Του Γιάννη Λεωτσάκου,
Ενόψει των επερχόμενων Ευρωεκλογών, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει μπει για τα καλά στους ρυθμούς της προεκλογικής περιόδου. Η θητεία των Ευρωβουλευτών έληξε, η έκκληση για συμμετοχή στις κάλπες καλά κρατεί, η τάση για τη σημαντική ενίσχυση της Ακροδεξιάς (είτε της αυθεντικής είτε της… κεκαλυμμένης) δε φαίνεται να μπορεί να αντιμετωπιστεί στην πράξη και οι συζητήσεις για την επόμενη μέρα, στις κορυφαίες θέσεις των Βρυξελλών, έχουν αρχίσει να κάνουν την εμφάνισή τους.
Τους τελευταίους μήνες, έχουν δημοσιευτεί πολλές αναλύσεις και έχουν «χτυπήσει» πολλά μεταφορικά καμπανάκια για την αύξηση των ποσοστών των ακροδεξιών δυνάμεων, στις εκλογές της 6ης – 9ης Ιουνίου. Όμως, δεν έχουν τονιστεί επαρκώς οι λόγοι για τους οποίους οι κεντροαριστερές (και όχι μόνο) δυνάμεις, ή «Προοδευτικές», όπως αποκαλούνται συχνά στη χώρα μας, δεν μπορούν να δώσουν πειστικές απαντήσεις στα ζητήματα που απασχολούν τους πολίτες και να χτίσουν ένα «τείχος ασφαλείας» απέναντι στην Ακροδεξιά.
Πιθανότατα, λίγοι θυμούνται τον ενθουσιασμό που είχε υπάρξει, προς το τέλος κυρίως του 2021, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό, σχετικά με τη «μεγάλη» επιστροφή της Κεντροαριστεράς και της Σοσιαλδημοκρατίας. Ο ρομαντικού τύπου ενθουσιασμός, βέβαια, διαδέχτηκε την απογοήτευση που ήρθε, έπειτα από πολλές αρνητικές δημοσκοπήσεις και δυσάρεστα αποτελέσματα εκλογικών αναμετρήσεων. Μετά από αρκετά χρόνια, η Σουηδία και η Φινλανδία απέκτησαν συντηρητικές κυβερνήσεις, με την υποστήριξη της Ακροδεξιάς. Το προπύργιο της ευρωπαϊκής Κεντροαριστεράς, η Πορτογαλία, έπεσε, ενώ η ιταλική και η ελληνική Κεντροαριστερά ηττήθηκαν συντριπτικά και παραμένουν στάσιμες. Η γαλλική Κεντροαριστερά έχει κυριολεκτικά εξαφανιστεί, ενώ το κυβερνών γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ετοιμάζεται για μια από τις μεγαλύτερες ήττες στην ιστορία του. Τελικά, τι φταίει και η Κεντροαριστερά στην Ευρώπη παραμένει με «σκυμμένο κεφάλι», δεχόμενη την μια ήττα μετά την άλλη και μοιάζοντας ανίκανη να αντιδράσει;
Αρχικά, θα ήταν αφελές να θεωρηθεί πρωτάκουστη η τωρινή στασιμότητα και πτώση της Κεντροαριστεράς. Ήδη πριν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, είχαν εμφανιστεί κάποια σημάδια, σχετικά με το δυσοίωνο μέλλον των κεντροαριστερών κομμάτων, τα οποία αποτυπώθηκαν, μάλιστα, σε αρκετές εκλογικές αναμετρήσεις, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αλλά και ύστερα από αυτήν. Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. αποτελεί το καλύτερο παράδειγμα για αυτή την περίοδο, καθώς, από κυβερνητικό κόμμα με πλήρης αυτοδυναμία και 44%, κατέληξε να βρίσκεται οριακά εντός Βουλής, με τη μικρότερη τότε σε αριθμούς, κοινοβουλευτική ομάδα και περίπου 5%, ενώ ακόμα δε φαίνεται να έχει ανακάμψει εντελώς. Η διαφορά με άλλες περιόδους κρίσης που έχει περάσει το συγκεκριμένο πολιτικό ρεύμα είναι ότι δεν έχει εμφανιστεί ξανά πρόσφατα, σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, τόσο αδύναμο να παρουσιάσει ένα έμπιστο πολιτικό πρόγραμμα, ειδικά σε μια στιγμή που η Ιστορία το απαιτεί περισσότερο από ποτέ.
Κάποτε, η Κεντροαριστερά ούτε έδινε απλώς απαντήσεις σε κρίσιμα θέματα των πολιτών ούτε απλώς διαχειριζόταν προβλήματα που ανέκυπταν. Προσπαθούσε, και κατάφερνε πολλές φορές, να κοιτάει παραπέρα από τα επόμενα βήματα. Με λίγα λόγια, δεν κυβερνούσε απλώς, αλλά καινοτομούσε. Πολλές από τις πολιτικές, που σήμερα αποτελούν τον “πυρήνα” της καθημερινής, και όχι μόνο, ζωής των Ευρωπαίων πολιτών (όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να τις αλλάξουν ή να τους πείσουν για το αντίθετο), θεμελιώθηκαν από την πολιτική δύναμη που σήμερα είναι απολύτως «παγωμένη». Αυτό το γεγονός, βέβαια, έχουν συνειδητοποιήσει μερικοί πολιτικοί του συγκεκριμένου πολιτικού φάσματος και παρουσιάζουν προγράμματα και θέσεις που μάλλον ανήκουν σε μια εποχή πιο… επιτυχημένη για τα κόμματα τους.
