Της Μαριάνθης Κοκοράκη,
Η καθημερινή διατροφή των αρχαίων Ρωμαίων, δε διέφερε από αυτή των αρχαίων Ελλήνων. Πρόκειται για λιτά και μεσογειακά γεύματα. Μάλιστα, οι άνθρωποι της υπαίθρου, οι οποίοι κατείχαν κτηματικές περιουσίες, προμηθεύονταν τα προϊόντα, για τα καθημερινά τους γεύματα είτε από τις καλλιέργειές τους είτε από τα ζώα που έκτρεφαν. Στη ρωμαϊκή διατροφή, το ψωμί ήταν πολύ σημαντικό. Οι Ρωμαίοι, έφτιαχναν το ψωμί, στο σπίτι τους, έως και το 174 π.Χ., όπου σύμφωνα με τον Πλίνιο, άρχιζαν να εμφανίζονται τα πρώτα αρτοπωλεία.
Σε μία χώρα, όπως η Ιταλία, όπου στο μεγαλύτερο μέρος της, περιβάλλεται από θάλασσα, τα ψάρια και τα θαλασσινά, δε θα μπορούσαν να λείπουν από το ρωμαϊκό τραπέζι. Εκτός από τους πλούσιους, οι οποίοι μπορούσαν να καταναλώνουν, πολυτελέστατα γεύματα καθημερινά, ο απλός λαός, αγαπούσε τα ψάρια και τα προμηθευόταν από τις αγορές είτε φρέσκα είτε παστωμένα. Εκτός από εξαίρετοι ψαράδες, οι Ρωμαίοι ήταν και εξαίρετοι κυνηγοί. Ο Οράτιος, στις εξιστορήσεις του, περιγράφει κυνήγια με αγριογούρουνα, λαγούς και τσίχλες. Άφθονη ήταν η ύπαρξη του αγριογούρουνου, σε όλη την ιταλική χερσόνησο, τη Σικελία, καθώς και τη Σαρδηνία, οπότε αυτό σημαίνει, πως γενικότερα το κυνήγι, βρισκόταν σε άνθηση.
Η Ιταλία «κατείχε» τα «ηνία» της παρασκευής τυριού, από τα αρχαία χρόνια. Χρησιμοποιούσαν φρέσκο γάλα, το οποίο άρμεγαν από την προηγούμενη μέρα και με τη βοήθεια διαφόρων ενζύμων, το άφηναν να πήξει. Όταν πια είχε πήξει το γάλα, το έβαζαν σε καλάθια πλεγμένα από καλάμια. Την πρώτη θέση στην παρασκευή τυριού, κρατούσε το αγελαδινό γάλα, τη δεύτερη το πρόβειο και την τρίτη το κατσικίσιο. Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός, πως στην Ιταλία το πιο φημισμένο τυρί προερχόταν από το Vestini, στην Κεντρική Ιταλία. Εισαγωγές διαφόρων τυριών, γίνονταν και από το εξωτερικό. Μερικά από τα γνωστότερα τυριά εισαγωγής, ήταν ένα είδος τυριού από τη Nîmes, τη Lozère και την Toulouse. Ακόμη, τα άλλα προϊόντα του γάλακτος, δε χρησιμοποιούνταν στη Ρώμη. Δεν υπήρχε κανένα είδος βουτύρου, καθώς το λάδι ελιάς, μαζί με τα υποκατάστατά του και τα ζωικά λίπη, κάλυπταν επαρκώς τις ανάγκες των Ρωμαίων.
Επιπροσθέτως, οι άνθρωποι της αρχαίας Ρώμης, έδιναν μεγάλη αξία στα γογγύλια, διότι αποτελούσαν διατροφικό μέσο, ανθρώπων και ζώων. Οι γιατροί τα σύστηναν για τις θρεπτικές τους ιδιότητες. Θεωρούνταν δε, ότι μετά το σιτάρι και τα κουκιά, ήταν ένα από τα σπουδαιότερα φυτικά είδη διατροφής. Στο διάταγμα του Διοκλητιανού για τις τιμές των τροφών, παρατηρούμε ότι στις αγορές υπήρχαν δύο είδη γογγυλιών, τα μεγάλα τα οποία, κόστιζαν 4 δηνάρια τα δέκα κομμάτια και τα μικρά, τα οποία κόστιζαν 4 δηνάρια τα είκοσι κομμάτια. Από τα όσπρια, τα κουκιά αποτελούσαν τη βάση της ρωμαϊκής διατροφής. Υπήρχαν διάφορα είδη κουκιών: τα άσπρα και τα μαύρα. Δεύτερα στη σειρά, μετά τα κουκιά, έρχονταν τα φασόλια. Τα όσπρια αυτά μαζεύονταν, όταν πια ήταν ώριμα και ο τρόπος συγκομιδής τους ήταν το αλώνισμα, μέθοδος που ακολουθούνταν και στη συγκέντρωση των σιτηρών. Τα φασόλια ήταν το φαγητό των φτωχών ανθρώπων, των σκληρά εργαζομένων, των αγροτών, των σιδηρουργών και των μονομάχων.
Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι τα φρούτα ήταν ένα καλοδεχούμενο συμπλήρωμα στις διατροφικές συνήθειες των Ρωμαίων. Τα έτρωγαν φρέσκα, αποξηραμένα ή κονσερβοποιημένα. Οι πηγές αναφέρουν ότι η χερσόνησος της Ιταλίας ήταν τόσο πλούσια σε φρούτα, ώστε πολλοί συγγραφείς την παρομοίαζαν με έναν άφθονο κήπο με οπωροφόρα δέντρα. Αναπτύχθηκαν όχι μόνο ντόπιες ποικιλίες, όπως επί παραδείγματι αχλάδια, μήλα και δαμάσκηνα, αλλά έγιναν και πειραματισμοί, που αφορούσαν στην καλλιέργεια και ανάπτυξη ποικιλιών, οι οποίες είχαν έρθει από την Ανατολή. Μεγάλη ήταν και η κατανάλωση των σύκων, με αποτέλεσμα να γίνεται εισαγωγή σύκων από και άλλες περιοχές της αυτοκρατορίας, όπως η Καρία, η Συρία και η Αφρική. Για να τα διατηρήσουν μεν, τα αποξήραναν ή τα έβαζαν φρέσκα μέσα σε μέλι. Επίσης, σε περιοχές που δεν υπήρχαν αμπέλια για την παρασκευή κρασιού και ξιδιού, παρασκεύαζαν ξίδι από σύκα.
Έκτος από τα φαγώσιμα, οι αρχαίοι Ρωμαίοι είχαν ειδικευτεί και στην παραγωγή του κρασιού. Αναλυτικότερα, οι γραπτές πηγές αναφέρουν ότι το κρασί χρησιμοποιούνταν και ως φαρμακευτικό μέσο. Με το πέρασμα του χρόνου, η παραγωγή κρασιού επεκτάθηκε και εντατικοποιήθηκε. Το κρασί ήταν το μοναδικό αναγνωρισμένο ποτό στην αρχαιότητα. Ο Πλίνιος αναφέρει τέσσερις κατηγορίες κρασιού, ανάλογα το χρώμα: άσπρο-vinum album, κίτρινο-vinum fluvum, βαθύ κόκκινο-vinum sanguineum και μαύρο-vinum nigrum. Όσον αφορά τη γεύση, υπήρχε το γλυκό κρασί, το ξηρό και το ημίξηρο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ελένη Πατέρα (2006), Η διατροφή στους Ρωμαϊκούς χρόνους, Αθήνα: Eκδόσεις Προπομπός