Της Βασιλικής Φώτη,
Μετά το πέρας της κύριας ανάκρισης, ο εισαγγελέας, αν κρίνει ότι υπάρχουν επαρκείς αποχρώσεις ενοχής για την παραπομπή του κατηγορουμένου στο ακροατήριο, υποβάλει παραπεμπτική πρόταση στο συμβούλιο πλημμελειοδικών σύμφωνα με το άρθρο 308 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το εν λόγω παραπεμπτικό βούλευμα δύναται να προσβληθεί με το οιονεί ένδικο μέσο της έφεσης (478 ΚΠΔ). Η έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος συνιστά και την ουσιαστική περάτωση της κύριας ανάκρισης στην κλασική της μορφή. Κατ’ εξαίρεση, για όσα αδικήματα προβλέπονται στο 309 ΚΠΔ, η παραπομπή του κατηγορουμένου λαμβάνει χώρα όχι με την έκδοση παραπεμπτικού βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών αλλά με απευθείας κλήση του εισαγγελέα εφετών μετά από σύμφωνη γνώμη του προέδρου εφετών.
Ειδικότερα, η δικονομική διαδικασία που ακολουθεί το μοντέλο της απευθείας παραπομπής του 309 ΚΠΔ είναι η εξής: Μετά την περάτωση της ανάκρισης, η δικογραφία υποβάλλεται από τον εισαγγελέα πλημμελειοδικών στον εισαγγελέα εφετών. Ο τελευταίος, αν κρίνει ότι η διενεργηθείσα ανάκριση δε χρειάζεται συμπλήρωση, καθώς και ότι προκύπτουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής του κατηγορουμένου για την παραπομπή του στο ακροατήριο, προτείνει στον πρόεδρο εφετών να εισαχθεί η υπόθεση, μαζί με «τυχόν ήσσονος βαρύτητας συναφή» εγκλήματα, με απευθείας στο ακροατήριο, εφόσον η υπόθεση ανήκει στην καθ’ ύλη αρμοδιότητα του τριμελούς ή του μονομελούς εφετείου. Αν ο πρόεδρος εφετών συμφωνεί για την παραπομπή της υποθέσεως στο ακροατήριο, ο εισαγγελέας εφετών εκδίδει κλητήριο θέσπισμα εναντίον του οποίου δεν επιτρέπεται προσφυγή. Επομένως, μοναδική αλλά συνάμα και αναγκαία προϋπόθεση για την απευθείας κλήση στο ακροατήριο συνιστά η συμφωνία του εισαγγελέα και του προέδρου εφετών για την ύπαρξη επαρκών ενδείξεων ενοχής του κατηγορουμένου.
Το ως άνω περιγραφόμενο μοντέλο της απευθείας παραπομπής του κατηγορουμένου στο ακροατήριο εισήχθη για πρώτη φορά στην ελληνική ποινική δικονομία το 1977 με τη θέσπιση του ν. 663/77 και αφορούσε μόνο στο αδίκημα του κακουργηματικού εμπρησμού, και η εισαγωγή του ερειδόταν στο ότι ο νομοθέτης θεωρούσε ότι με το συγκεκριμένο μοντέλο της απευθείας παραπομπής θα επιτευχθεί μια επιτάχυνση της ποινικής διαδικασίας και ως εκ τούτου η δικαιοσύνη θα αποδίδεται ταχύτατα. Για τον λόγο αυτό και μέχρι την πρώτη δεκαετία του 2000, ο νομοθέτης ξεκίνησε να προσθέτει στον νομοθετικό κατάλογο όλα και περισσότερα αδικήματα, τα οποία θα παραπέμπονται στο ακροατήριο με απευθείας κλήση. Φρένο σε αυτήν την τακτική της προσθήκης όλο και περισσότερων αδικημάτων έθεσε ο ν. 3904/2010.
Πράγματι, με τον ν. 3904/2010 είχε περιοριστεί σε σημαντικό βαθμό ο αριθμός των κακουργημάτων που εντάσσονταν στην «εύκολη» παραπομπή της απευθείας κλήσης με κλητήριο θέσπισμα του άρθρου 309 ΚΠΔ. Στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού μάλιστα είχε επισημανθεί ότι θα μπορούσε εντελώς να παραληφθεί ένα τέτοιο μοντέλο παραπομπής, αφού η επιτάχυνση της προδικασίας ενισχύεται, τόσο από την υιοθέτηση του συμβουλίου πλημμελειοδικών ως βασικού δικαιοδοτικού οργάνου αποπεράτωσης της κύριας ανάκρισης, όσο και από τον δραστικό περιορισμό των λόγων έφεσης και την κατάργηση της αναίρεσης.
Ωστόσο, το μοντέλο αυτό όχι μόνο διατηρήθηκε αλλά επαληθεύτηκε και η δυσοίωνη πρόβλεψη για διεύρυνση του περιεχομένου των άρθρων 308Α και 309 ΚΠΔ με την υπαγωγή σε αυτό και άλλων νόμων. Με το άρθρο 41 του ν. 4509/2017 έλαβε χώρα η υπαγωγή στο άρθρο 308Α και 309 ΚΠΔ και άλλων πέντε ποινικών νόμων, ενώ παράλληλα, με την υπόμνηση ότι η εν λόγω ρύθμιση εκτείνεται και σε διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων που προβλέπουν την κατ’ εξαίρεση περάτωση της κύριας ανάκρισης σύμφωνα με τα όσα ορίζονται στο άρθρο 308Α παρ. 1 ΚΠΔ η συμπαραπομπή εκτεινόταν και στα τυχόν συναφή εγκλήματα ανεξαρτήτως βαρύτητας. Επρόκειτο για κακότεχνη διατύπωση δικονομικής διάταξης, η οποία χαρακτηριζόταν από έλλειψη στοιχειώδους συντακτικής δομής, δογματική ασυνέπεια και προχειρολογούσα έκφραση περιεχομένου.
