14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ σφαγή στο Δήλεσι και η διπλωματική κρίση του 1870

Η σφαγή στο Δήλεσι και η διπλωματική κρίση του 1870


Του Μάνου Πατρινιού,

Βρισκόμαστε στο Βασίλειο της Ελλάδας, σαράντα χρόνια μετά την απόκτηση της ανεξαρτησίας του, το 1870. Βασιλιάς είναι ο Γεώργιος Α’ και Πρωθυπουργός ο Θρασύβουλος Ζαΐμης. Το έτος αυτό μέλλει να γίνει σταθμός για την εικόνα της χώρας τόσο προς στους πολίτες της, όσο και πολύ περισσότερο στην Ευρώπη. Η θλιβερή αυτή ιστορία συνδυάζει σε ένα φρικώδες μωσαϊκό το διαπλεκόμενο κράτος, τα ξένα συμφέροντα, την απληστία της μεγαλοϊδιοκτησίας, σκάνδαλα και την συγκάλυψή τους, την ενίοτε αδεξιότητα της διπλωματίας, και σίγουρα την χρόνια διοικητική ανικανότητα της Ελλάδας.

Ας γνωρίσουμε καταρχάς τους πρωταγωνιστές μας:

  • Αρβανιτάκηδες: επρόκειτο για ληστές, Αρβανίτικης καταγωγής· καταπίεζαν και τρομοκρατούσαν τους κατοίκους της Αν. Στερεάς· ήταν κατά βάση αγρότες σε κτήμα Άγγλου τσιφλικά ονόματι Νόελ.
  • Οι αριστοκράτες: Λόρδος Μανκάστερ και η σύζυγος αυτού (Άγγλος), Φρειδερίκος Βίνερ (Άγγλος), κ. Χέρμπερτ (γραμματέας της Αγγλικής Πρεσβείας), Κόμης Μπόυλ (γραμματέας της Ιταλικής Πρεσβείας) και κ. Λόυδ με την σύζυγο και την κόρη του (Άγγλος δικηγόρος).
Ληστές της συμμορίας των Αρβανιτάκηδων. Πηγή εικόνας: ethnos.gr / Δικαιώματα Χρήσης Εικόνας: Ξενοφώντας Βάθης. Συλλογή Μ.Γ. Τσάγγαρης

Η ιστορία ξεκινά την Άνοιξη του 1870, τον Απρίλη, λίγο πριν το Πάσχα, στην Αττική.

Πέμπτη, 02/04/1870, πρωί

Η ομάδα των οκτώ αριστοκρατών ξεκινά από την Αθήνα με προορισμό το ιστορικό πεδίο της μάχης του Μαραθώνα. Συνοδεύονταν από έναν Έλληνα οδηγό, έναν Ιταλό υπηρέτη και τέσσερις Έλληνες χωροφύλακες για προστασία (δόθηκαν μόνο τόσοι διότι θεωρούνταν ότι τουλάχιστον η Αττική ήταν ασφαλής).

Πέμπτη, 02/04/1870, νωρίς το απόγευμα

Κατά την επιστροφή τους έπεσαν στην ενέδρα των ληστών (πάνω από είκοσι). Μετά από σύντομη συμπλοκή, δύο από τους χωροφύλακες τραυματίστηκαν σοβαρά, χωρίς όμως να καταφέρουν να επικρατήσουν έναντι των πολυάριθμων ληστών. Οι ληστές απαίτησαν: α) λύτρα 32.000 αγγλικές λίρες (πάνω από 4.000.000 ευρώ σε σημερινή αξία), τις οποίες αύξησαν μετά σε 50.000 (περίπου 6.500.000), β) χορήγηση αμνηστίας, γ) αναστολή κάθε κρατικής προσπάθειας καταδίωξής τους μέχρι το πέρας των διαπραγματεύσεων.

Η διαδρομή που ακολούθησε η συμμορία των Αρβανιτάκηδων. Πηγή εικόνας: astentoua.com

Η Κυβέρνηση αποδέχθηκε το πρώτο και τρίτο αίτημα με την υποστήριξη των ξένων πρεσβειών. Με εντολή του ίδιου του Γεωργίου, η Εθνική Τράπεζα συγκέντρωσε εκατοντάδες χιλιάδες για λύτρα και ενορχήστρωσε πλάνο για την καταβολή τους. Η χορήγηση αμνηστίας, ωστόσο, απορρίφθηκε.

