Της Στέλλας Κίζυλη,
Όταν ο οφειλέτης, ή άλλως ο καθ’ ου η εκτέλεση, δε συμμορφώνεται στην υποχρέωσή του να ικανοποιήσει την απαίτηση του δανειστή μετά την επίδοση από τον τελευταίο επιταγής προς εκτέλεση του άρθρου 924 ΚΠολΔ, ο δανειστής έχει δικαίωμα να επιβάλει κατάσχεση. Ειδικότερα, ο καθ΄ ου η εκτέλεση μπορεί, εντός τριών εργάσιμων ημερών από την επίδοση της επιταγής, να ικανοποιήσει τον δανειστή προβαίνοντας στην εξόφληση της απαίτησης. Πριν την πάροδο του διαστήματος αυτού δεν επιτρέπεται η διενέργεια καμίας άλλης πράξης εκτέλεσης.
Σύμφωνα με το άρθρο 992 ΚΠολΔ, μπορεί να γίνει κατάσχεση ακινήτου που ανήκει στην κυριότητα του οφειλέτη ή εμπράγματου δικαιώματος του οφειλέτη επάνω σε ακίνητο. Από τη διάταξη γίνεται σαφές ότι αντικείμενο κατάσχεσης δεν αποτελεί μόνο το δικαίωμα της κυριότητας αλλά και άλλα εμπράγματα δικαιώματα επί του ακινήτου, όπως για παράδειγμα οι πραγματικές δουλείες και η επικαρπία. Όταν, όμως, η κατάσχεση δε μπορεί πλέον να αποτελέσει θεμέλιο του πλειστηριασμού ή τυχόν αναπλειστηριασμού, βρίσκει εφαρμογή ο θεσμός της ανατροπής κατασχέσεως. Η τελευταία μολονότι ομοιάζει στην ακύρωση της κατάσχεσης, αφού και οι δύο απαγγέλλονται με δικαστική απόφαση, ενεργεί μόνο για το μέλλον και δεν θίγει τις συνέπειες που παρήγαγε ήδη η επιβληθείσα κατάσχεση. Αντίθετα, η ακύρωση ενεργεί αναδρομικά και εξαφανίζει εξ’ υπαρχής την κατάσχεση από τον χρόνο, κατά τον οποίο αυτή επιβλήθηκε.
Η ανατροπή της κατασχέσεως δε στηρίζεται σε κάποιο ελάττωμά της, αλλά δικαιολογείται, όταν, εξαιτίας της παρέλευσης του χρόνου, η κατάσχεση δε μπορεί πλέον να αποτελέσει θεμέλιο του πλειστηριασμού, όπως προαναφέρθηκε. Ειδικότερα, κατά τη διάταξη 1019 ΚΠολΔ, η ανατροπή είναι δυνατή, αν ο πλειστηριασμός δε διενεργήθηκε μέσα σε ένα έτος από την επιβολή της κατάσχεσης ή αν ο αναπλειστηριασμός δε διενεργήθηκε μέσα σε έξι μήνες από τον πλειστηριασμό. Οι προϋποθέσεις για την απαγγελία της ανατροπής είναι η ύπαρξη έγκυρης κατάσχεσης, η παρέλευση του νόμιμου χρόνου και η μη διενέργεια του πλειστηριασμού εντός της νόμιμης προθεσμίας. Αξίζει να επισημανθεί ότι η διάταξη ρυθμίζει την ανατροπή της κατάσχεσης τόσο για την κινητή όσο και για την ακίνητη περιουσία του οφειλέτη.
Η ύπαρξη έγκυρης κατάσχεσης μπορεί μεν να αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση για την εφαρμογή της, ωστόσο, η διάταξη τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση δικονομικώς άκυρης κατάσχεσης, αφού και αυτή έως την ακύρωσή της με δικαστική απόφαση, παράγει κανονικά τα έννομα αποτελέσματά της. Επιπλέον, η δικονομική ετήσια προθεσμία της ως άνω διάταξης θεωρείται ότι εκκινεί από την επομένη επιβολής της κατάσχεσης, ενώ είναι αδιάφορο το αν και πότε επιδόθηκαν οι κατασχετήριες εκθέσεις. Έχει υποστηριχθεί, μάλιστα, ότι αρκεί η πλήρωση των διατυπώσεων της προδικασίας του πλειστηριασμού για να αποτραπεί μια ενδεχόμενη ανατροπή. Αν, εντούτοις τελικά αυτή επέλθει, δεν επέρχεται αυτοδικαίως, αλλά απαιτείται η απαγγελία της με δικαστική απόφαση, η οποία έχει διαπλαστικό χαρακτήρα και ενεργεί για το μέλλον.
Όσον αφορά στις συνέπειες της ανατροπής, αυτές επέρχονται από τη δημοσίευση της απόφασης, η οποία απαγγέλλει την ανατροπή. Έτσι, η κατάσχεση αποδυναμώνεται και δε μπορεί να στηρίξει τη συνέχιση της εκτελεστικής διαδικασίας και κυρίως τη διενέργεια έγκυρου πλειστηριασμού. Ωστόσο, ο πλειστηριασμός που θα διενεργηθεί τυχόν μετά την ανατροπή της κατάσχεσης δεν καθίσταται αυτοδικαίως άκυρος ή ανενεργός, αλλά αναπτύσσει κανονικά τα αποτελέσματά του μέχρι να προβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, την οποία μπορούν να ασκήσουν τόσο ο καθ’ ου η εκτέλεση όσο και οι λοιποί δανειστές του. Η ανατροπή επιφέρει ακόμη την ελευθέρωση του κατασχεμένου, με αποτέλεσμα την άρση της απαγόρευσης διαθέσεώς του και κατ’ επέκταση την ελεύθερη εκποίησή του.
Τέλος, η ανατροπή, κατά τη σαφή διατύπωση του άρθρου 1019 ΚΠολΔ, λογίζεται ότι έχει επέλθει ως προς όλους. Καταλαμβάνει, λοιπόν, όχι μόνο τον επισπεύδοντα αλλά και τους λοιπούς δανειστές του καθ’ ου η εκτέλεση, ακόμα και αυτούς που αναγγέλθηκαν με εκτελεστό τίτλο, ενώ υποχρεώνει όλα τα όργανα της εκτελέσεως να απέχουν από κάθε ενέργεια. Φυσικά, ο πλειστηριασμός που διενεργήθηκε χωρίς να έχει απαγγελθεί ακόμη η ανατροπή της κατάσχεσης είναι καθ’ όλα έγκυρος και αναπτύσσει ενέργεια, ωστόσο, η ανατροπή που επέρχεται μετά τον πλειστηριασμό, εφόσον ακολούθησε και η καταβολή του πλειστηριάσματος, ακόμη και αν αυτός διενεργήθηκε μετά την ετήσια προθεσμία από την κατάσχεση, καθίσταται τελικά άνευ αντικειμένου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Πελαγία Γέσιου-Φαλτσή, Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Β’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2019