17.6 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΗ αυτονομία της ενωσιακής έννομης τάξης

Η αυτονομία της ενωσιακής έννομης τάξης


Της Δήμητρας Ιωακείμοβιτς,

Ένα εκ των θεμελιωδών χαρακτηριστικών της Ένωσης είναι η αυτονομία. Η ενωσιακή έννομη τάξη είναι αυτόνομη. Πρόκειται για ένα γνώρισμα με πολλαπλές εκφάνσεις, οι οποίες εκτείνονται στην αυτονομία των πηγών, των χρησιμοποιούμενων εννοιών, καθώς και στη διαφοροποίηση με το δημόσιο διεθνές δίκαιο. Σημαντικό να αναφέρουμε πως η ενωσιακή έννομη τάξη δεν απομακρύνεται από τα κράτη μέλη, αντιθέτως αυτά έχουν υιοθετήσει και ενσωματώσει το νομικό σύστημα της Ένωσης, δημιουργώντας μεν μία ομοιογένεια, χωρίς, όμως, να παραλύεται η αυτονομία του νομικού συστήματος της Ένωσης. Όπως άλλωστε διατυπώθηκε από το ΔΕΕ στην υπόθεση 6/64 (Costa/ENEL), «ενσωματώθηκε στα νομικά συστήματα των κρατών μελών από τη θέση της Συνθήκης σε ισχύ και δεσμεύει τα δικαστήρια τους».

Ειδικότερα, αξιοσημείωτη θεωρείται η αυτονομία των χρησιμοποιούμενων εννοιών. Πράγματι, όταν στο ενωσιακό δίκαιο γίνεται χρήση ορισμένων όρων, αυτοί οφείλουν να αποτυπώνονται επακριβώς στην εννοιολογική σημασία των όρων που χρησιμοποιούνται στο εσωτερικό δίκαιο. Τούτο το ερμηνευτικό ζήτημα έγκειται στην ανάγκη του νομικού συστήματος της Ένωσης, οι οδηγίες του ενωσιακού νομοθέτη να μην αποκλίνουν ούτε κατ΄ ελάχιστο κατά την απόδοσή τους σε πλείονες ισοδύναμες γλωσσικές μεταφράσεις από το αρχικό περιεχόμενο. Συνεπώς, ακόμη και όταν χρησιμοποιούνται συγκεκριμένοι όροι που είναι γνωστοί από τα δίκαια των κρατών μελών, ο ενωσιακός δικαστής οφείλει να προβεί στην ερμηνεία τους με ενωσιακό κριτήριο, έτσι ώστε να δίδεται σε όλη την Κοινότητα, αυτοτελής και ενιαία ερμηνεία. Με αυτό το τρόπο διατηρείται η αυτονομία και η συνοχή της ενωσιακής έννομης τάξης και σε συνέχεια αυτού ο εθνικός δικαστής αποδίδει τους όρους, έτσι ώστε αυτοί να ανταποκρίνονται εννοιολογικά στο εσωτερικό δίκαιο και να συμμορφώνονται βέβαια στο ενωσιακό κείμενο.

Πηγή εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα χρήσης: arsenisspyros

Παράλληλα, οι πηγές του ενωσιακού δικαίου διαδραματίζουν ύψιστης σημασίας νομοθετικό εργαλείο για το νομικό σύστημα της Ένωσης. Έντονο παράδειγμα αποτελούν οι γενικές αρχές, οι οποίες ενώ στο εσωτερικό δίκαιο καλύπτουν νομοθετικά κενά, στο ενωσιακό αποτελούν θεμέλιο και υπάγονται στην ύψιστη θέση των πηγών. Σε μία εκ των παλαιών υποθέσεων του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην υπόθεση 108/63, Merlini, ο ενωσιακός δικαστής ανέφερε ότι «το γεγονός ότι ένας κανόνας δεν μνημονεύεται στο γραπτό [ενωσιακό] δίκαιο, δεν αρκεί για να αποκλεισθεί η ισχύς του». Οι γενικές αρχές θεωρούνται αρχές διαμόρφωσης του ενωσιακού δικαίου, σε αντίθεση με τον εθνικό νομοθέτη, ο οποίος έχει την τάση, κυρίως στα «ηπειρωτικά δίκαια», να προσεγγίζει τα ζητήματα με αναφορές κατά βάση στο γραπτό δίκαιο (νόμοι, Σύνταγμα, κανονιστικές διατάξεις κλπ).

Επιπλέον, ξεχωριστή θέση στο νομικό σύστημα της Ένωσης έχει η νομολογία. Το ενωσιακό δίκαιο είναι κατεξοχήν νομολογιακό και η νομολογία των δικαιοδοτικών οργάνων της είναι εκείνη που εν πολλοίς δημιουργεί το ενωσιακό δίκαιο. Στις περιπτώσεις, όμως, που τίθεται το ζήτημα της «νομολογιακής νομοθεσίας», έγκειται ο κίνδυνος της παραμόρφωσης του περιεχομένου της νομολογίας από τη στιγμή που μεταφράζεται σε πλείονες γλωσσικές αποδόσεις. Το δίκαιο της Ένωσης απαιτεί ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή σε όλα τα κράτη μέλη.

