Του Κωνσταντίνου Κατσούλα,
Ο Καρλομάγνος, γιος του Πεπίνου του Βραχύ και της Βερτράδας της Λεώνης, έγινε βασιλιάς των Φράγκων το 768 μαζί με τον αδερφό του, Καρλομάνο. Ο αδερφός του τρία χρόνια αργότερα πέθανε, με αποτέλεσμα να μείνει μόνος ηγέτης ο Καρλομάγνος από το 771, και να ξεκινήσει μια από τις πλέον επιτυχημένες βασιλείες στην ιστορία της περιοχής του. Ο Καρλομάγνος γεννήθηκε το 748 και μεγάλωσε στο περιβάλλον του Βασιλιά πατέρα του, με αποτέλεσμα να μάθει από μικρός την τέχνη του διοικείν καθώς και εκείνη του πολέμου.
Ο ηγέτης των Φράγκων, με την ανάρρησή του στον θρόνο καταπιάστηκε με την συνέχεια του έργου του πατέρα του. Ο Καρλομάγνος εισέβαλε στην Σαξονία, νίκησε τους Σάξονες και πήρε ως λάφυρα τον χρυσό και το ασήμι του βαρβαρικού κράτους. Το 772 ο πάπας Αδριανός Α΄ ζήτησε την βοήθεια των Φράγκων ώστε να κερδίσει πίσω κάποιες πόλεις στην Ιταλία, τις οποίες είχε καταλάβει ο Λομβαρδός Βασιλιάς Δεσιδέριος. Ο Καρλομάγνος εισέβαλε στην Λομβαρδία, την οποία και υπέταξε το 774, όταν και πήρε τον τίτλο του Βασιλιά των Λομβαρδών. Ο Καρλομάγνος στάθηκε επιεικής με τον Δεσιδέριο, επιτρέποντας του να ζήσει σε μοναστήρι, ενώ παράλληλα φρόντισε να προσεταιριστεί τους Λομβαρδούς ευγενείς αφήνοντάς τους να κρατήσουν τη δύναμή τους. Παρόλα αυτά, ο Δούκας του Φρίουλι (Βορειοανατολική Ιταλία) εξεγέρθηκε ενάντια στους Φράγκους, και ανάγκασε τον Καρλομάγνο να γυρίσει πίσω στην Ιταλία για να καταπνίξει την εξέγερση.
Μόλις σταθεροποίησε την κυριαρχία στη Βόρεια Ιταλία, ο Φράγκος ηγεμόνας στράφηκε ξανά ενάντια στους Σάξονες. Αυτή τη φορά ήταν πιο διπλωματικός, καθώς μετά την νίκη του διοργάνωσε ένα συμβούλιο στο Πάντερμπορν, στο οποίο κάλεσε Φράγκους και Σάξονες ευγενείς, ώστε να εξασφαλίσει την εύνοια και των Σαξόνων. Μια δυναστική διαμάχη στην Ισπανία έπεισε τον Καρλομάγνο να περάσει με τον στρατό του τα Πυρηναία όρη, όμως η ενέδρα στην οποία έπεσαν οι δυνάμεις του από τους Βάσκους οδήγησαν το στρατό του στην ήττα και την άτακτη υποχώρηση το 778. Ο Καρλομάγνος επέστρεψε στην Σαξονία μέχρι το 781, όταν και ταξίδεψε με την γυναίκα του και τέσσερα από τα παιδιά του στην Ρώμη, κατά την διαμονή του στην οποία έδωσε την διοίκηση της Λομβαρδίας και της Ακουιτανίας στους γιους του Πεπίνο και Λουδοβίκο, αντίστοιχα. Παράλληλα, μετά από διπλωματικές επαφές με τους Βυζαντινούς, ο Καρλομάγνος πάντρεψε την κόρη του με τον Βυζαντινό Αυτοκράτορα, Κωνσταντίνο ΣΤ΄.
