Του Βασίλη Μορφονιού,
Χώρισες με την πολυετή σχέση σου, πέθανε το κατοικίδιο σου ή έκανες μια πολύ κακή επένδυση; Σε αυτό το σημείο, κάποιοι άνθρωποι θα ήθελαν να ακούσουν ευδιάθετη μουσική, να βγουν με τους φίλους τους και να δουν μια χαλαρή κωμωδία στο Netflix.
Κάποιοι άλλοι όμως θα κλειστούν σπίτι, θα βάλουν σε επανάληψη όλα τα album των Radiohead και, όπως δηλώνει ο τίτλος, θα επιλέξουν να δουν μια καταθλιπτική ταινία μέχρι τα προβλήματά τους να μη μοιάζουν πλέον το ίδιο σημαντικά. Το πρώτο κοινό προσπαθεί να ξεχάσει τα συναισθήματά του, το δεύτερο να τα βιώσει μέχρι να το εγκαταλείψουν.
Δεν είμαι εδώ για να πω ποιο είναι προτιμότερο αλλά για να προσφέρω τις πιο φαρμακερές ταινίες σε όσους τις ζητάει ο οργανισμός τους. Με τον όρο «καταθλιπτικές» δεν αναφέρομαι στα δακρύβρεχτα μελοδράματα που προσπαθούν να προκαλέσουν το περισσότερο κλάμα, αλλά σε ταινίες που βλέπουν τον κόσμο ως άσχημο, άκαρδο και απειλητικό. Μια αναζήτηση του Νιχιλισμού με λίγα λόγια.
Peppermint Candy (1999)
Την άνοιξη του 1999, κάποιοι σχολικοί φίλοι κάνουν reunion μετά από 20 χρόνια. Ένας από αυτούς αυτοκτονεί στεκόμενος μπροστά σε ένα κινούμενο τρένο ουρλιάζοντας «Θέλω να επιστρέψω!». Με τον ίδιο τρόπο που λένε συχνά ότι η ζωή μας περνάει μπροστά στα μάτια μας λίγες στιγμές πριν πεθάνουμε, ο χρόνος αρχίζει να κινείται προς τα πίσω, πηγαίνοντας το κοινό σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας που περιλαμβάνει, όχι μόνο όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής του άντρα, αλλά και τις μεγαλύτερες κρίσεις που αντιμετώπισε η Κορέα τις τελευταίες δεκαετίες (Ασιατική Οικονομική κρίση, Εξέγερση της Γκουάνγκτζου κτλ). Ο Chang-Dong χρησιμοποιεί τις σιδηροδρομικές γραμμές ως μια χρονομηχανή που κινείται πάντα προς μία μόνο κατεύθυνση ξεκινώντας ένα ταξίδι, το αποτέλεσμα του οποίου είναι προκαθορισμένο.
Καθώς το τρένο κινείται από τη μιζέρια του παρόντος προς στην αθωότητα της νιότης περιμένουμε να δούμε ποιο ήταν το γεγονός που οδήγησε τον πρωταγωνιστή στην αυτοκτονία. Όπως και στην πραγματική ζωή, όμως, δεν είναι ένα απομονωμένο γεγονός που τον έσπρωξε από το γκρεμό, αλλά ένα συνονθύλευμα στιγμών που στοιβαζόταν ανά τα χρόνια και σιγά σιγά τον βυθίζουν στην άβυσσο. Για κάποιες φέρει ο ίδιος ευθύνη, ενώ κάποιες του επιβλήθηκαν βίαια (όπως η στρατιωτική θητεία του κατά τη διάρκεια της φοιτητικής εξέγερσης). Ο Τσανγκ-Ντονγκ μας ζητάει όχι να κρίνουμε τη ζωή του αλλά να παρατηρήσουμε την ανάποδη αποσύνθεση αυτού του ανθρώπου παρουσιάζοντας μια Κορέα που δεν έχει θεραπευτεί από τις πληγές του παρελθόντος. Μια Κορέα που πρέπει να κοιτάξει την ιστορία της κατάματα για να βεβαιωθεί ότι τα εγκλήματα του παρελθόντος δεν θα ξανασυμβούν.
