια την τοξίνη, καθώς έτσι προστατεύονται από πιθανούς θηρευτές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, ωστόσο, οι ιδιότητες της τετροδοτοξίνης και ο μηχανισμός δράσης της. Ανακαλύφθηκε το 1909 από τον φαρμακολόγο Yoshizumi Tahara στις ωοθήκες του ψαριού-φούσκα, αν και ήταν ήδη ευρέως γνωστή η δηλητηριώδης φύση του ψαριού αυτού στους ανθρώπους. Η τετροδοτοξίνη είναι υδατοδιαλυτή, ενώ δεν απενεργοποιείται από ακραία υψηλές θερμοκρασίες. Αντιθέτως, ευρήματα δείχνουν ότι η τοξικότητά της αυξάνεται με τη θέρμανση. Ακριβώς αυτός είναι και ο λόγος που το μαγείρεμα του ψαριού-φούσκα, για παράδειγμα, σε σούσι (γνωστό ως fugu στα Ιαπωνικά), δεν αναιρεί την τοξικότητα του ψαριού. Απαιτείται, συνεπώς, προσεκτική προετοιμασία του πιάτου από ειδικά εκπαιδευμένους shef, ώστε να αφαιρούνται τα επικίνδυνα μέρη του (το ήπαρ, οι ωοθήκες και το δέρμα). Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζουν να καταγράφονται περιστατικά δηλητηρίασης από την κατανάλωση του συγκεκριμένου πιάτου. Αξίζει να αναφερθεί ότι η ουσία αυτή είναι πάνω από 1.000 φορές πιο τοξική σε σχέση με το κυανίδιο, αφού δρα αναστέλλοντας τους διαύλους ιόντων νατρίου των νευρικών και μυϊκών μας κυττάρων.
Για να καταλάβουμε καλύτερα τον τρόπο δράσης της τετροδοτοξίνης, χρειάζεται μια σύντομη περιγραφή του τρόπου μεταβίβασης των σημάτων στο νευρικό μας σύστημα. Κάθε λειτουργία του οργανισμού μας, είτε εκούσια (η κίνηση του χεριού μας για να αρπάξουμε κάτι) είτε ακούσια (το χτύπημα της καρδιάς μας) ελέγχεται από τα λεγόμενα νευρικά κύτταρα ή νευρώνες. Τα κύτταρα αυτά βρίσκονται συνδεδεμένα μεταξύ τους, ώστε να μπορούν να δέχονται και να μεταβιβάζουν τα κατάλληλα σήματα, όπως, για παράδειγμα, το σήμα που θα προκαλέσει τη συστολή κάποιου μυός. Για τον σκοπό αυτό, έχουν στην επιφάνειά τους πολυάριθμους διαύλους ή κανάλια ιόντων νατρίου, δηλαδή πρωτεϊνών που, όταν ανοίγουν, επιτρέπουν τη μαζική εισροή ιόντων νατρίου στο εσωτερικό του κυττάρου. Στη διάνοιξη αυτών των διαύλων έγκειται και η μετάδοση του σήματος: οι δίαυλοι ανοίγουν ο ένας μετά τον άλλον, δημιουργώντας ένα δυναμικό ενέργειας, όπως λέγεται, το οποίο θα μεταφέρει το σήμα στον επόμενο νευρώνα και ούτω καθεξής.
Όταν, λοιπόν, η τετροδοτοξίνη συνδέεται στους διαύλους αυτούς, “μπλοκάροντάς” τους, εμποδίζει τη διάνοιξή τους, παρεμποδίζοντας έτσι και τη δημιουργία ενός δυναμικού ενέργειας και, κατ’ επέκταση, τη μεταφορά του σήματος από τον έναν νευρώνα στον επόμενο ή από έναν νευρώνα σε έναν μυ. Αυτή είναι και η βάση των άμεσων συμπτωμάτων (παράλυση, μούδιασμα της στοματικής κοιλότητας) που εμφανίζονται στα θύματα όταν εκτίθενται στη συγκεκριμένη τοξίνη. Σε αυτό το σημείο, είναι λογικό να απορεί κανείς πώς γίνεται τα ίδια τα ζώα που φέρουν την τοξίνη να μην επηρεάζονται από αυτήν. Η απάντηση είναι ότι τα ζώα αυτά έχουν διαύλους νατρίου που δεν μπορούν να συνδεθούν με την τετροδοτοξίνη, και άρα δεν αναστέλλονται από αυτήν, εξαιτίας γενετικών μεταλλάξεων στο DNA τους.
Τα συμπτώματα από την έκθεση στην τετροδοτοξίνη εξαρτώνται άμεσα από τη δόση που έλαβε ο ασθενής και τον χρόνο που πέρασε από την κατανάλωση του πιάτου που την περιείχε. Συνήθως, τα συμπτώματα εμφανίζονται μέσα σε 30 λεπτά από τη λήψη της τροφής, αλλά έχουν καταγραφεί και ελάχιστα περιστατικά κατά τα οποία τα συμπτώματα άρχισαν 20 ώρες μετά από την κατανάλωση του φαγητού. Επειδή, όπως περιγράφηκε, η τετροδοτοξίνη διαταράσσει τη λειτουργία του εγκεφαλικού στελέχους και των κινητικών, αισθητηριακών και αυτόνομων νεύρων, τα συμπτώματα σχετίζονται με γαστρεντερικές, καρδιακές και νευρολογικές δυσλειτουργίες. Ειδικότερα, οι Fukuda και Tani διακρίνουν 4 βαθμούς δηλητηρίασης:
- Σε δηλητηριάσεις πρώτου βαθμού, παρατηρούνται παραισθήσεις και περιστοματικό μούδιασμα, με ή χωρίς γαστρεντερικά συμπτώματα (ναυτία, εμετός, πόνοι στην κοιλιακή χώρα και διάρροια).