Ο μόνιμος πονοκέφαλος των Φράγκων, η Σαξονία, έδωσε νέα προβλήματα στον Καρλομάγνο. Ο Βιτικίνδος, σημαντικός ηγέτης των Σαξόνων, επέστρεψε στην Σαξονία και κατανίκησε έναν φραγκικό στρατό. Ο Φράγκος Βασιλιάς έσπευσε στο Βερντέν για να αναχαιτίσει τον Βιτικίνδο, ο οποίος τράπηκε σε φυγή, και στην συνέχεια αφού συγκέντρωσε πολλούς Σάξονες ευγενείς που θεωρούσε πως τον είχαν προδώσει προς όφελος του Βιτικίνδου, τους εκτέλεσε στην ονομαζόμενη Εκατόμβη του Βερντέν. Τα επόμενα χρόνια ο πόλεμος συνεχίστηκε με αλλεπάλληλες μάχες στην Βεστφαλία και την Θουριγγία, μέχρι που ο Βιτικίνδος πείστηκε – από συνάντησή του με τον Καρλομάγνο – να σταματήσει την αντίστασή του. Μάλιστα, ο έως τότε ειδωλολάτρης Βιτικίνδος βαφτίστηκε χριστιανός από τον Καρλομάγνο εν έτει 785.
Το επόμενο έτος εκείνος επιδίωξε την επέκταση της επιρροής των Φράγκων στην Νότια Ιταλία, γεγονός το οποίο προκάλεσε διαφωνία μεταξύ εκείνων και των Βυζαντινών. Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να επιβληθούν τις φραγκικές κτήσεις αλλά η εισβολή τους αποκρούστηκε από το στρατό των Φράγκων και των Λομβαρδών.
Το Βασίλειο των Φράγκων αναστατώθηκε από ενδοοικογενειακές έριδες τα επόμενα χρόνια, καθώς ο Τασσίλος, Δούκας της Βαυαρίας και ξάδερφος του Καρλομάγνου, απέκτησε σημαντική δύναμη και επεδίωξε την εξάπλωση της εξουσίας του στην Λομβαρδία. Ο Καρλομάγνος επιτέθηκε στην Βαυαρία το 787 και τον ανάγκασε να παραδοθεί, ενώ την επόμενη χρονιά ο Τασσίλος κλείστηκε σε μοναστήρι καθώς προσπάθησε να συνεργαστεί με τους Αβάρους για να εκδικηθεί τους Φράγκους. Λίγα χρόνια αργότερα, ο γιος του Πεπίνος, μια και ήταν ο μόνος από τα αδέρφια του στον οποίο δεν είχε δοθεί κάποια περιοχή, προσπάθησε μέσω μηχανορραφιών να σκοτώσει τον Καρλομάγνο, αλλά και τα αδέρφια του. Ωστόσο το πλάνο του έγινε γρήγορα γνωστό στον Βασιλιά, ο οποίος και τον εξόρισε ώστε να απαλλαχθεί από τον συνωμότη γιο του.
Χρησιμοποιώντας ως βάση την Βαυαρία, ο Καρλομάγνος επεκτάθηκε προς τα ανατολικά, επιτιθέμενος στο βασίλειο των Αβάρων. Ο Καρλομάγνος επιτέθηκε το 791 στους Άβαρους, λεηλατώντας δύο φρούρια των Αβάρων, ωστόσο μια επιδημία που έπληξε τα άλογά του τον ανάγκασε να σταματήσει προσωρινά την επέλασή του. Παράλληλα, ο γιος του Καρλομάγνου Πεπίνος της Ιταλίας ξεκίνησε μια επίθεση από την Ιταλία στους Άβαρους και κατάφερε να αποσπάσει σημαντικά λάφυρα από αυτούς. Τα επόμενα χρόνια ξέσπασε εμφύλιος μεταξύ των Αβάρων, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν και να γίνει πιο εύκολη η δεύτερη εισβολή των Φράγκων. Εκείνη συνέβη τελικά το 796, όταν και ο Σλάβος Βόνιμιρ, στην υπηρεσία του συμμάχου Δούκα του Φρίουλι λεηλάτησε το «δαχτυλίδι», την οικία του Χαγάνου των Αβάρων, και εξασφάλισε για τον Δούκα νέα λάφυρα πολέμου, πολλά εκ των οποίων προέρχονταν από τις αλλεπάλληλες λεηλασίες των Βαλκανίων από τους Αβάρους εκείνους τους αιώνες. Ο στρατός του Δούκα μαζί με εκείνο του Πεπίνου της Ιταλίας προέλασαν μέσα στην σημερινή Ουγγαρία, ενώ ο Καρλομάγνος προέλασε κινούμενος στις όχθες του Δούναβη. Τελικά οι Άβαροι το 803 αναγκάστηκαν να δεχθούν τους όρους ειρήνης του Καρλομάγνου, ο οποίος τους περιόριζε στις περιοχές ανατολικά του Τίσα ποταμού (κεντρική Ουγγαρία), ενώ ο Χάγανος συμφώνησε να βαπτιστεί Χριστιανός.
