Του Γιώργου Τζεμίντιμπη,
Γεννηθείς στο Ηράκλειο, αποθανών στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας. Το όνομα αυτού Νίκος, επώνυμο Καζαντζάκης. Όταν η νορβηγική Ένωση Λογοτεχνών συνέταξε κατάλογο με τα εκατό πιο σπουδαία βιβλία όλων των εποχών έβαλε μέσα τρία ελληνικά έργα: Ιλιάδα, Οδύσσεια και Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά. Ο πιο πολυμεταφρασμένος Νεοέλληνας συγγραφέας, από τους μεγάλους πεζογράφους μας. Οι χαρακτήρες του ταξιδεύουν σαν παραμύθια ως την άκρη της γης: ο χοϊκός Ζορμπάς, ο αγωνιστής Ιησούς, ο φιλάνθρωπος Μανολιός. Και ένας κρυμμένος, πίσω απ’ τον πύργο της καζαντζακικής εργογραφίας, ο εν πολλοίς άγνωστος στο ευρύ κοινό: κοσμοτρυγητής Οδυσσέας (ή και Δυσσέας). Διαβάζοντας την Οδύσσεια του Ομήρου σκεφτόμαστε ότι ίσως ο άνθρωπος δεν άλλαξε τόσο μέσα στα χρόνια: ο Οδυσσέας επιθυμεί την υστεροφημία, τη γυναίκα, το παιδί, την πατρίδα του· διαβάζοντας την Οδύσεια του Νίκου Καζαντζάκη (αρχικώς με ένα σίγμα ως ένδειξη σεβασμού προς το ομηρικό έπος) βρίσκουμε αυτόν τον κόσμο ακλόνητων πεποιθήσεων και απόψεων ολότελα γκρεμισμένο: καμία υστεροφημία, καμία γυναίκα, κανένα παιδί, καμιά πατρίδα.
Η Οδύσεια, αυτό το τιτάνιο ποιητικό εγχείρημα, των 33.333 στίχων, κατανεμημένων σε 24 ραψωδίες, ως παρ’ Ομήρω, αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση έργο του Έλληνα συγγραφέα και αυτό που ο ίδιος θεωρούσε ως magnum opus του, εκεί όπου εξαπλώνεται το πέλαγος της κοσμοθέασής του, εκεί όπου ο ταξιδιώτης είναι ο αναγνώστης, σταθμοί η φιλοσοφία του Καζαντζάκη. Ο Κρητικός συγγραφέας θεωρούσε μεγάλους διδασκάλους του, όπως δηλώνει στην εισαγωγή του Ζορμπά (1946), τον Όμηρο, τον Δάντη, τον Μπερξόν (καθηγητή φιλοσοφίας του στο πανεπιστήμιο του Παρισιού) και, τέλος, τον Γιώργη Ζορμπά.
Θα λέγαμε ότι μέχρι τη συγγραφή της Οδύσειας είχε αντλήσει κάτι καίριο από τον καθένα τους, το οποίο αξιοποίησε στο έπος του, κάτι που διαφοροποιεί ουσιωδώς τον γνωστό σε όλους πολύτροπο Οδυσσέα από τον «αγιονούση» Δυσσέα του Καζαντζάκη: οι έννοιες του Υπερανθρώπου, η αγάπη για το καθήκον, το Φως που συνοδεύει τον Αγώνα του καθενός για Ανήφορο· όλα αυτά, συγκερασμένα με το ποιητικό τάλαντο του Καζαντζάκη και τον ακραιφνή δημοτικισμό του, παρήγαγαν, αναμφίβολα, τη σκέψη να γράψει κάτι εντελώς καινούριο, κάτι που δε θα είχε δει ο λογοτεχνικός ως τότε κόσμος, και που θα καθρέφτιζε τον νέο άνθρωπο που γεννιόταν (κι ίσως ακόμα γεννάται): οι επιρροές του Καζαντζάκη μπολιάζουν τον ομηρικό Οδυσσέα, ο οποίος εμφανίζεται εξ ολοκλήρου αλλαγμένος.
Ο νέος αυτός Οδυσσέας αναπαριστά την αγωνία του σύγχρονου, μεταμοντέρνου ανθρώπου, σε καμβά ομηρικό: το καθήκον απέναντι στην ανθρωπότητα, η σωτηρία της κοινωνίας, ο πόθος για τελείωση του ανθρώπου, η παρακμή της θρησκείας –σύνθετες έννοιες που βεβαίως δεν απαντούν στον Όμηρο– τώρα έρχονται στο προσκήνιο, και ζυμώνονται μέσα στον Δυσσέα. Όπως αναφέρει ο σύγχρονος εκδότης της Οδύσσειας: «Η Οδύσσεια του Καζαντζάκη είναι ένας ύμνος στο μεγαλείο του ανθρώπου. Στο εύθραυστο μεγαλείο του ανθρώπου. Δεν υπάρχει σημείο στην ανθρώπινη ευτυχία, που να μην κρύβει κάποια λύπη. Ο πολιτισμός αυξάνει τις απειλές που “πλακώνουν” τα απόλυτα συναισθήματα. Ο κατά Καζαντζάκην Οδυσσέας τοποθετείται στην εποχή του Ομήρου. Υποφέρει, υπομένει, ενεργεί στην εποχή του Καζαντζάκη. Αυτή η εποχή, το ξέραμε, είναι η εποχή της κριτικής που ανάγεται σε δόγμα, της ανάλυσης που θεωρείται ως τέχνη, της παγερής λογικής που την επιθυμούμε σαν προαπαιτούμενο».