Σε αυτό εδώ το σημείο βρίσκεται το κύριο πρόβλημα της σημερινής Κεντροαριστεράς: Δεν υπάρχει σοβαρό πολιτικό όραμα. Οι θέσεις πολλών Κεντροαριστερών κομμάτων στερούνται καινοτομίας, πρωτοπορίας και δεν είναι ικανές να πείσουν κανέναν, πέρα από τα στενά όρια των υποστηρικτών τους. Μάλιστα, έχει παρατηρηθεί και το φαινόμενο προσπάθειας υιοθέτησης και κανονικοποίησης μιας ατζέντας που προέρχεται από άλλους χώρους, ξένους στη Σοσιαλδημοκρατία και την Κεντροαριστερά. Το καλύτερο παράδειγμα βρίσκεται στη Δανία και την Πρωθυπουργό Mette Frederiksen, της οποίας η Κυβέρνηση υιοθέτησε την πιο σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική στην Ε.Ε. και προχώρησε και σε άλλες αμφισβητούμενες κινήσεις, όπως τη θανάτωση 17 εκατομμυρίων mink, λόγω πιθανού κινδύνου μετάδοσης παραλλαγμένου στελέχους του ιού COVID-19, για την οποία και απολογήθηκε, λίγες εβδομάδες μετά.
Βέβαια, η Δανή Πρωθυπουργός αναδείχθηκε νικήτρια στις εκλογές του 2022, επανεκλέχτηκε και σχημάτισε ξανά Kυβέρνηση. Μήπως αυτή είναι, τελικά, η λύση; Μήπως τα κεντροαριστερά κόμματα πρέπει να «παίξουν μπάλα» σε άλλο γήπεδο και με διαφορετικό σύστημα, αν επιθυμούν να δουν τα ποσοστά τους αυξημένα; Αυτό θα το δείξει πιθανότατα η Ιστορία, αλλά πρέπει να αναφερθεί, σε αυτό το σημείο, ότι το αντίγραφο είναι πάντα χειρότερο από το πρωτότυπο, ακόμα και αν το πρωτότυπο είναι ήδη αρκετά κακό, από μόνο του.
Άλλη μια αδυναμία αποτελεί η ανικανότητα των σημερινών Κεντροαριστερών κομμάτων να μπουν στο «παιχνίδι» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Είναι ξεκάθαρο ότι οι εποχές των τεράστιων συγκεντρώσεων, με τις λαοθάλασσες που άρχιζαν από το Σύνταγμα και τελείωναν στην Ομόνοια ή των τηλεοπτικών debate, τύπου «οι αυτοκρατορίες συγκρούονται», έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Άνθρωποι όλων των ηλικιών χρησιμοποιούν πλατφόρμες, όπως το TikTok, το Instagram, το X (πρώην Twitter) κ.α., οι οποίες αποτελούν ένα ιδανικό τρόπο, για να απευθυνθεί κάποιος σε διαφορετικές δεξαμενές ψηφοφόρων και, ειδικότερα, στους νέους. Το συγκεκριμένο κοινό, το οποίο χρησιμοποιεί διαρκώς τα social media, και πιο ειδικά το TikTok, φαίνεται να αλληλεπιδρά με «έξυπνες» δημοσιεύσεις που αφορούν την πολιτική, είτε άμεσα είτε έμμεσα. Όμως, και σε αυτόν τον τομέα, η Κεντροαριστερά φαίνεται να έχει μείνει σε άλλες εποχές. Μια πρόσφατη έρευνα του Politico έδειξε ότι η ομάδα των Ευρωπαίων Σοσιαλδημοκρατών έχει το μικρότερο ποσοστό Ευρωβουλευτών που έχουν ενεργό λογαριασμό στο TikTok, με μόλις 21 λογαριασμούς. Η εγχώρια κατάσταση δε φαίνεται να είναι πολύ καλύτερη, καθώς τα βίντεο που ανεβαίνουν τόσο σε αυτή την πλατφόρμα όσο και σε άλλες δε χαρακτηρίζονται ελκυστικά ούτε για τους νέους, ούτε για τους παλιούς, ήδη υπάρχοντες ψηφοφόρους. Οπότε, είναι εύκολα αντιληπτό ότι απαιτείται μια ριζική επαναπροσέγγιση της συγκεκριμένης πρακτικής, ώστε να αποδειχθεί χρήσιμη και όχι επιζήμια.
Οι μέρες περνούν και οι εκλογές πλησιάζουν “απειλητικά”. Θα ήταν εύκολο να γράφονταν άπειρες σελίδες με τα πράγματα που γίνονται λάθος από τη σημερινή Κεντροαριστερά, καθώς και από άλλους συγγενικούς (και μη) πολιτικούς χώρους. Όμως, το χρονικό πλαίσιο “στενεύει” και χρειάζονται γρήγορες και τολμηρές κινήσεις, ώστε να αποφευχθεί το σενάριο που, αυτή τη στιγμή, θεωρείται ως επικρατέστερο: Η Ακροδεξιά να πανηγυρίζει και οι υπόλοιποι δημοκρατικοί πολιτικοί χώροι να… “στεγνώνουν τα δάκρυα” ο ένας του άλλου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The decline and fall of Europe’s centre-left, The Week, διαθέσιμο εδώ
- Europe’s far right uses TikTok to win youth vote, Politico, διαθέσιμο εδώ
- Δανία: Δάκρυα της πρωθυπουργού σε φάρμα μινκ όπου θανατώθηκαν όλα τα ζώα- Παραδέχθηκε λάθη, LiFO, διαθέσιμο εδώ