Ιδιαίτερης μνείας αρμόζει στην στέψη του Καρλομάγνου, η οποία έλαβε χώρα στην Ρώμη την ημέρα των Χριστουγέννων το 800. Ο Καρλομάγνος, ο οποίος ως τότε βασίλευε με τον τίτλο του Dux Francorum (Βασιλέα των Φράγκων), στέφθηκε στην βασιλική του Αγίου Πέτρου από τον Πάπα Αυτοκράτορας των Ρωμαίων, Imperator Romanorum, γινόμενος ο πρώτος άνθρωπος στην Δύση που πήρε τον τίτλο αυτό μετά τον Ρώμυλο Αυγουστύλο που βασίλευσε ως το 476. Η στέψη αυτή είναι γεγονός κοσμογονικής σημασίας για την Μεσαιωνική Ιστορία, καθώς ουσιαστικά ήταν η απαρχή της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, κράτους το οποίο κυριάρχησε στην Κεντρική Ευρώπη για πολλούς αιώνες, ενώ σήμανε και την ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των Δυτικών και του Βυζαντίου, καθώς οι Βυζαντινοί θεωρούσαν εαυτούς μοναδικούς κληρονόμους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η ύπαρξη δύο αυτοκρατοριών – διαδόχων της Ρώμης οδήγησε μακροπρόθεσμα στην διεύρυνση του χάσματος μεταξύ των Βυζαντινών και των Δυτικών, το οποίο εκφράστηκε μέσω της θρησκείας με το χάσμα του 1054.
Μετά τη στέψη του, και αφού πλέον είχε μεγαλώσει αρκετά σε ηλικία, ο Καρλομάγνος αφοσιώθηκε στην αναδιάρθρωση της διοίκησης του κράτους του και προσπάθησε να εξομαλύνει την διαδοχή του, ώστε να μην καταρρεύσει το Βασίλειό του μετά τον θάνατό του. Ο γιος του Λουδοβίκος διεύθυνε με επιτυχία εκστρατεία ενάντια στο Εμιράτο της Κόρδοβας και κατέλαβε την Βαρκελώνη το 801. Το ίδιο χρονικό διάστημα περίπου, οι Δανοί ξεκίνησαν να εισβάλλουν στις βόρειες επαρχίες των Φράγκων. Ο Γουδεφρέδος, Βασιλιάς της Δανίας, ενόχλησε πολλές φορές από το 800 ως το 810 τους Φράγκους, μέχρι που δολοφονήθηκε από τους ομοεθνείς του. Ο διάδοχός του Χέμινγκ συμφώνησε σε ειρήνη με τους Φράγκους το 811, οι οποίοι και απόλαυσαν ξανά την ειρήνη στο βόρειο σύνορό τους.
Η οικογένεια του Καρλομάγνου κλονίστηκε καθώς σε σύντομο χρονικό διάστημα (810-811) πέθαναν από φυσικά αίτια πολλά από τα μέλη της, συμπεριλαμβανομένων και τριών γιών του Καρλομάγνου. Ο Φράγκος ηγεμών εξέλαβε τα γεγονότα αυτά ως αρνητικό σημάδι για την ζωή του ίδιου, και άρχισε να ετοιμάζει με τα νέα δεδομένα την διάδοχη κατάστασή του. Τις 28 Ιανουαρίου 814 ο Καρλομάγνος εξέπνευσε, έχοντας αλλάξει με την πολυτάραχη ζωή του για πάντα την ιστορία της Ευρώπης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Durant, W. (1950), Η παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού – Τόμος Δ’: Ο Αιών της Πίστεως, Νέα Υόρκη: Εκδόσεις Simon & Chuster.
- Carolingian Dynasty, britannica.com, Διαθέσιμο εδώ