Εξαρχής η Αγγλική Πρεσβεία, χαρακτηριζόμενη από τις άγαρμπες κινήσεις του Πρέσβη της, Έρσκιν, πίεζε με τρόπο κατά πολλούς απαράδεκτο την ελληνική Κυβέρνηση για αποδοχή όλων των αιτημάτων των ληστών (δηλαδή και της αμνηστίας), προκειμένου να απελευθερωθούν άμεσα και με ασφάλεια οι πολίτες και οι διπλωματικοί της υπάλληλοι. Ο Ζαΐμης υποστήριζε -και είχε δίκιο- ότι η χορήγηση αμνηστίας ήταν αντισυνταγματική, κι έτσι διαφώνησε ασυζητητί σε τυχόν χορήγησή της. Ωστόσο, τόσο άτεγκτη ήταν η στάση του Βρετανού Πρέσβη προς την χορήγηση αμνηστίας, που οι ληστές έβλεπαν στο πρόσωπό του τον προστάτη τους, τον εγγυητή της ατιμωρησίας τους.

Στο εσωτερικό, οι αντιδράσεις αρχικά ποίκιλλαν, αν και δεν άργησε η κοινή ετυμηγορία (Τύπου, Αντιπολίτευσης, πολιτών) κατά του Ζαΐμη και των χειρισμών του. Εξαρχής το θλιβερό συμβάν δεν χρεώθηκε στην Κυβέρνηση, αλλά στο ελληνικό κράτος διαχρονικά. Αργότερα, η Κυβέρνηση επικρίθηκε σφοδρότατα. Δημοσιεύματα του Τύπου επέκριναν την ατιμωρησία των Κυβερνήσεων απέναντι στις συμμορίες των ληστών και τα εγκλήματά τους κατά των ντόπιων πληθυσμών, ενώ υπαινίσσονταν ότι ολόκληρος ο πολιτικός κόσμος της χώρας –έως την κορυφή– ήταν συνένοχος. Κάποιοι έκαναν λόγο για ληστροστράταρχο Υπουργό Στρατιωτικών, άλλοι για αρχιληστές Υπουργούς, καλώντας παράλληλα τον Βασιλιά να καρατομήσει το Υπουργικό Συμβούλιο και τον Πρόεδρό του.

Μ. Πέμπτη, 09/04/1870

Οι ληστές άρχισαν να κατευθύνονται προς το χωριό Δήλιο (ή Δήλεσι) για να διαφύγουν με πλωτό μέσο, θεωρώντας ότι καταδιώκονται από την Χωροφυλακή. Οι δυνάμεις της χωροφυλακής ακολουθούσαν δειλά, ενώ οι ληστές τούς προκαλούσαν με προειδοποιητικούς πυροβολισμούς. Λίγο πριν το Δήλεσι, οι αιχμάλωτοι είχαν εξουθενωθεί και δεν μπορούσαν να περπατήσουν άλλο. Μπροστά στην απόφαση να τους ελευθερώσουν ή να τους δολοφονήσουν, επέλεξαν το δεύτερο. Οι στρατιώτες πλησιάζοντας αντίκρισαν τα πτώματα των αιχμαλώτων. Τότε (και μόνο τότε) άνοιξαν πυρ με μένος εναντίον των ληστών, σκοτώνοντας τα πρωτοπαλίκαρά τους και κάμποσους άλλους, ενώ όσοι δεν πρόλαβαν να διαφύγουν συνελήφθησαν. Ωστόσο, όλοι οι αιχμάλωτοι ήταν πλέον νεκροί.