Σε επόμενο επίπεδο, μπορούμε να αναφερθούμε στη διαφοροποίηση του ενωσιακού από το δημόσιο διεθνές δίκαιο. Μπορούμε όλοι να παραδεχτούμε πως πρόκειται για ένα ξεχωριστό και αυτόνομο νομικό σύστημα, με το οποίο οφείλουν να συμμορφώνονται όλα τα κράτη μέλη. Στον τομέα του δημόσιου διεθνούς δικαίου, οι πολυμερείς διεθνείς συνθήκες συνάπτονται συνήθως μεταξύ πλειόνων κρατών, με αποτέλεσμα ένα δίκτυο νομικών δεσμεύσεων μεταξύ τους. Πολλές από αυτές τις συμφωνίες επικεντρώνονται στη συνεργασία, επιτρέποντας σε κάθε μέρος να διατηρεί την αυτονομία του, παραχωρώντας στα δικαστήρια την εξουσία να ερμηνεύουν και να επιβάλλουν τους όρους των συμφωνιών. Ο καθορισμός των δικαιωμάτων που παρέχονται στα κράτη μέσω αυτών των συμφωνιών είναι ζωτικής σημασίας και, ενώ ενδέχεται να προκύψουν ορισμένες διαφορές, μπορούν να επιλυθούν με αμοιβαία συμφωνία.

Σε αντίθεση με τις παραδοσιακές διεθνείς συμφωνίες, οι συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιλαμβάνουν μια διαφορετική προσέγγιση, όπου τα κράτη μέλη δεν διατηρούν πλήρως την αυτοτέλεια τους, αλλά ορισμένα από τα κυρίαρχα δικαιώματά τους μεταφέρονται στο διεθνή οργανισμό που ιδρύεται με αυτές – εν προκειμένω την Ένωση. Αυτή η μοναδική δομή περιλαμβάνει ένα Δικαστήριο με αποκλειστική δικαιοδοσία για την επίλυση διαφορών, διασφαλίζοντας συνεπή ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Η αναγνώριση των δικαιωμάτων των ατόμων εντός του νομικού πλαισίου της ΕΕ βασίζεται στις διατάξεις των Συνθηκών και όχι στις προθέσεις των εμπλεκόμενων μερών, ήτοι βασίζεται στο «πνεύμα, το σύστημα και το γράμμα των διατάξεων της Συνθήκης».

Πηγή εικόνας: istockphoto.com / Δικαιώματα χρήσης: PaulGrecaud

Συνολικά, το νομικό σύστημα της ΕΕ δίνει προτεραιότητα στην προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και τηρεί τις αρχές της έννομης τάξης του. Όπως αναφέρεται στην απόφαση Van Gend en Loos, 26/62, είναι σαφές από τα στοιχεία ότι τα υποκείμενα της Ένωσης δεν περιλαμβάνουν μόνο τα κράτη μέλη, αλλά και τους ιδιώτες. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι, όπως το δίκαιο της ΕΕ επιβάλλει υποχρεώσεις στα άτομα, έτσι τους παρέχει και δικαιώματα. Συνεπώς, σε αυτήν την κατάσταση, η αναγνώριση των δικαιωμάτων για τα άτομα δεν καθορίζεται από τις προτιμήσεις των εμπλεκόμενων μερών, αλλά είναι αποτέλεσμα των θεμελιωδών αρχών και της φύσης του νομικού συστήματος της ΕΕ.

Είναι σημαντικό να τονίσουμε, βέβαια, πως η εν λόγω αυτονομία έναντι των κρατών μελών δεν σημαίνει πλήρης και απόλυτος διαχωρισμός έναντι του δικαίου καθενός εκ των κρατών μελών. Αντιθέτως, η ενωσιακή έννομη τάξη αποτελεί μεν ένα ιδιαίτερο νομικό σύστημα, το οποίο, όμως, είναι ενιαίο και πλήρως ταυτόσημο με το δίκαιο κάθε κράτους μέλους. Το δίκαιο της ένωσης απαιτεί ομοιομορφία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
  • Β. Χριστιανός, Ε. Παπαδοπούλου, Μ. Περάκης, Εισαγωγή στο Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2021

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Δήμητρα Ιωακείμοβιτς
Δήμητρα Ιωακείμοβιτς
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2004 και κατοικεί στην Αθήνα. Είναι δευτεροετής φοιτήτρια στη Νομική του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Κάνει πρακτική σε δικηγορική εταιρεία και στον ελεύθερό της χρόνο της αρέσει να τον αξιοποιεί διαβάζοντας για την επικαιρότητα και την πολιτική.