- Σε δηλητηριάσεις δευτέρου βαθμού, προκαλείται μούδιασμα στο πρόσωπο του ασθενούς, ο οποίος εμφανίζει διαταραχές στην ομιλία του, πρώιμη κινητική παράλυση και αταξία. Ωστόσο, τα αντανακλαστικά του πάσχοντος παραμένουν φυσιολογικά.
- Σε δηλητηριάσεις τρίτου βαθμού, παρουσιάζονται χαλαρή παράλυση, αφωνία, αναπνευστική ανεπάρκεια και διεσταλμένες κόρες (σε ασθενή που διατηρεί τη συνείδησή του).
- Σε δηλητηριάσεις τετάρτου βαθμού, ο πάσχων εκδηλώνει σοβαρή αναπνευστική ανεπάρκεια με υποξία, βραδυκαρδία, υπόταση, καρδιακές δυσρυθμίες, καθώς και απώλεια συνείδησης.
Δεν έχει βρεθεί κάποιο αντίδοτο για την τετροδοτοξίνη. Η θεραπεία που λαμβάνουν όσοι πλήττονται από αυτήν προσανατολίζεται κυρίως στην αντιμετώπιση των συμπτωμάτων και όχι τόσο στην απομάκρυνση της ίδιας της τοξίνης. Συχνά, ο ασθενής υποβάλλεται σε πολυάριθμες εξετάσεις, όπως είναι το ηλεκτροκαρδιογράφημα, η αξονική τομογραφία και οι αιματολογικές εξετάσεις, για να αξιολογηθεί η κατάστασή του και να διερευνηθεί το ενδεχόμενο τα συμπτώματά του να έχουν κάποια άλλη αιτία. Είναι, επίσης, σημαντική η έγκαιρη συλλογή ούρων και αίματος από τον ασθενή, καθώς η τετροδοτοξίνη παραμένει για λιγότερο από 24 ώρες στο αίμα, αλλά μπορεί να εντοπιστεί στα ούρα ακόμα και 4 μέρες μετά τη λήψη της τροφής.
Βέβαια, στο νοσοκομειακό περιβάλλον, δεν υπάρχει ειδική εξέταση για την ανίχνευση της συγκεκριμένης νευροτοξίνης. Ωστόσο, η ύπαρξή της μπορεί να επιβεβαιωθεί εργαστηριακά, κυρίως σε ερευνητικό πλαίσιο, στέλνοντας δείγματα ορού αίματος ή ούρων σε ειδικά εργαστήρια που ακολουθούν τεχνικές υγρής χρωματογραφίας και φασματομετρίας μάζας. Αφού περάσουν 60 λεπτά από τη λήψη του γεύματος, και αν δεν υπάρχουν αντενδείξεις, οι ασθενείς συχνά υποβάλλονται σε πλύση στομάχου και τούς χορηγείται ενεργός άνθρακας. Έχουν, επίσης, καταγραφεί περιστατικά στα οποία η ήπια τοξικότητα υποχώρησε έπειτα από αρκετές συνεδρίες αιμοκάθαρσης, ωστόσο δεν υπάρχουν ακόμα επαρκή στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον θεραπευτικό χαρακτήρα της μεθόδου στην απομάκρυνση της τοξίνης. Εξίσου αμφιλεγόμενη, με βάση νέες μελέτες, είναι και η χρήση νεοστιγμίνης προς θεραπεία της οξείας αναπνευστικής ανεπάρκειας που προκαλείται από τη δηλητηρίαση. Τελευταία, έχουν περιγραφεί και μονοκλωνικά αντισώματα κατά της τετροδοτοξίνης, τα οποία ήταν αποτελεσματικά σε ποντίκια, αλλά δεν έχουν διερευνηθεί περαιτέρω στον άνθρωπο.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές πόσο προσεκτικοί οφείλουμε να είμαστε με τις τροφές που καταναλώνουμε. Αν και, γενικά, οι ασθενείς αναμένεται να αναρρώσουν πλήρως δεχόμενοι την κατάλληλη κλινική φροντίδα, δεν παύουμε να ελπίζουμε στην εύρεση ενός άμεσου αντιδότου. Έως τότε, χρήσιμο είναι να συμμορφωθούμε με το πασίγνωστο ρητό του Ιπποκράτη: «Κάλλιον το προλαμβάνειν του θεραπεύειν».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Tetrodotoxin Toxicity, NIH. Διαθέσιμο εδώ
- Tetrodotoxin: Chemistry, Toxicity, Source, Distribution and Detection, PubMed. Διαθέσιμο εδώ