Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος; Ποιο ήταν το πάνθεον στην αρχαία Ελλάδα; Πώς περάσαμε από το Χάος στους Τιτάνες και έπειτα στους Ολύμπιους; Ποιοι ήταν οι δημοφιλέστεροι θεοί και ποιος ο χαρακτήρας τους; Αυτά κι άλλα πολλά ερωτήματα που μπορεί να δημιουργηθούν κατά καιρούς διαφωτίζει ο Δημήτρης Καμπουράκης στο βιβλίο του Μια σταγόνα μυθολογία: Τότε που οι Θεοί έμοιαζαν πολύ με τους ανθρώπους, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πατάκη.
Ο γεννημένος στα Χανιά συγγραφέας είναι δημοσιογράφος και μας έχει κρατήσει επί χρόνια παρέα μέσα από τις τηλεοπτικές του εκπομπές, αλλά και μέσα από τον μαγικό κόσμο τους ραδιοφώνου, ενώ και έγκριτες εφημερίδες της χώρας φιλοξενούν άρθρα του. Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει και τη δημιουργία podcast, μένοντας πάντα στην καρδιά των καιρών μας. Τέλος, στο παρελθόν έχει γράψει τα Η υιοθεσία των ονείρων, Μια σταγόνα ιστορία, Άγιος αγύρτης κ.ά.
Μέσα, λοιπόν, από το νέο του βιβλίο, ο Δημήτρης Καμπουράκης καταπιάνεται με ένα θέμα γνωστό αλλά και άγνωστο παράλληλα, καθώς όπως αναφέρει ο ίδιος «Το να είσαι βέβαια Έλληνας και να μην ξέρεις ούτε το ένα χιλιοστό της μυθολογίας σου είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα σε τούτο τον ταλαιπωρημένο τόπο». Το πόνημά του, ωστόσο, δεν προσεγγίζει το θέμα της μυθολογίας με έναν επιστημονοκεντρικό τρόπο, δηλαδή με τεράστιες παραπομπές και με μια στεγνή και επιτηδευμένη γλώσσα, αλλά επιλέγει να δώσει στον αναγνώστη την ουσία της γνώσης με έναν απλό, κατανοητό και παιχνιδιάρικο –ας μου επιτραπεί η έκφραση– τρόπο μέσα από τις «μικρές σταγόνες» του.
Έτσι, ξεκινώντας την αφήγησή του δεν θα μπορούσε παρά να ασχοληθεί με το Χάος, μέσα από το οποίο προήλθαν τα πρώτα δείγματα ζωής, σύμφωνα με τις δοξασίες των αρχαίων Ελλήνων. Προσεγγίζοντας τις κοσμολογικές αντιλήψεις, αναφέρει πως μέσα από το Χάος ξεπρόβαλαν η Γαία, η Φύση, η Νύχτα, ο Έρως, ο Ύδρος, ο Χρόνος και άλλα από τα βασικά στοιχεία του κόσμου, δίνοντας μια ερμηνεία για την προέλευση όσων υπήρχαν γύρω τους. Οι θεότητες αυτές, έπειτα, άρχισαν να σμίγουν μεταξύ τους δημιουργώντας μια νέα γενιά θεοτήτων, με τη Γαία και τον Ουρανό (ο οποίος ήταν και γιος της) να ενώνονται και να αποκτούν –ανάμεσα σε πολλούς ακόμα– τους Τιτάνες. Ένας από αυτούς, ο Κρόνος, καθαίρεσε τον πατέρα του, Ουρανό, και έγινε ο κυρίαρχος του κόσμου.
Με τη σειρά του, έπειτα, ο Κρόνος πλάγιασε με τη Ρέα (η οποία ήταν και αδελφή του) και ξεπρόβαλαν οι Εκατόνχειρες, οι Κύκλωπες και οι Ολύμπιοι θεοί. Φοβούμενος, όμως, ο Κρόνος πως κάποιος από τους Ολύμπιους θα του έπαιρνε την εξουσία –κάτι για το οποίο υπήρχε και χρησμός– άρχισε να τρώει τα παιδιά του. Η Ρέα, μην αντέχοντας άλλο αυτή την κατάσταση, αποφάσισε να κρύψει το τελευταίο της παιδί και να δώσει στον Κρόνο να φάει μια πέτρα. Το παιδί αυτό ήταν ο Δίας και μέσα από την πένα του συγγραφέα, μαθαίνουμε τους διαφορετικούς μύθους που είχαν δημιουργηθεί γύρω από τον τρόπο και τον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Ανάμεσα στις περιοχές που διεκδικούν τον «τίτλο» του γενέθλιου τόπου του Δία είναι η Κρήτη, η Βοιωτία, η Αρκαδία και γενικότερα θα λέγαμε –με μια δόση υπερβολής– σχεδόν όλος ο ελλαδικός χώρος. Μεγαλώνοντας, ο Δίας αποφάσισε να εκδικηθεί τον πατέρα του και να ελευθερώσει τα αδέλφια του, μιας που ήταν αθάνατα και ζούσαν μέσα στα σπλάχνα του Κρόνου. Με τη βοήθεια της μητέρας του, καταφέρνει να πετύχει τον σκοπό του και αφού ελευθερώσει τα αδέλφια του στρέφονται κατά του Κρόνου, ξεκινώντας τον πολυετή γύρο της Τιτανομαχίας, από τον οποίο οι Ολύμπιοι επικρατούν και ο Δίας γίνεται ο κυρίαρχος του κόσμου.
Συνεχίζοντας, έτσι, την αφήγηση, ο Δημήτρης Καμπουράκης αρχίζει και την ψυχανάλυση των κύριων θεοτήτων, δίνοντας προτεραιότητα στον “big boss”, όπως αποκαλεί τον Δία. Περιγράφει τις περιπέτειές του –ερωτικές και μη– και τους απογόνους που προέκυψαν. Ωστόσο, δεν λείπουν και οι εξιστορήσεις κι από άλλα σημεία της μυθολογίας μας, όπως τις περιπέτειες της Σεμέλης, τη δράση της Καλλιστώς, του Γανυμήδη κι άλλων προσωπικοτήτων.
Βλέπουμε με αυτόν τον τρόπο, να ξεπροβάλουν μέσα από τις σελίδες του έργου αυτού στιγμές από την ελληνική μυθολογία με γνωστές και άγνωστες πτυχές της. Ο ρέων τρόπος γραφής του Καμπουράκη σε παρασύρει να διαβάσεις όλο και παραπάνω, δίχως να καταλάβεις πότε πέρασε η ώρα, μαθαίνοντας παράλληλα για έναν ολόκληρο κόσμο, ο οποίος δεν διαφέρει και σε πολλά από όσο ενδεχομένως να πιστεύουμε.