Ο ίδιος ο «εποποιός», σε μια σύνοψη της υπόθεσης του έργου όπως αποτυπώνεται σε γράμμα του προς τον Παντελή Πρεβελάκη, αναφέρει ότι «ο Οδυσσέας, αφού σκότωσε τους μνηστήρες, πλαντούσε μέσα στο μικρό του νησί⋅ δε χωρούσε πια στη γυναίκα, στον γιο, στους παλιούς θεούς του, στην πατρίδα, κι αποφάσισε να φύγει πάλι από την Ιθάκη και να επιχειρήσει το στερνό του, το αγύριστο ταξίδι». Αν λάβουμε υπόψιν ότι το αμέσως προηγούμενο έργο του Καζαντζάκη ήταν η έντονα φιλοσοφική Ασκητική (1927) –η Οδύσεια εκδίδεται έντεκα χρόνια μετά (1938)–, αντιλαμβανόμαστε ότι ο συγγραφέας ήθελε έναν Οδυσσέα συνοδοιπόρο του «νέου Θεού» της μεταμοντερνικότητας, της Κραυγής· ο σύγχρονος άνθρωπος για τον Καζαντζάκη δεν χωράει πια στα παλιά στεγανά. Ο Οδυσσέας ορμά ξανά στα πελαγινά μονοπάτια, για να αναζητήσει την απόλυτη Ιθάκη, η οποία δεν είναι πάρα μια προσταγή, κατά την ετυμολόγηση των ίδιων των αρχαίων, «ίθι, δηλαδή εμπρός!».
Συνεπώς, ο μεταμοντέρνος άνθρωπος, για τον Καζαντζάκη, παλεύει στο εδώ και στο τώρα, που είναι ένας αγώνας, όχι μια στατική κατάσταση: είναι, κατά τα σαφή περιεχόμενα της Ασκητικής, μια Προετοιμασία (η πρώτη Οδύσσεια του Ομήρου), της οποίας έπεται η Πορεία, το Όραμα και, τελικώς, η Πράξη. Ο Οδυσσέας ξεκινά τη νέα του Πορεία ακριβώς από εκεί όπου τελειώνει η Οδύσσεια του Ομήρου, από τη μνηστηροφονία· ο ήρωας ταλαιπωρείται από σκέψεις και συνήθειες παλιές, που πια δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία του. Ο κόσμος έχει αλλάξει, η Ιθάκη δεν είναι ό,τι ήταν, οι «πολύχρυσες Μυκήνες» και η «θαλασσόζωστη Κνωσσός» έχουν καταρρεύσει – ο άλλοτε βέβαιος και ακμάζων μυκηναϊκός πολιτισμός δεν προοδεύει πια (ο παραλληλισμός εδώ του Καζαντζάκη με τον άνθρωπο μετά τον Α΄ Παγκόσμιο είναι σχεδόν σίγουρος). Ο Οδυσσέας εμφυσείται από ένα Όραμα υψηλό, που πάει πέρα απ’ τον γάμο του, απ’ τον γάμο του γιου του, το γήρας και τον θάνατό του – είναι όλα αυτά, αλλά και τίποτε από αυτά. Ο κοσμοτρυγητής ποθεί να ανοίξει ξανά πανιά και να εκπληρώσει το πρώτιστο καθήκον προς τον Εαυτό του: να υπερβεί ό,τι ήξερε για τον ίδιο, να γίνει ο Υπεράνθρωπος (κατά τη διδασκαλία Μπερξόν και Νίτσε), που σημαίνει ο αέναος Αγωνιστής.