Χωρίς να θέλω να το χαλάσω, η ταινία έχει ένα από τα πιο γλυκόπικρα φινάλε στον κινηματογράφο με τη χρήση ενός πολύ όμορφου τραγουδιού.
Loveless (2017)
Υπάρχουν πολλές ταινίες για το πώς η αγάπη και η συμπόνια έχουν τη δύναμη να αλλάξουν τον κόσμο προς το καλύτερο αλλά λίγες επιλέγουν να αναφερθούν στην παντελή έλλειψή τους. Στο Loveless δεν υπάρχει πουθενά ούτε μια ένδειξη συμπόνιας. Ακολουθούμε ένα ζευγάρι στο τέλος ενός αποτυχημένου γάμου καθώς τσακώνονται για το ποιος δεν θα αναλάβει την κηδεμονία του μοναχογιού τους, αφού κανείς από τους δύο δεν θέλει να έχει την οποιαδήποτε σχέση μαζί του. Δεν είναι ξεκάθαρο αν ποτέ πραγματικά νοιάστηκε ο ένας για τον άλλον ή παντρεύτηκαν από ανάγκη, αλλά αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι καταδικάζουν και περιφρονούν κάθε δευτερόλεπτο που περνούν μαζί.
Σε αυτήν την κατάσταση βρίσκεται παγιδευμένος ο γιος τους, Alyosha, όταν αποφασίζει ότι δεν το αντέχει άλλο και φεύγει. Δύο μέρες αργότερα, η μητέρα του ανακαλύπτει ότι χάθηκε. Θα σκεφτεί κανείς ότι το να χάσεις το παιδί σου θα ήταν αρκετός λόγος για ένα ζευγάρι να αφήσει στην άκρη τις διαφορές του και να ενώσει τις δυνάμεις του, αλλά ακόμα και τώρα παραμένουν στο ίδιο μονοπάτι μίσους και καταφέρνουν μόνο να κάνουν τα πράγματα χειρότερα.
Η κάμερα του Andrey Zvyagintsev ενδιάμεσα στην όλη απόγνωση τραβάει κάποιες πανέμορφες αν και απόμακρες λήψεις του ρωσικού τοπίου, ενώ η μουσική καθιστά την ατμόσφαιρα ακόμα πιο αποπνικτική. Μια Ρωσία που στην προσπάθειά της να ανέβει στην παγκόσμια ιεραρχία θυσιάζει την ανθρωπιά της.
Graveof the Fireflies (1988)
«21 Σεπτεμβρίου 1945. Αυτή ήταν η νύχτα που πέθανα». Μια ταινία που ξεκινάει με τον πρωταγωνιστή της να έχει ήδη πεθάνει, σίγουρα δεν περιμένεις να είναι ιδιαίτερα ευχάριστη. Παρ’ όλα αυτά η συγκεκριμένη ξεπερνάει τις προσδοκίες. Η ταινία αφηγείται την ιστορία δύο παιδιών που προσπαθούν να επιβιώσουν από τους καθημερινούς βομβαρδισμούς στην Ιαπωνία στους τελευταίους μήνες του πολέμου. Η ιστορία αυτή είναι βασισμένη στο εν μέρει αυτοβιογραφικό βιβλίο του Akiyuki Nosaka, ένα έργο που έγραψε για να συγχωρήσει τον εαυτό του για τον θάνατο της μικρής του αδερφής.
Ως ένα γνήσια αντιπολεμικό έργο, η ταινία καταδικάζει τον μιλιταριστικό εθνικισμό της Ιαπωνίας του ’40, ενώ παρουσιάζει μια σκληρή εγωιστική κοινωνία που δεν ενδιαφέρεται να ακούσει την ιστορία δύο πεινασμένων μικρών παιδιών και νοιάζεται μονάχα να σώσει ο καθένας τον εαυτό του.
