Της Μαρίας Βαρλάμη,
Την εποχή της ακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δημιουργούνται αμέτρητα αντικείμενα από ποικίλα υλικά και με διάφορες τεχνικές, που στόχο έχουν να αποδώσουν τις πρέπουσες τιμές στους παραλήπτες τους και να αναδείξουν την οικονομική, κοινωνική και πολιτική υπεροχή των παραγγελιοδοτών τους. Μέσω αυτών των αντικειμένων προβάλλεται, επίσης, όχι μόνο η δεξιοτεχνία των καλλιτεχνών, αλλά και γενικότερα ο πλούτος, πνευματικός και υλικός του Βυζαντινού Κράτους. Ένα τέτοιο κειμήλιο αποτελεί και το επονομαζόμενο «Στέμμα του Μονομάχου», αν και, από ορισμένους μελετητές, αμφισβητείται η αυθεντικότητά του.
Το Στέμμα του Μονομάχου βρέθηκε το 1861 στην περιοχή Nyitraivánka, στη σημερινή Ivanka pri Nitre, στη Σλοβακία και χρονολογείται το 1042 με 1050. Αποτελείται από επτά επιμήκη χρυσά ελάσματα με ημικυκλική απόληξη και διακόσμηση η οποία έχει γίνει με την τεχνική του σμάλτου. Τα ελάσματα απεικονίζουν μια ανδρική μορφή και έξι γυναικείες. Η ανδρική μορφή στο κεντρικό και υψηλότερο πλακίδιο φορά μακρύ χιτώνα ζωσμένο περίπου στη μέση. Στο κεφάλι διακρίνεται ένα στέμμα και στο λαιμό κοσμήματα, ενώ στα χέρια του κρατάει ένα λάβαρο. Οι επιγραφές τριγύρω του μας πληροφορούν για την ταυτότητά του: πρόκειται, προφανώς, για τον Κωνσταντίνο Θ΄, ο οποίος έλαβε το προσωνύμιο «Μονομάχος», και ο οποίος διετέλεσε αυτοκράτορας του Βυζαντινού Κράτους από το 1042 έως και το 1055.
Η γυναικεία μορφή στα δεξιά του ταυτίζεται με την Αυγούστα Ζωή, και αυτή στα αριστερά του με την Αυγούστα Θεοδώρα, τα τελευταία μέλη της Μακεδονικής Δυναστείας. Και οι δύο στρέφουν το βλέμμα τους στον Αυτοκράτορα.
Δεξιά της Ζωής απεικονίζεται μια χορεύτρια, το ίδιο και αριστερά της Θεοδώρας. Έχουν προταθεί διάφορες ερμηνείες σχετικά με το ρόλο τους. Αρχικά θεωρήθηκαν ως χορεύτριες της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες γιορτάζουν τη νίκη του βασιλιά Δαυίδ επί του Γολιάθ. Μια ακόμη εξήγηση είναι ότι απεικονίζουν τη Μαρία Σκλήραινα, ή απλώς Σκλήραινα, την επίσημη ερωμένη του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου. Παρ’ όλα αυτά, η πιο πειστική εξήγηση είναι ότι αποτελούν έννοιες συνδεδεμένες με τις αρετές, και αυτό χάρη στα φωτοστέφανα που τις περιβάλλουν.
Στα τελευταία πλακίδια αναπαρίστανται η Ταπεινότητα και η Ειλικρίνεια. Η Ταπεινότητα σταυρώνει τα χέρια στο στήθος της, ενώ η ειλικρίνεια κρατά ένα σταυρό και δείχνει το στόμα της. Αξιοσημείωτο είναι πως όλες οι μορφές πλην των χορευτριών συνοδεύονται από επιγραφές που συμβάλλουν στην ταυτοποίησή τους. Επιπρόσθετα, όλες περιβάλλονται από πτηνά και φυτικά μοτίβα, με εξαίρεση την Ταπείνωση και την Αλήθεια, που αντί για πτηνά πλαισιώνονται από κυπαρίσσια, που συμβολίζουν τον κήπο της Εδέμ. Παράλληλα, τα ελάσματα, εκτός του κεντρικού, είναι ανά δύο και αντικριστά, ισοϋψή.
Μαζί με το στέμμα βρέθηκαν και δύο μετάλλια με τις προτομές του Αγίου Πέτρου και του Αγίου Ανδρέα, καθώς και κάποια αντικείμενα από γυαλί. Οι δύο προτομές παραπέμπουν στη Ρώμη και στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες με τη σειρά τους συσχετίζονται με την Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία αντίστοιχα.
Σχετικά με τη χρήση του στέμματος, αν δεχθούμε ότι όντως ανάγεται χρονολογικά στον 11ο αιώνα μ.Χ., υποστηρίζεται ότι δόθηκε ως δώρο στον βασιλιά της Ουγγαρίας Ανδρέα Α΄ (1046 – 1060) είτε ως αμοιβή στον ίδιο για τη φιλοβυζαντινή πολιτική του.
Από την άλλη πλευρά, αν και εκ πρώτης όψεως το στέμμα δε θα μπορούσε να ανήκει σε άλλη εποχή πέραν της Μέσης Βυζαντινής. Παρ’ όλα αυτά, τα πολλά λάθη των επιγραφών και οι ιδιαιτερότητες του αντικειμένου οδήγησαν σύγχρονους ερευνητές βυζαντινολόγους στην υπόθεση ότι το Στέμμα του Μονομάχου αποτελεί σύγχρονο πλαστό τεχνούργημα. Σε αυτό συνάδει φυσικά το πλαίσιο ανακάλυψής του. Το συμπέρασμα ότι ο χώρος προέλευσης είναι η Βενετία, ο χρόνος κατασκευής ο 19ος αιώνας, και ο κατασκευαστής κάποιος Βενετός μορφωμένος παραχαράκτης βασίζεται στις ανάγκες του ουγγρικού εθνικισμού, που ανθούν από το 1850 και μετά. Μια δεύτερη προσέγγιση είναι ότι, εφόσον το εύρημα αποτελείτο από επτά διακριτά, ασύνδετα μέρη, λειτούργησε σαν κάποιο ευέλικτο οικονομικό απόθεμα, ειδικά αν ληφθεί υπόψη η σταδιακή πώλησή του στο Εθνικό Μουσείο Ουγγαρίας. Ωστόσο, αυτές οι θεωρίες δεν έχουν γίνει αποδεκτές με ευχαρίστηση από το ερευνητικό κοινό.
Όποια και να είναι η χρονική και τοπική προέλευση του δημιουργήματος, δεν παύει να λογίζεται ως ένα από τα πιο αριστοτεχνικά υλοποιημένα αντικείμενα που σχετίζονται με τη βυζαντινή αρχαιολογία και τέχνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μωυσείδου, Γ. (2003), Βυζάντιο: Κράτος και Κοινωνία, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών (Ανάτυπο).
- Dawson, T. (2009), The Monomachos Crown – Towards a Resolution, Αθήνα: Εκδόσεις Βυζαντινά Σύμμεικτα.
- The Mediaeval Goldsmith Collection | Magyar Nemzeti Múzeum, mnm.hu, Διαθέσιμο εδώ