Η Βρετανία και η βρετανική κοινή γνώμη αντιμετώπισαν με επικίνδυνη κλιμάκωση το γεγονός. Ο Έλληνας Πρέσβης στην Αγγλία γράφει στον Υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας: «…είναι δε περιττόν να σας είπω εις ποίαν δυσάρεστον θέσιν ευρίσκεται ο Πρέσβυς της Ελλάδος απέναντι της Αγγλικής κοινωνίας». Οι Times καλούσαν ανοιχτά σε κατάληψη της Ελλάδας από τον βρετανικό στόλο, όπως και το 1854, με σκοπό «να δοθεί τέλος στην σκανδαλώδη αυτή διοίκηση». Οι Βουλές ζητούσαν διακοπή κάθε σχέσης με την Ελλάδα. Στην κατακραυγή συμμετείχαν κι άλλες χώρες λίγο ή πολύ, με αποκορύφωμα την Αυστρία που ανήγγειλε ότι θα βοηθούσαν την Αγγλία σε ενδεχόμενη κατοχή της Ελλάδας. Τελικά, επικράτησαν οι μετριοπαθείς φωνές των Φιλελλήνων Γλάδστων (Πρωθυπουργός) και Γράμβιλλ (Υπουργός Εξωτερικών), οι οποίοι υποστήριξαν ότι κάθε απόφαση θα έπρεπε να αποβλέπει όχι στην εκδίκηση του ελληνικού λαού, αλλά στην ωφέλειά του.

Αυτό που εννοούσαν ήταν η λήψη μέτρων πάταξης της ληστείας, τα οποία πράγματι ελήφθησαν, μολονότι ληστές συνέχισαν να υπάρχουν στην ελληνική ύπαιθρο μέχρι και την δεκαετία του 1940. Στο μεταξύ ακούγονταν στον Τύπο αγανακτισμένες και τρομοκρατημένες φωνές που καλούσαν σε αναστολή του Συντάγματος και σχηματισμό μιας συγκεντρωτικής Κυβέρνησης, με το σκεπτικό ότι μόνο έτσι θα μπορούσε να παταχθεί το φαινόμενο της ληστείας στην ελληνική επικράτεια. Οι φωνές αυτές επηρεάζονταν κυρίως από τα υπονοούμενα της Βρετανίας για επέμβαση στην Ελλάδα, αλλά και από το γενικότερο υποβόσκον αντικοινοβουλευτικό αίσθημα της περιόδου.

Πρωτοσέλιδο αγγλικής εφημερίδας. Πηγή εικόνας: eglima.wordpress.com

Στο μεταξύ, η έναρξη της δίκης επισπεύδεται από την ελληνική Κυβέρνηση προκειμένου να αποκαταστήσει το κοινό περί δικαίου αίσθημα (ιδίως στο εξωτερικό). Στις 27 Απριλίου τα κεφάλια όσων σκοτώθηκαν στην συμπλοκή εκτέθηκαν και «κόσμησαν» το Πεδίον του Άρεως. Η δίκη άρχισε στις 9 Μαΐου: οι κατηγορούμενοι επέδειξαν αδιαφορία, ασέβεια και θρασύτητα στο δικαστήριο. Την επομένη βγήκε ομόφωνη η απόφαση ενόρκων και συνέδρων: καταδίκη εις θάνατον σε όλους. Το πρωί της 8 Ιουνίου οι ληστές εκτελέστηκαν με την χρήση λαιμητόμου. Επιτόπου ρεπορτάζ του «Αιώνος» παραθέτει: «συνήθως, μέχρι σήμερα, όταν ολοκληρώνεται η θανατική ποινή το πλήθος φωνάζει υπέρ της συγχώρεσης των εκτελεσθέντων· σήμερα ακούστηκε μόνο ο αναθεματισμός τους».

