Της Ελένης Κάζου,
Είναι δυνατό στο πλαίσιο της κύριας ανάκρισης να επιβληθούν στον κατηγορούμενο μέτρα δικονομικού καταναγκασμού. Τέτοια μέτρα αποτελούν κατεξοχήν η προβλεπόμενη στα άρθρα 276 και 275 του ΚΠΔ σύλληψη του κατηγορουμένου, η βίαιη προσαγωγή του ενώπιον του ανακριτή, καθώς και η επιβολή περιοριστικών όρων (όπως είναι η απαγόρευση διαμονής του ή μετάβασης σε ορισμένο τόπο) ή προσωρινής κράτησης.
Η επιβολή των παραπάνω μέτρων οδηγεί στον περιορισμό και πολλές φορές στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας των κατηγορουμένων. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 εδάφιο α’ του Συντάγματος, η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Ως προσωπική ελευθερία νοείται η ελευθερία σωματικής κίνησης του ατόμου στον χώρο. Ωστόσο, η επιβολή των μέτρων αυτών κρίνεται «αναγκαίο κακό» για την υποβοήθηση των σκοπών της ποινικής δίωξης και, εν γένει, του δικονομικού συστήματος. Συνεπώς, ανακύπτει το ζήτημα συμβιβασμού των περιορισμών αυτών με τη συνταγματική διάταξη. Για αυτόν τον λόγο ορίζεται στο εδάφιο β’ της τρίτης παραγράφου του άρθρου 5 του Συντάγματος ότι κανείς δεν καταδιώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται ούτε με οποιονδήποτε άλλον τρόπο περιορίζεται, παρά μόνο όταν και όπως ορίζει ο νόμος. Επομένως, επιτρέπονται καταρχήν περιορισμοί και στερήσεις της προσωπικής ελευθερίας μόνο εφόσον αυτές προβλέπονται στον αντίστοιχο νόμο.
Περαιτέρω, το Σύνταγμα στο άρθρο 6 συνθέτει ένα ισχυρό πλέγμα προστασίας απέναντι στις αυθαίρετες συλλήψεις, κρατήσεις ή φυλακίσεις, ιδρύοντας θεσμικές εγγυήσεις. Δηλαδή, σε ό,τι αφορά ειδικά τη στέρηση της ελευθερίας, θα πρέπει υποχρεωτικά να τηρούνται οι οριζόμενες στο άρθρο 6 του Συντάγματος εγγυήσεις (σύλληψη με αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, προσαγωγή εντός του αναγκαίου χρόνου μεταγωγής, ανώτατα όρια προφυλάκισης). Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της προσωπικής ελευθερίας, αυτός τελεί, σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 εδάφιο β’ του Συντάγματος, υπό την επιφύλαξη νόμου.
Από τα παραπάνω προκύπτει πως η διάκριση μεταξύ στέρησης και περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας αποκτά ιδιαίτερα μεγάλη πρακτική σπουδαιότητα, καθώς η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας υπόκειται στις αυστηρότερες διατυπώσεις του άρθρου 6 του Συντάγματος. Ειδικότερα, ως στέρηση της ελευθερίας νοείται η κράτηση του ατόμου σε έναν ορισμένο και στενά οριοθετημένο τόπο παρά τη θέλησή του. Σύμφωνα με τον Μάνεση, στην περίπτωση της στέρησης της ελευθερίας «παρεμποδίζεται σε όλους τους άλλους τόπους η ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής και επιτρέπεται σε έναν μόνο, στον οποίον επιβάλλεται αποκλειστική διαμονή». Περιορισμός της ελευθερίας, από την άλλη, υπάρχει όταν κάποιος παρά ή χωρίς τη θέλησή του είτε εμποδίζεται να αναζητήσει ορισμένο χώρο ή τόπο προς παραμονή είτε υποχρεούται να διαμένει σε ορισμένο χώρο ή τόπο ή να εμφανίζεται σε ορισμένη αρχή.
Συνεπώς, συνιστούν στέρηση της προσωπικής ελευθερίας η σύλληψη, η προσωρινή κράτηση και ο εγκλεισμός σε δημόσιο ψυχιατρείο προς παρατήρηση, ενώ αποτελούν περιορισμό η βίαιη προσαγωγή, η υποχρέωση εμφάνισης του κατηγορούμενου κατά διαστήματα στον ανακριτή ή σε άλλη αρχή ή η απαγόρευση διαμονής σε ορισμένο τόπο ή στο εξωτερικό ή εμφάνισης κατηγορουμένων, μαρτύρων και πραγματογνωμόνων, η απομάκρυνση όσων διαταράσσουν την ησυχία και τάξη ή εναντιώνονται σε μέτρα που διατάχθηκαν κατά την ενέργεια ανακριτικών πράξεων ή μη απομάκρυνση οποιουδήποτε προσώπου κατά την ενέργεια έρευνας πριν από το τέλος της.
Περαιτέρω εγγύηση κατά τη στέρηση της ελευθερίας αποτελεί σε κάθε περίπτωση η αρχή της αναλογικότητας. Συγκεκριμένα, κάθε μέτρο που λαμβάνεται στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας, με σκοπό την ανεύρεση της αλήθειας με την ανακάλυψη των τελούμενων εγκλημάτων και των δραστών τους, πρέπει να βρίσκεται σε εύλογη σχέση με την εξυπηρέτηση του σκοπού αυτού. Το μέσο, δηλαδή, να είναι επαρκές και πρόσφορο για τον σκοπό αυτόν και να υπάρχει εύλογη αναλογία μεταξύ τους. Στην περίπτωση της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η αρχή αυτή αποβλέπει στον χρονικό περιορισμό της κράτησης στον απολύτως αναγκαίο χρόνο, αλλά και στην εξάντληση όλων των εναλλακτικών μέσων προτού επιβληθεί το μέτρο της προσωρινής κράτησης.
Γνωστές περιπτώσεις στέρησης της ελευθερίας που απασχόλησαν τη θεωρία και τη νομολογία και κρίθηκαν ότι υπερβαίνουν το πλαίσιο της ποινικής δίωξης αποτελούν ενδεικτικά: η πλέον καταργηθείσα προσωποκράτηση για χρέη, η ακούσια νοσηλεία σε ψυχιατρικό κατάστημα, η παραμονή σε αστυνομικό κρατητήριο ή σε άλλο χώρο, όπως είναι οι δομές υποδοχής και φιλοξενίας αλλοδαπών με σκοπό τη διοικητική απέλαση αλλοδαπού ή την υποβολή ή την εξέταση αιτήματος ασύλου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Αργύριος Καρράς, Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, 7η έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020
- Χρήστου Βασιλική, Άρθρο 5 παρ. 3: Προσωπική ελευθερία, syntagmawatch.gr, διαθέσιμο εδώ