Έτσι, χωρίς ο γράφων προσωπικά να θέλει να προεξοφλήσει αρνητικά το τέλος του έπους, θα το παραθέσει οσονούπω, αφού ο ίδιος ο Καζαντζάκης το δίνει στη σύνοψή του προς τον Πρεβελάκη –άλλωστε, ετούτο είναι όλο το νόημα του έργου: δεν έχει σημασία να μάθεις είτε ο Οδυσσέας νικάει είτε νικιέται, «γιατί το Φως είναι ένα, αδιαίρετο, κι οπουδήποτε νικήσει ή νικηθεί, νικάει και νικιέται μέσα του» (αναφορά στον Γκρέκο). Το ζήτημα, για τον Κρητικό συγγραφέα, είναι ο αγώνας για την Ιθάκη, όχι η Ιθάκη. Το ζήτημα είναι να είσαι με το Φως, και για αυτό να τα δίνεις όλα. Έτσι, ο Οδυσσέας εγκαταλείπει την Πηνελόπη, τον γιο του, Τηλέμαχο, και μέσα από πολυάριθμες —ανθρώπινες πάνω απ’ όλα— περιπέτειες στη Σπάρτη, στην Κρήτη, στην Αίγυπτο, στην καρδιά της Αφρικής, στη Νότια Αφρική και, τέλος, στην Ανταρκτική, φαίνεται διαρκώς ως ο ανένδοτος αγωνιστής του πιο μεγάλου Αγώνα, της ίδιας της Ζωής, ο υπηρέτης του πιο υψηλού Θεού, της Κραυγής, ο θιασώτης της πιο ταπεινής και δυσκολονόητης συνάμα έννοιας, του Υπερανθρώπου.
Εντέλει, «ο Οδυσσέας νιώθει [πως] έφτασε πια η στερνή του ώρα. Αποχαιρετά τις πέντε του αίστησες —την όραση, τη ακοή, τη γέψη, την άσφρηση, την αφή— και τις ευχαριστεί γιατί καλά του δούλεψαν, παράπονο δεν έχει. Ανοίγει την αγκάλη, σέρνει φωνή, φωνάζει όλους τους αγαπημένους του συντρόφους – τους άντρες, τις γυναίκες που αγάπησε και το πιστό σκυλί του από την Ιθάκη. Ακούν τη φωνή του αφέντη, πετιούνται από τα μνήματα οι παλιοί συντρόφοι και κατάφτάνουν⋅ το καράβι του Οδυσσέα γεμίζει πάλι συντρόφους. Χαίρεται ο Οδυσσέας, υποδέχεται όλο χαρά τους συντρόφους, σηκώνει το χέρι, δίνει με ατρόμητη θριαμβευτική φωνή το σημάδι του μισεμού: “Όρτσα, παιδιά, και πρίμο φύσηξε του Χάρου το αεράκι”».
Με αυτόν τον τρόπο, λοιπόν, τελειώνει, για τον Νίκο Καζαντζάκη, τη ζωή του αυτός ο ξακουστός Οδυσσέας. Το μέγεθος του έργου, το γλαφυρό ύφος του, η δυσνόητη και ιδιωματική σε πολλά σημεία γλώσσα του και η φιλοσοφία πίσω από τη δημιουργία του ξεσήκωσαν αντιδράσεις στην εποχή του. Ξένος τύπος δήλωσε: «Ο Καζαντζάκης ήρθε. Ξέρουμε τώρα ότι η εποχή μας μπορεί να είναι επίσης η εποχή τού λυρισμού. Και τι λυρισμού!». Οι δε λογοτεχνικοί κύκλοι της Γενιάς του ’30 δεν καλωσόρισαν ένθερμα, μήτε τον συγγραφέα, μήτε το έπος του και ενδεχομένως, σε συνδυασμό με πολλούς άλλους παράγοντες, δυσχέραναν τη νίκη του πολλάκις υποψήφιου συγγραφέα στα βραβεία Νόμπελ Λογοτεχνίας. Παράλληλα, οι εγγενείς δυσκολίες του έργου έχουν καταστήσει την Οδύσεια terra incognita στο ελληνικό, αλλά και στο ξένο κοινό, μολονότι αποτελεί, κατά τον ίδιο τον συγγραφέα, το βέλτιστο έργο του.
Καταληκτικά, ο γράφων θα ήθελε να καλέσει τους αναγνώστες σε μία νέα, δική τους Οδύσσεια· ευελπιστεί ο τρέχων διεθνής μαραθώνιος ανάγνωσης της Οδύσειας από τη Διεθνή Ένωση Φίλων Νίκου Καζαντζάκη να αποτελέσει εφαλτήριο για πολλούς λάτρεις του Κρητικού συγγραφέα, ώστε να εξοικειωθούν με αυτό του το έργο και να γνωρίσουν λίγο καλύτερα τον πιο γνωστό παγκοσμίως Έλληνα πεζογράφο – και ποιητή.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ν. Καζαντζάκης, Οδύσσεια, Εκδόσεις Διόπτρα, Αθήνα, 2022
- Ν. Καζαντζάκης, Ασκητική, Εκδόσεις Διόπτρα, Αθήνα, 2022
- Ν. Καζαντζάκης, Αναφορά στον Γκρέκο, Εκδόσεις Διόπτρα, 2023
- Ν. Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Εκδόσεις Διόπτρα, Αθήνα, 2022
- Ν. Καζαντζάκης, Ο Τελευταίος Πειρασμός, Εκδόσεις Διόπτρα, 2023
- Οδύσσεια, kazantzaki.gr, διαθέσιμο εδώ