Ο καινούργιος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του Ιουλίου του 2019 διατήρησε και αυτός τον συγκεκριμένο τρόπο παραπομπής, περιόρισε, όμως, τον κατάλογο των περιπτώσεων που εμπίπτουν πλέον στη σχετική διάταξη, υιοθετώντας μια πιο ήπια μορφή συμπαραπομπής για τα συναφή εγκλήματα («ήσσονος βαρύτητας»).
Πριν καλά- καλά προλάβει να στεγνώσει το μελάνι του τυπογραφείου για το νέο Κώδικα του 2019, ο νομοθέτης του ν. 5090/2014 επέφερε ριζικές αλλαγές, εκ των οποίων η μία από αυτές αφορά στην υπέρμετρη διεύρυνση του πεδίου εφαρμογής του 309 ΚΠΔ. Συγκεκριμένα, με την αναδιαμόρφωση του άρθρου 309 ΚΠΔ στο μοντέλο της απευθείας παραπομπής με κλητήριο θέσπισμα υπάγονται τώρα τα κακουργήματα των ειδικών ποινικών νόμων, πλην του ν. 4577/2018, καθώς και εκείνα του 13ου και 14ου μέρους του Ποινικού Κώδικα. Η ratio της εν λόγω ρύθμισης σύμφωνα με την Αιτιολογική Έκθεση είναι η επιτάχυνση της ποινικής δικαιοσύνης.
Ευλόγως, όμως, μπορεί να διερωτηθεί κανείς: Επιτυγχάνεται ο ανωτέρω σκοπός με αυτόν τον τρόπο ή μήπως ο νομοθέτης θα έπρεπε να μεθοδεύσει άλλες πρακτικές για την πραγμάτωσή του;
Αντί ο νόμος 5090/2024 να ακολουθήσει το διεθνές μονοπάτι στην προσπάθειά του να επιτύχει μια ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης μέσω της ποινικής διαπραγμάτευσης, επιλέγει να διευρύνει απεριόριστα το πεδίο εφαρμογής του 309 ΚΠΔ, περιορίζοντας κατά αυτόν τον τρόπο την εγγυητική λειτουργία του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών. Η προβληματικότητα του μοντέλου αυτού διογκώνεται, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι ο Πρόεδρος Εφετών συμφωνεί κατά το 99% των περιπτώσεων με το αν υπάρχουν επαρκείς ενδείξεις ενοχής με τον Εισαγγελέα Εφετών (άρα επί της ουσίας αποφασίζει ένας για την παραπομπή, ήτοι ο Εισαγγελέας Εφετών). Ακόμη, εναντίον της παραπομπής με κλητήριο θέσπισμα δεν υφίσταται καμίας μορφής άμυνα, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 308 ΚΠΔ, όπου ο κατηγορούμενος έχει στην οπλική του φαρέτρα του το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της κλήσης που του επιδίδεται και τον παραπέμπει στο ακροατήριο. Ακόμη και ο Άρειος Πάγος έκρινε ως αντισυνταγματικό το μοντέλο της απευθείας παραπομπής διότι προσκρούει στο συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμα ακροάσεως (άρθρο 20Σ).
Περαιτέρω, στο τελευταίο εδάφιο του 309 ΚΠΔ αναφέρεται ότι «Η ίδια διαδικασία περάτωσης της ανάκρισης για τα ανωτέρω εγκλήματα, εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση διεξαγωγής της σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 28». Άρα, ενώ μέχρι πρότινος για υποθέσεις εξαιρετικής σημασίας ενεργοποιούνταν το αρ. 28 παρ. 2 ΚΠΔ (υπάρχει ένα συλλογικό όργανο), τώρα για αυτές τις υποθέσεις εξαιρετικής σημασίας θα αποφασίζει μόνο ο Εισαγγελέας Εφετών.
Επομένως, κατά τη γνώμη μου, η αναμόρφωση του άρθρου 309 ΚΠΔ με τον ν. 5090/2024 με την αμετροεπή προσθήκη αδικημάτων που εμπίπτουν πλέον στο πεδίο εφαρμογής του, συνιστά μια ρύθμιση κακή και δεν νομίζω ότι δύναται να επιτύχει τον σκοπό που ευαγγελίζεται, ήτοι την επιτάχυνση της δικαιοσύνης, καθόσον στην ποινική αυτή διαδικασία συμβάλλει μόνο ένα όργανο, ο Εισαγγελέας Εφετών. Ο Πρόεδρος Εφετών, η σύμφωνη γνώμη του οποίου απαιτείται, έχει περισσότερο ρόλο διεκπεραιωτικό και άρα η παραπομπή του κατηγορουμένου παραμένει εντελώς αφιλτράριστη. Για αυτό και ο νομοθέτης του ν. 5090/2024 ίσως έπρεπε να προσανατολιστεί προς τον θεσμό της ποινικής διαπραγμάτευσης, που ακολουθούν οι υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε και να ενισχύσει την παραπομπή με βούλευμα του 308 ΚΠΔ, ως περισσότερο δικαιοκρατική σε σχέση με την παραπομπή του 309 ΚΠΔ, γιατί με αυτήν δίνονται στον κατηγορούμενο οι δυνατότητες του 478 ΚΠΔ, δηλαδή δύο λόγοι εφέσεως.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Λάμπρος Μαργαρίτης, Ο νέος Κώδικας Ποινικής Δικονομίας- Ερμηνεία κατ’ άρθρο, Νομική Βιβλιοθήκη
- Αδάμ Παπαδαμάκης, Ποινική Δικονομία, 10η Έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα, 2021