Οι πυγολαμπίδες έχουν ιδιαίτερη συμβολική αξία. Λόγω της μικρής διάρκειας ζωής τους συχνά χαρακτηρίζουν κάτι το όμορφο αλλά προσωρινό. Σε κάποιες κουλτούρες φτάνουν στο σημείο να τις συσχετίζουν ακόμα και με την ανθρώπινη ψυχή, μια σύγκριση που κάνει και η συγκεκριμένη ταινία. Καθώς τα δύο αδέρφια περιτριγυρίζονται από αυτές μετά τον θάνατό τους δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι αντιπροσωπεύουν όλα τα υπόλοιπα παιδιά που πέθαναν άδικα ζώντας μια πολύ σύντομη ζωή. Το σοβαρότερο αντεπιχείρημα σε όσους θεωρούν τις ταινίες κινουμένων σχεδίων «παιδικά».
Requiem for a Dream (2000)
Και φτάνουμε στον βασιλιά της κατάθλιψης. Από τη βίαιη ενηλικίωση μιας χορεύτριας στον Μαύρο Κύκνο, την αποδοχή του θανάτου στο The Fountain, τις βιβλικές καταστροφές αφανισμού της ανθρωπότητας στο Νώε και στη Μητέρα! έως τη μάχη με τη παχυσαρκία στην πρόσφατη Φάλαινα, Ο Darren Aronofksy έχει χτίσει την καριέρα του γύρω από τους πιο αυτοκαταστροφικούς χαρακτήρες σε έναν κόσμο που μοιάζει διαλυμένος.
«Ρέκβιεμ» ονομάζουμε μια λειτουργία για τους νεκρούς ή έναν φόρο τιμής τους. Το Ρέκβιεμ δεν είναι μια απλή ταινία για τα ναρκωτικά, στη βάση της είναι μια ταινία για τη μοναξιά και τη φύση του εθισμού. Οι 4 χαρακτήρες κοιτιούνται συνεχώς στον καθρέφτη αναζητώντας την αποδοχή από τους άλλους χωρίς να αποδέχονται οι ίδιοι τους εαυτούς τους. Ο Aronofsky χρησιμοποιεί δύο πλάνα ταυτοχρόνως σε πολλές σκηνές προσπαθώντας να δείξει την απομόνωσή τους. Ακόμα και όταν το κεντρικό ζευγάρι κάνει σεξ και μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι, χωρίζονται σε δύο πλάνα. Δεν είναι πραγματικά μαζί. Η μοναξιά αυτή γίνεται η κινητήριος δύναμη του εθισμού τους.
«Η ταινία μου τελικά μιλάει για το πόσο μακριά θα φτάσει ο κόσμος για να αποφύγει την πραγματικότητα. Όταν ξεφεύγεις από αυτή δημιουργείς μια τρύπα στο παρόν, επειδή δεν είσαι εκεί, κυνηγάς ένα όνειρο για το μέλλον σου. Και θα χρησιμοποιήσεις τα πάντα για να γεμίσεις αυτό το κενό είτε είναι τσιγάρο, καφές, τηλεόραση, ηρωίνη. Όταν ταΐζεις αυτήν την τρύπα, όπως η τρύπα στο χέρι του Χάρη, θα συνεχίσει να μεγαλώνει μέχρι να σε καταπιεί», εξηγεί ο Aronofsky.
Το ανατριχιαστικά εθιστικό και ψυχοπλακωτικό soundtrack του Ρέκβιεμ, λοιπόν, αφορά δύο κηδείες. Μια μιλάει για τα όνειρα πλούτου, έρωτα και φήμης των χαρακτήρων, τη φαντασία τους δηλαδή. Ενώ η δεύτερη για τις πραγματικές ζωές τους, αυτές που αποστράγγιξε πλήρως ο εθισμός τους αφήνοντας πίσω μόνο μια σκιά των εαυτών τους.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