Κάτι άλλο που προέκυψε από την δίκη ήταν η Υπόθεση Νόελ. Ο Φράνσις (Φρανκ) Νόελ Μπέικερ ήταν Άγγλος τσιφλικάς της Εύβοιας, ο οποίος αγόρασε –παράνομα– την περιουσία του από τους Οθωμανούς το 1833. Φημολογείται ότι οι ληστές είχαν ως καταφύγιο και ορμητήριό τους τα κτήματά του. Κατά την διαδικασία της ανάκρισης, απεδείχθη ότι ο Νόελ ενορχήστρωσε την απαγωγή των ξένων εκδρομέων: εκείνος πληροφόρησε τους ληστές για την πορεία τους σε ανταλλαγή με μερίδιο των λύτρων, ώστε να επεκτείνει το τσιφλίκι του. Η αγγλική Κυβέρνηση και ο Άγγλος Πρέσβης έσπευσαν να βγάλουν απαλλακτικό βούλευμα για τον Νόελ και να «κουκουλώσουν» το σκάνδαλο. Μάλιστα, απαίτησαν να θεωρηθεί υπεύθυνη η ελληνική Κυβέρνηση εάν υποστεί οποιαδήποτε βλάβη είτε ο ίδιος, είτε τα κτήματά του. Δυστυχώς, εξαιτίας της παρέμβασης της Αγγλίας η υπόθεση δεν διερευνήθηκε περισσότερο.

Φωτογραφία Αρβανιτάδων. Πηγή εικόνας: oladeka.com

Το σκάνδαλο αυτό αποδεικνύει περαιτέρω ότι σκοπός της Αγγλίας μέσα από την αναίτια σε μεγάλο βαθμό πολιτικοποίηση του συμβάντος ήταν ο έλεγχος της Ελλάδας, η υπαγωγή της σε στενότερο κλοιό βρετανικής επίβλεψης, κι όχι η δικαιοσύνη για τα θύματά της. Η ληστεία ήταν σύνηθες φαινόμενο σε πλείστες χώρες της Ευρώπης που έσπευσαν να καταδικάσουν την Ελλάδα για το Δήλεσι. Το Δήλεσι δεν ήταν η εξαίρεση, αλλά ο κανόνας: η μόνη εξαίρεση ήταν η καταγωγή των θυμάτων και η γεωπολιτική συνθήκη σε περίοδο ανάφλεξης του Ανατολικού ζητήματος.

Τελικά, στις 6 Ιουλίου 1870, η Κυβέρνηση Ζαΐμη, μη μπορώντας να αντέξει τις πιέσεις εκ των έσω και έξω, παραιτείται. Τρεις μέρες αργότερα δημοσιεύεται στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως η αναγνώριση της παραίτησης του Ζαΐμη και ο διορισμός του Επαμεινώνδα Δεληγιώργη ως αντικαταστάτη του. Η κυβερνητική αυτή αλλαγή, λοιπόν, αποτέλεσε την τελευταία πράξη αυτού του ειδεχθούς, πολιτικά και διπλωματικά οξυμμένου, διαπλεκόμενου εγκλήματος, σε ένα μικρό χωριουδάκι της Στερεάς Ελλάδας που έγινε γνωστό στις ευρωπαϊκές Κυβερνήσεις για τον χειρότερο δυνατό λόγο.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Καρολίδης Παύλος (1993), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 18. σελ. 197-9, Αθήνα: Κάκτος
  • Κωστής Κώστας (2018), Τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, σελ. 360-1, Αθήνα: Πατάκης
  • Βουρνάς Τάσος (1976), Η σφαγή στο Δήλεσι: Αγγλοκρατία και ληστοκρατία, Αθήνα: Φυτράκης
  • Υπουργείο Εξωτερικών (1871), Έγγραφα περί της διαπραχθείσης ληστείας επί της οδού Μαραθώνος, Αθήνα: Εθνικό Τυπογραφείο

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μάνος Πατρινιός
Μάνος Πατρινιός
Γεννήθηκε το 2005 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει έκτοτε. Έχει διακριθεί σε πανελλήνιους σχολικούς αγώνες ρητορικής και συμμετάσχει σε Εθνική Διάσκεψη Επιλογής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νέων. Διαθέτει βεβαιώσεις και πτυχία σε ανώτερα θεωρητικά της μουσικής (θεωρία, αρμονία, αντίστιξη, φούγκα). Σπουδάζει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Στον ελεύθερό του χρόνο ενημερώνεται για την επικαιρότητα, διαβάζει βιβλία φιλοσοφίας, ιστορίας, πολιτικής, λογοτεχνικά, και ποίηση, φροντίζει τα φυτά του, και αναζητά την επαφή με τη φύση.